Ρωσικό πρακτορείο: ΗΠΑ-ΝΑΤΟ–Παραχωρήσεις προς Τουρκία σε κουρδικό και Αν.Μεσόγειο

1037
Ρωσικό πρακτορείο: ΗΠΑ-ΝΑΤΟ

Η Βερόνικα Κρασενίννικοβα είναι γενική Διευθύντρια του Ινστιτούτου Μελετών και Πρωτοβουλιών Εξωτερικής Πολιτικής, σύμβουλος του γενικού διευθυντή του «Russia Today» και πρώην μέλος του -διορισμένου από το Κρεμλίνο- Ρωσικού Δημόσιου Επιμελητηρίου και μέλος του Ανωτάτου Συμβουλίου του κυβερνώντος κόμματος «Ενωμένη Ρωσία».

Σε άρθρο της στο ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων Ria Novosti, αναφέρθηκε -μεταξύ άλλων- στην εργαλειοποίηση του νεο-οθωμανισμού ως πληρεξούσιου στην Ευρασία ενάντια στη Ρωσία και την Κίνα, από τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και στην υποδαύλιση της ελληνοτουρκικής αντιπαλότητας και τις παραχωρήσεις που σκοπεύουν να προσφέρουν στον Ερντογάν στο κουρδικό και την ανατολική Μεσόγειο.

Η κα. Κρασενίννικοβα διαπιστώνει ότι «ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει μια ιδιαίτερη αντίληψη για τις σχέσεις με τη Δύση, αυτή τη φορά για το θέμα της ένταξης της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Ο Τούρκος πρόεδρος είναι το πιο αντιδρών μέλος της ελεγχόμενης από τις ΗΠΑ στρατιωτικής συμμαχίας. Διατηρεί σχέσεις με τη Ρωσία και μάλιστα αγόρασε ένα ρωσικό αντιαεροπορικό σύστημα S-400 το 2019, μια ανήκουστη αυθάδεια για την πειθαρχημένη βορειοατλαντική συμμαχία, ενώ σημειώνει πως είναι «το μόνο μέλος του ΝΑΤΟ που αρνείται να επιβάλει κυρώσεις» στη Ρωσία.

Μάλιστα «η Δύση δίνει στον πρόεδρο Ερντογάν αρκετή ελευθερία κινήσεων. Παραδόξως, τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και η Ουάσινγκτον, μετά την επιδεικτική τιμωρία με τη μορφή κυρώσεων για τους S-400, αλλά και την απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016 που παραλίγο να κοστίσει στον Ερντογάν την εξουσία και ενδεχομένως τη ζωή του – σφυρηλατούν ακόμη στενότερη συνεργασία με τον ξεροκέφαλο “σουλτάνο”. Όλα αυτά, παρόλο που τόσο η δημοκρατία όσο και τα ανθρώπινα δικαιώματα, με την αμερικανική έννοια του όρου, δεν είναι όπως θα έπρεπε να είναι στην Άγκυρα». Έτσι, ο πρόεδρος Ερντογάν «καταφέρνει να διεξάγει μια επιθετική πολιτική σε όλα τα μέτωπα προς το συμφέρον της ενίσχυσης της Τουρκίας, του παντουρκισμού και της νεο-οθωμανικής αυτοκρατορίας» και μάλιστα «με τέτοιο τρόπο που ακόμη και η Ουάσιγκτον αναγκάζεται να συμφωνήσει. Ο κατάλογος των επιτυχιών της Άγκυρας τα τελευταία χρόνια είναι μακρύς. Αλλά από την έναρξη της ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο Ερντογάν απλώς πολλαπλασίασε τις δραστηριότητές του και εγκαινίασε νέους μηχανισμούς διαλόγου».

