Ως κορύφωση του 30ετούς σχεδίου του αμερικανικού νεοσυντηρητικού κινήματος εκλαμβάνει τον πόλεμο στην Ουκρανία ο Αμερικανός οικονομολόγος και πολιτικός αναλυτής, Τζέφρι Σακς.
Σε πρόσφατο άρθρο του ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Columbia αναφέρει, ότι η διοίκηση Μπάιντεν «είναι γεμάτη με τους ίδιους νεοσυντηρητικούς που υποστήριξαν τους πολέμους των ΗΠΑ στη Σερβία (1999), στο Αφγανιστάν (2001), στο Ιράκ (2003), στη Συρία (2011), στη Λιβύη (2011) και που έκαναν τόσα πολλά για να προκαλέσουν την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.».
Ασκώντας σκληρή κριτική στον Αμερικανό πρόεδρο, ο Σακς σημειώνει ότι ενώ τα παραπάνω συνιστούν ένα «ιστορικό καταστροφής που δεν μετριάστηκε», ο Μπάιντεν στελέχωσε την κυβέρνησή τους με νεοσυντηρητικούς. Το αποτέλεσμα είναι, σύμφωνα με τον αρθρογράφο, ότι «ο Μπάιντεν οδηγεί την Ουκρανία, τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση προς μια ακόμη γεωπολιτική καταστροφή. Εάν η Ευρώπη έχει κάποια διορατικότητα, θα διαχωριστεί από αυτές τις καταστροφές της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ.».
Ο Σακς γράφει ότι αυτό το νεοσυντηρητικό κίνημα εμφανίστηκε την δεκαετία του 1970 από μια ομάδα ακαδημαϊκών και διανοουμένων, με την βασική ιδέα ότι οι ΗΠΑ πρέπει να κυριαρχήσουν σε επίπεδο στρατιωτικής ισχύος, σε κάθε περιοχή του κόσμου και πρέπει να αντιμετωπίσουν τις ανερχόμενες περιφερειακές δυνάμεις που θα μπορούσαν κάποια μέρα να αμφισβητήσουν την παγκόσμια ή περιφερειακή κυριαρχία των ΗΠΑ, με σημαντικότερες τη Ρωσία και την Κίνα.
Για το σκοπό αυτό, λένε οι νεοσυντηρητικοί, η αμερικανική στρατιωτική δύναμη θα πρέπει να αναπτυχθεί εκ των προτέρων σε εκατοντάδες στρατιωτικές βάσεις σε όλο τον κόσμο και οι ΗΠΑ θα πρέπει να είναι έτοιμες να ηγηθούν των πολέμων της επιλογής τους, όπως απαιτείται. Τα δε Ηνωμένα Έθνη πρέπει να χρησιμοποιούνται από τις ΗΠΑ μόνο όταν είναι χρήσιμα για τους σκοπούς των ΗΠΑ.
Αυτή η προσέγγιση διατυπώθηκε πρώτα σε ένα προσχέδιο του υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ το 2002, από τον τότε αναπληρωτή υπουργό και διάσημο «γεράκι» του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος των ΗΠΑ, Πολ Γούλφοβιτς. Το προσχέδιο ζητούσε την επέκταση του δικτύου ασφαλείας υπό την ηγεσία των ΗΠΑ στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη παρά τη ρητή υπόσχεση των Γερμανών – διά του υπουργού Εξωτερικών Χανς Ντίτριχ Γκένσερ το 1990 – ότι η γερμανική ενοποίηση δεν θα ακολουθηθεί από τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά.
Οι νεοσυντηρητικοί υποστήριξαν τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς την Ουκρανία ακόμη και πριν γίνει επίσημη πολιτική των ΗΠΑ υπό τον Τζορτζ Μπους τον νεώτερο το 2008. Θεωρούσαν την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ ως κλειδί για την περιφερειακή και παγκόσμια κυριαρχία των ΗΠΑ. Ο Ρόμπερτ Κάγκαν, εκ των βασικών εκφραστών αυτού του ρεύματος, εξήγησε την θέση των νεοσυντηρητικών για τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ τον Απρίλιο του 2006:
«Οι Ρώσοι και οι Κινέζοι δεν βλέπουν τίποτα φυσικό στις “χρωματιστές επαναστάσεις” της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, μόνο πραξικοπήματα που υποστηρίζονται από τη Δύση που έχουν σχεδιαστεί για να προωθήσουν τη δυτική επιρροή σε στρατηγικά ζωτικής σημασίας μέρη του κόσμου. Τόσο λάθος κάνουν; Μήπως η επιτυχής απελευθέρωση της Ουκρανίας, που προτρέπεται και υποστηρίζεται από τις δυτικές δημοκρατίες, δεν είναι παρά το προοίμιο για την ενσωμάτωση αυτού του έθνους στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση – με λίγα λόγια, η επέκταση της δυτικής φιλελεύθερης ηγεμονίας;».
Ο Κάγκαν, λέει ο Σακς, αναγνώρισε τις τρομερές συνέπειες της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ. Παραθέτει έναν ειδικό που είπε, «το Κρεμλίνο ετοιμάζεται για τη “μάχη για την Ουκρανία” με κάθε σοβαρότητα». Οι νεοσυντηρητικοί επιδίωκαν αυτή τη μάχη, λέει ο Σακς. Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ρωσία θα έπρεπε να είχαν αναζητήσει μια ουδέτερη Ουκρανία, ως συνετό ρυθμιστή και δικλείδα ασφαλείας. Αντίθετα, οι νεοσυντηρητικοί ήθελαν την «ηγεμονία» των ΗΠΑ, ενώ οι Ρώσοι μπήκαν στη μάχη εν μέρει αμυντικά και εν μέρει για τις δικές τους «αυτοκρατορικές» αξιώσεις.