«Ο Ερντογάν έχει εξασφαλίσει παραχωρήσεις στο κουρδικό»

Σε ότι αφορά τις σχέσεις με την Ουάσιγκτον, η αρθρογράφος διαπιστώνει πως «ο Ερντογάν έχει εξασφαλίσει παραχωρήσεις στο πιο ευαίσθητο θέμα του, τους Κούρδους. Στην Άγκυρα το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK) και οι συριακές Μονάδες Άμυνας του Λαού (YPG) αναγνωρίζονται ως τρομοκράτες. Πρέπει να πούμε ότι οι Κούρδοι μαχητές της ανεξαρτησίας είναι ένας ιδιόμορφος λαός: όσες φορές η Ουάσιγκτον τους χρησιμοποίησε για τους δικούς της σκοπούς στη Μέση Ανατολή, τόσες φορές τους εγκατέλειψε, αλλά κάθε φορά οι Κούρδοι πιστεύουν σταθερά ξανά στην Αμερική και πεθαίνουν για τις αυταπάτες τους. Τον Οκτώβριο του 2019, ο Τραμπ ανακοίνωσε τον τερματισμό της υποστήριξης προς τους Κούρδους στη Συρία, αν και οι ΗΠΑ διατήρησαν τελικά την υποστήριξή τους».

Τώρα, «σύμφωνα με δημοσιεύματα των μέσων ενημέρωσης, στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης για την ένταξη στο ΝΑΤΟ από τη Φινλανδία και τη Σουηδία, οι οποίες έχουν υποδεχθεί ενεργά τους Κούρδους ως πολιτικούς πρόσφυγες και έχουν υιοθετήσει ακόμη και κυρώσεις για την προμήθεια όπλων στην Τουρκία, ο Ερντογάν έχει υποβάλει ένα μανιφέστο δέκα όρων στους μελλοντικούς συμμάχους. Το έγγραφο δίνει οδηγίες για το πώς οι υποψήφιοι του ΝΑΤΟ πρέπει πλέον να αντιμετωπίσουν τους Κούρδους: να εκδώσουν τους “τρομοκράτες”, να διακόψουν τις επαφές και να σταματήσουν να υποστηρίζουν “οποιαδήποτε ενέργεια κατά της ασφάλειας της Τουρκίας”. Αξίζει να τονιστεί ότι η ένταξη των Σκανδιναβών στο ΝΑΤΟ είναι μια κίνηση όχι τόσο της δικής τους βούλησης όσο της Ουάσινγκτον».

Η Ουάσινγκτον υποδαυλίζει την αντιπαλότητα μεταξύ Άγκυρας και Αθήνας – Θα απαιτήσει από την Ελλάδα τη συμμετοχή της Τουρκίας στη σύμπραξη για την ενέργεια και την ασφάλεια στην Ανατολική Μεσόγειο

Σε ότι αφορά τον ελληνοτουρικό ανταγωνισμό, η κα. Κρασενίννικοβα επισημαίνει πως οι ΗΠΑ είναι επίσης ο κύριος ρυθμιστής στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου «η Τουρκία βρίσκεται ιστορικά σε ανταγωνισμό με την Ελλάδα, η οποία παραδοσιακά υποστηρίζεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ουάσινγκτον υποδαυλίζει την αντιπαλότητα μεταξύ Άγκυρας και Αθήνας, χρησιμοποιώντας την Ελλάδα πιο ενεργά σε περιόδους προβλημάτων με την Τουρκία και αναγκάζοντας τους αρχαίους αντιπάλους να συνεργαστούν όταν το απαιτούν τα παγκόσμια συμφέροντα των ΗΠΑ».