Αν και ο Κάγκαν έγραψε το άρθρο ως ιδιώτης, η σύζυγός του, Βικτόρια Νούλαντ, ήταν πρέσβης των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ υπό τον Τζορτζ Μπους τον νεώτερο. Εκτός από πρέσβειρα του Μπους στο ΝΑΤΟ, η Νούλαντ ήταν Βοηθός Υπουργός Εξωτερικών του Μπαράκ Ομπάμα για Ευρωπαϊκές και Ευρασιατικές Υποθέσεις το 2013 – 17, όπου συμμετείχε στην ανατροπή του φιλορώσου προέδρου της Ουκρανίας Βίκτορ Γιανουκόβιτς και τώρα υπηρετεί ως υφυπουργός του Μπάιντεν.
Ωστόσο, γράφει ο Σακς, η προοπτική των νεοσυντηρητικών βασίζεται σε μια πρωταρχική λανθασμένη υπόθεση: ότι η στρατιωτική, οικονομική, τεχνολογική και οικονομική υπεροχή των ΗΠΑ τους επιτρέπει να υπαγορεύει όρους σε όλες τις περιοχές του κόσμου. Είναι μια θέση τόσο αξιοσημείωτης ύβρεως όσο και αξιοσημείωτης περιφρόνησης των πραγματικών στοιχείων, υπογραμμίζει ο Σακς:
«Από τη δεκαετία του 1950, οι ΗΠΑ εμποδίστηκαν ή ηττήθηκαν σχεδόν σε όλες τις περιφερειακές συγκρούσεις στις οποίες συμμετείχαν. Ωστόσο, στη “μάχη για την Ουκρανία”, οι νεοσυντηρητικοί ήταν έτοιμοι να προκαλέσουν μια στρατιωτική σύγκρουση με τη Ρωσία επεκτείνοντας το ΝΑΤΟ παρά τις έντονες αντιρρήσεις της Ρωσίας, επειδή πιστεύουν διακαώς ότι η Ρωσία θα ηττηθεί από τις οικονομικές κυρώσεις των ΗΠΑ και τα όπλα του ΝΑΤΟ.
Το Ινστιτούτο για τη Μελέτη του Πολέμου (ISW), μια δεξαμενή σκέψης νεοσυντηρητικών υπό την ηγεσία της Κίμπερλι Άλεν Κάγκαν (και με την υποστήριξη ενός who’s who αμυντικών εργολάβων όπως η General Dynamics και η Raytheon), συνεχίζει να υπόσχεται μια ουκρανική νίκη.
Ωστόσο, τα γεγονότα επί του πεδίου υποδηλώνουν το αντίθετο. Οι οικονομικές κυρώσεις της Δύσης είχαν ελάχιστες αρνητικές επιπτώσεις στη Ρωσία, ενώ η επίδρασή τους με όρους “μπούμερανγκ” στον υπόλοιπο κόσμο ήταν μεγάλη. Επιπλέον, η ικανότητα των ΗΠΑ να ανεφοδιάζουν την Ουκρανία με πυρομαχικά και όπλα παρεμποδίζεται σοβαρά από την περιορισμένη παραγωγική ικανότητα της Αμερικής και τις σπασμένες αλυσίδες εφοδιασμού. Η βιομηχανική ικανότητα της Ρωσίας, φυσικά, είναι γίγαντας σε σχέση με εκείνη της Ουκρανίας. Το ΑΕΠ της Ρωσίας ήταν περίπου 10πλάσιο από αυτό της Ουκρανίας πριν από τον πόλεμο, και η Ουκρανία έχει χάσει τώρα μεγάλο μέρος της βιομηχανικής της ικανότητας στον πόλεμο».
Το πιο πιθανό αποτέλεσμα του πολέμου, υποστηρίζει ο Σακς, είναι ότι η Ρωσία θα κατακτήσει ένα μεγάλο τμήμα της Ουκρανίας, αφήνοντάς την χωρίς πρόσβαση στην θάλασσα ή σχεδόν έτσι. Η απογοήτευση θα αυξηθεί στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ με τις στρατιωτικές απώλειες και τις στασιμοπληθωριστικές συνέπειες του πολέμου και των κυρώσεων. Τα αρνητικά αποτελέσματα θα μπορούσαν να είναι καταστροφικά, εάν ένας δεξιός δημαγωγός στις ΗΠΑ ανέβει στην εξουσία (ή στην περίπτωση του Τραμπ, επιστρέψει στην εξουσία) υποσχόμενος να αποκαταστήσει τη ξεθωριασμένη στρατιωτική δόξα της Αμερικής μέσω μιας επικίνδυνης κλιμάκωσης.
Αντί να ρισκάρουμε αυτή την καταστροφή, λέει ο Σακς, «η πραγματική λύση είναι να τερματιστούν οι νεοσυντηρητικές φαντασιώσεις των τελευταίων 30 ετών και να επιστρέψουν η Ουκρανία και η Ρωσία στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, με το ΝΑΤΟ να δεσμεύεται να τερματίσει τη διεύρυνση προς Ανατολάς, με την Ουκρανία και τη Γεωργία, σε αντάλλαγμα μιας βιώσιμης ειρήνη που σέβεται και προστατεύει την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας».
*Οι εκτιμήσεις δεν εκφράζουν κατ’ ανάγκη και στο σύνολό τους την Iskra