Σε αυτή την περίπτωση «φαίνεται ότι η Ουάσινγκτον θα απαιτήσει από την Ελλάδα να μετακινηθεί και να δώσει στους Τούρκους μια θέση στη στρατιωτική και ενεργειακή συμμαχία που οικοδομήθηκε πρόσφατα χωρίς την Άγκυρα». «Πρόκειται για τη σύμπραξη που επισημοποιήθηκε με την αμερικανική πράξη του 2019 για την ασφάλεια και την ενεργειακή σύμπραξη στην Ανατολική Μεσόγειο τον Δεκέμβριο του 2019, η οποία «έφερε τις ΗΠΑ μαζί με την Ελλάδα, το Ισραήλ και την Κύπρο για δύο σκοπούς». Πρώτον, «την ενέργεια – για την ανάπτυξη νέων πηγών φυσικού αερίου στις ακτές του Ισραήλ και της Αιγύπτου και την κατασκευή ενός αγωγού (EastMed) για την παροχή του στη νότια Ευρώπη σε αντικατάσταση του ρωσικού φυσικού αερίου». Δεύτερο, για στρατιωτικούς σκοπούς, δηλαδή, «για την ενίσχυση της αμερικανικής θέσης στην Ανατολική Μεσόγειο με βάση μια περιφερειακή συμμαχία και νέες προμήθειες όπλων». Το παραπάνω κείμενο «προσδιορίζει τη Ρωσία ως απειλή στην περιοχή σε 25 περιπτώσεις. Ο αγωγός φυσικού αερίου, πολύ ακριβός και τεχνικά πολύπλοκος, αποσύρθηκε από την ατζέντα, αλλά τώρα που η Ευρώπη έχει δεσμευτεί να απαλλαγεί από το ρωσικό φυσικό αέριο, η παράδοση θα γίνεται κυρίως με μεταφορές υγροποιημένου φυσικού αερίου».

Το Στέιτ Ντιπάρτμεντι ζητάει άρση των κυρώσεων για τα F35 στην Άγκυρα, προσφέροντας αεροπορική υπεροπλία στο Αιγαίο

«Ένα άλλο αίτημα του Ερντογάν προς την Ουάσιγκτον», σύμφωνα με όσα αναφέρει η κα. Κρασενίννικοβα «είναι η άρση των κυρώσεων για τα συστήματα S-400 και η προμήθεια μαχητικών αεροσκαφών F-16 από τη Lockheed Martin. Τον περασμένο Οκτώβριο, η Τουρκία ζήτησε από τον Λευκό Οίκο την αγορά 40 μαχητικών αεροσκαφών F-16 και σχεδόν 80 κιτ αναβάθμισης για τα υπάρχοντα αλλά ξεπερασμένα μοντέλα – μια αγορά έξι δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η συμφωνία πρέπει να εγκριθεί από το Κογκρέσο των ΗΠΑ, το οποίο επέβαλε τις κυρώσεις. Δεν υπήρχαν νέα για μήνες, αλλά στις 17 Μαρτίου το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έστειλε επιστολή στο Κογκρέσο με την οποία επιχειρηματολογούσε υπέρ της Άγκυρας, επειδή οι στρατιωτικοί δεσμοί της Τουρκίας με την Ουκρανία αποτελούν “σημαντικό αποτρεπτικό παράγοντα για την κακόβουλη επιρροή στην περιοχή” και θα εξυπηρετούσαν “τη μακροπρόθεσμη ενότητα του ΝΑΤΟ”. Στον κατάλογο των αγορών της Τουρκίας στην αμερικανική αγορά περιλαμβάνονται επίσης περισσότερα από 100 μαχητικά αεροσκάφη F-35 της ίδιας εταιρείας Lockheed Martin. Αυτός ο γιγαντιαίος εναέριος στόλος είναι απαραίτητος για να προλάβει και να ξεπεράσει την Ελλάδα, η οποία εκμεταλλεύτηκε τις κυρώσεις στις αγορές όπλων της Τουρκίας και αγόρασε με επιτυχία μαχητικά Rafale από τη Γαλλία, αν και ήδη περιμένει τα F-35 από τις ΗΠΑ και σήμερα κυριαρχεί στον αέρα».

Ακόμα προσθέτει πως «σαν να μην ήταν αρκετά ενεργές οι διμερείς σχέσεις, η Ουάσιγκτον και η Άγκυρα δημιούργησαν στις 4 Απριλίου έναν κοινό “Στρατηγικό Μηχανισμό”. Μια σύντομη ανακοίνωση για το νέο σχήμα απαριθμεί θέματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος: οικονομική και στρατιωτική συνεργασία, καταπολέμηση της τρομοκρατίας και προώθηση κοινών περιφερειακών και παγκόσμιων συμφερόντων. Και σε μια ξεχωριστή φράση, οι δύο χώρες “επανέλαβαν την κοινή τους δέσμευση για την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας”. Από την πλευρά της Ουάσινγκτον, υπεύθυνη για τον “Στρατηγικό Μηχανισμό” είναι η Βικτόρια Νούλαντ, επιμελήτρια της ριζοσπαστικοποίησης της Ουκρανίας, η οποία είναι επίσης πρώην πρέσβειρα των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ. Η πρώτη συνάντηση του νέου μηχανισμού, με επικεφαλής την υπουργό Μπλίνκεν, πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου στην Ουάσιγκτον στις 16-19 Μαΐου».

Σχέσεις Τουρκίας και Ευρώπης – «Παραλίγο να φτάσουμε σε άμεση σύγκρουση μεταξύ των μελών του ΝΑΤΟ»

Σχετικά με την πρόοδο των σχέσεων της Τουρκίας με την Ευρώπη, η συντάκτρια επισημαίνει πως «οι τριβές της με την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι συνεχείς. Ολόκληρη η ήπειρος -και ιδιαίτερα η Γερμανία- εκβιάζεται επιτυχώς με την απειλή των προσφύγων από τη Συρία και τη Μέση Ανατολή. Μόλις οι Βρυξέλλες ή το Βερολίνο γίνουν αδιάλλακτοι σε ένα ζήτημα, ο Ερντογάν ανοίγει τα σύνορα και απελευθερώνει έναν αριθμό προσφύγων. Κάθε χρόνο η ΕΕ προσπαθεί να εξαγοράσει την Άγκυρα για να κρατήσει τους πρόσφυγες στο τουρκικό έδαφος και αυτό κοστίζει στις Βρυξέλλες αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ».

Υπενθυμίζει ότι «η Τουρκία δεν έγινε μέλος της ΕΕ, καθώς «η Άγκυρα υπέβαλε αίτηση για πλήρη ένταξη το μακρινό 1987. Οι Βρυξέλλες άφησαν την Άγκυρα να περιμένει για δεκαετίες, προτού ο Ερντογάν κάνει στροφή και ακολουθήσει τον αυτοκρατορικό του δρόμο. Ο Ερντογάν δεν φαίνεται να δίνει σημασία στα θαλάσσια σύνορα των Ευρωπαίων γειτόνων Ελλάδας και Κύπρου και το 2019 ξεκίνησε γεωτρήσεις για φυσικό αέριο στην αποκλειστική οικονομική ζώνη της Κύπρου. Η Ελλάδα παραδοσιακά υπερασπίζεται από τη Γαλλία, καθώς και από την Ιταλία και την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε αυτή την τεταμένη ατμόσφαιρα, παραλίγο να φτάσουμε σε άμεση σύγκρουση μεταξύ των μελών του ΝΑΤΟ». Μάλιστα, θυμίζει ακόμα «τα εύγλωττα λόγια του προέδρου Μακρόν τον Ιούνιο του 2020 για τον “εγκεφαλικό θάνατο” του ΝΑΤΟ», που σύμφωνα με την ίδια αναφέρονταν «στον συντονισμό εντός της συμμαχίας κατά την περίοδο του στρατιωτικού επεισοδίου με την Τουρκία, όταν τρία πολεμικά της πλοία στόχευσαν μια γαλλική φρεγάτα που αποφάσισε να ελέγξει ένα τουρκικό πλοίο στα ανοικτά των ακτών της Λιβύης για λαθρεμπόριο όπλων».

Αναγνώριση Κοσόβου από την Άγκυρα και εξομάλυνση σχέσεων με Σαουδική Αραβία και Ισραήλ

Σε ό,τι αφορά τη στάση της Τουρκίας στα υπόλοιπα μέτωπα, η κα. Κρασενίννικοβα θυμίζει πως «τον Μάρτιο, ο πρόεδρος Ερντογάν υποστήριξε την ένταξη του Κοσσυφοπεδίου στο ΝΑΤΟ. Πρέπει να ειπωθεί ότι τα Βαλκάνια έχουν ήδη γίνει αυλή της Τουρκίας», καθώς «οι εκατοντάδες Τούρκοι ιμάμηδες  που κηρύττουν στο μουσουλμανικό Κόσοβο και την Αλβανία και ενεργές παραδόσεις όπλων έχουν καταστήσει τον Ερντογάν “πατερούλη” αυτών των χωρών». Την ίδια περίοδο, «ο Ερντογάν αποκατέστησε τις σχέσεις με το Ισραήλ», καθώς «δέχθηκε τον Ισραηλινό πρόεδρο Γιτζάκ Χέρτσογκ για πρώτη φορά από το 2007 και χαρακτήρισε την επίσκεψη “ιστορική”». «Η εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ θα διευκόλυνε τις αποφάσεις του αμερικανικού Κογκρέσου, όπου το ισραηλινό λόμπι έχει ισχυρή επιρροή, και θα παρείχε ένα πλαίσιο για να συνάψει η Τουρκία στρατιωτικές και ενεργειακές συνεργασίες στην Ανατολική Μεσόγειο» επισημαίνει, αναφέροντας πως «κατά τη διάρκεια της συνάντησης, τα μέρη συζήτησαν επίσης τις ισραηλινές εξαγωγές φυσικού αερίου προς την Ευρώπη μέσω της Τουρκίας».

Ακόμα, «στα τέλη Απριλίου, ο Ερντογάν συμφώνησε επίσης με έναν άλλο δύσκολο γείτονα, τη Σαουδική Αραβία, και συγκεκριμένα τον πρίγκιπα διάδοχο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν. Οι αντίπαλοι για την ηγεσία στην περιοχή αγκαλιάστηκαν και εγκαινίασαν μια νέα εποχή στις σχέσεις. Εν τω μεταξύ, παρεμπιπτόντως, το αεροδρόμιο της Καμπούλ, διοικείται από τον τουρκικό στρατό μετά την αποτυχημένη αποχώρηση των ΗΠΑ. Και την τελευταία δεκαετία, ο πρόεδρος Ερντογάν έχει θέσει ως τιμητικό στόχο την ενίσχυση του δικού του εθνικού στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος, ώστε να είναι λιγότερο εξαρτημένο από τις δυτικές διαθέσεις. Τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη της Τουρκίας εμπλέκονται πλέον σε -και βοηθούν να κερδηθούν, όπως στην περίπτωση του Ναγκόρνο-Καραμπάχ- περιφερειακές συγκρούσεις».

Ο Ερντογάν επιδιώκει τις σχέσεις με τη Ρωσία και την Κίνα προς όφελός του, αλλά παραμένει μέρος του πολέμου εναντίον τους – Η σημασία της νεο-οθωμανικής πολιτικής για το ΝΑΤΟ

Ο Ερντογάν, από την άλλη πλευρά, έχει πρόβλημα με την Κίνα, καθώς «ο Τούρκος ηγέτης, ως μουσουλμάνος και Τούρκος, υπερασπίζεται εδώ και καιρό τα δικαιώματα του λαού των Ουιγούρων, ενώ το ζήτημα των Ουιγούρων είναι τόσο οξύ για την Κίνα όσο και το κουρδικό ζήτημα για την Τουρκία». Μάλιστα, «το 2019, η Άγκυρα κατηγόρησε το Πεκίνο ότι δημιουργεί στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους Ουιγούρους» και «το 1995, ο Ερντογάν, ως δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, δήλωσε πως “το Ανατολικό Τουρκεστάν είναι η πατρίδα των Τούρκων, το λίκνο της τουρκικής ιστορίας, του πολιτισμού και της κουλτούρας”». Ωστόσο, «η Τουρκία είναι έτοιμη να συνδυάσει την κινεζική πρωτοβουλία Ζώνη και Δρόμος».

Τέλος, σε σχέση με τις ρωσοτουρκικές σχέσεις, η αρθρογράφος υπενθυμίζει «ότι η Ρωσία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διάσωση του προέδρου Ερντογάν κατά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016», με τον ίδιο να αποφασίζει «προς το συμφέρον της ασφάλειας της χώρας του να αγοράσει τα συγκροτήματα S-400 και να υπομένει μια τιμωρία γι’ αυτό από τις ΗΠΑ». Ακόμα, «τον Ιανουάριο του 2020, ο Ερντογάν εγκαινίασε τον αγωγό Turkish Stream, ο οποίος φέρνει ρωσικό φυσικό αέριο στη νότια Ευρώπη», ενώ «αρνήθηκε σταθερά να επιβάλει κυρώσεις κατά της Ρωσίας και στην τρέχουσα σύγκρουση στην Ουκρανία, καταβάλλοντας προσπάθειες για διαπραγματεύσεις». «Η ανεξαρτησία του Ερντογάν σε πολλά ζητήματα αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για άλλους» διαπιστώνει, προτείνοντας πως «η Ρωσία μπορεί να επωφεληθεί από τις διαφωνίες της Τουρκίας τόσο εντός του ΝΑΤΟ όσο και προς την Ευρωπαϊκή Ένωση»

Ωστόσο, η ίδια διαπιστώνει παράλληλα, πως «όλες αυτές οι αποφάσεις είναι πρωτίστως προς το συμφέρον της Τουρκίας», καθώς «σε πολλά δύσκολα ζητήματα ο Ερντογάν έχει βρεθεί στην άλλη πλευρά του μετώπου ενάντια στη Ρωσία», αναφέροντας ενδεικτικά πως:

  • Στη Συρία, η Τουρκία έχει καταλάβει το βόρειο τμήμα της χώρας, ενώ η Ρωσία υπερασπίζεται την ακεραιότητα του κράτους στο πλευρό της συριακής κυβέρνησης.
  • Στη Λιβύη, οι Τούρκοι πληρεξούσιοι πολέμησαν στην αντίθετη πλευρά από τους πληρεξούσιους της Ρωσίας.
  • Η ενεργός υποστήριξη της Άγκυρας προς το Αζερμπαϊτζάν στη διαμάχη με την Αρμενία για την περιοχή του Ναγκόρνο-Καραμπάχ συνέβαλε στην κατεύθυνση προς τον πόλεμο και τους θανάτους τον Σεπτέμβριο του 2020.
  • Οι σχέσεις του Ερντογάν με την Ουκρανία έχουν εμβαθύνει μέχρι του σημείου της συμπαραγωγής μη επανδρωμένων αεροσκαφών Bayraktar. Πρέπει να πούμε ότι τα τουρκικά drones έχουν εμπλακεί σε κάθε στρατιωτική σύγκρουση όπου η Ρωσία βρίσκεται στην άλλη πλευρά.
  • Στο Καζακστάν και την Κεντρική Ασία ο Ερντογάν προωθεί ενεργά την τουρκική ενοποίηση, ανταγωνιζόμενος όχι μόνο τη Ρωσία αλλά και την Κίνα.
  • Στοχεύοντας στο πιο ευαίσθητο ζήτημα της Ρωσίας, την Κριμαία, ο Ερντογάν υποστηρίζει προβοκάτορες μεταξύ των Τατάρων της Κριμαίας, όπως ο Μουσταφά Ντζεμίλεφ, ηγέτης του Λαϊκού Μετζλίς των Τατάρων της Κριμαίας, μιας εξτρεμιστικής οργάνωσης που απαγορεύεται στη Ρωσία.
  • Ο Ερντογάν δεν ενδιαφέρεται για τους πρόσφυγες, αλλά 20.000 Ουκρανοί έχουν γίνει δεκτοί τους τελευταίους μήνες.

Η αρθρογράφος τονίζει πως «όσον αφορά τις οικονομικές σχέσεις, η συνεργασία της Τουρκίας με τη Ρωσία ήταν πάντα πολύ κερδοφόρα για την Άγκυρα», με τις «τουρκικές κατασκευαστικές επιχειρήσεις να έχουν διεισδύσει με επιτυχία στη ρωσική αγορά, τα αγροτικά προϊόντα γεμίζουν τα ρωσικά σούπερ μάρκετ», ενώ «ανά πάσα στιγμή, ακόμη και σε περίοδο πανδημίας, ο τουρκικός προϋπολογισμός αναπληρώνεται ετησίως από αρκετά εκατομμύρια Ρώσους τουρίστες». Επιπλέον, «η εν εξελίξει αναδιαμόρφωση του κόσμου που προκαλείται από την ειδική επιχείρηση της Ρωσίας στην Ουκρανία καθιστά την Τουρκία τον κύριο δικαιούχο στην ευρασιατική ήπειρο», καθώς «είναι πιθανό να γίνει ένας σημαντικός κόμβος για μια σειρά από υπό κυρώσεις δραστηριότητες – οικονομικές, εμπορικές και επενδυτικές».

Συγκεκριμένα, «η Τουρκία έχει δηλώσει την ετοιμότητά της να γίνει μια εναλλακτική πηγή φυσικού αερίου για την Ευρώπη – φυσικού αερίου από κοιτάσματα στη Μαύρη Θάλασσα και την Ανατολική Μεσόγειο, και να γίνει ο κύριος ενεργειακός κόμβος στην περιοχή», ενώ «οι τουρκικές αεροπορικές εταιρείες γνωρίζουν ίσως τη μεγαλύτερη άνθηση τους τελευταίους μήνες και το καλοκαίρι θα μεταφέρουν τα δύο τρίτα της συνολικής ρωσικής τουριστικής κίνησης». Ακόμα, «η αγορά ακινήτων ανθεί με την εισροή Ρώσων», καθώς «φέτος τον Απρίλιο πραγματοποιήθηκαν 1.152 συναλλαγές – διπλάσιες σε σχέση με τον Απρίλιο του περασμένου έτους» και «οι Ρώσοι δισεκατομμυριούχοι μεταφέρουν τα περιουσιακά τους στοιχεία και τα γιοτ τους στα φιλικά τουρκικά ύδατα, ενώ επενδύουν σε τουρκικά περιουσιακά στοιχεία».

Παρότι, «η απροσδόκητη οικονομική ενίσχυση είναι ό,τι πιο σημαντικό μπορεί να πάρει αυτή τη στιγμή η τουρκική οικονομία, καθώς η οικονομία είναι η κύρια αδυναμία της πολιτικής του Ερντογάν», ταυτόχρονα, «ο ίδιος αγαπά τους οικονομικούς δεσμούς του με τη Δύση και αντιμετωπίζει με μεγάλη προσοχή τα τουρκικά κεφάλαια που δραστηριοποιούνται στη Δύση». Ο πρόεδρος Ερντογάν είναι έτσι «πιο διεκδικητικός από οποιονδήποτε άλλον στον κόσμο στην εξισορρόπηση των συμφερόντων του με εκείνα των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες του συγχωρούν πολλές προσβολές και δεν φαίνεται να αντιτίθενται στις μεγάλης κλίμακας φιλοδοξίες του», με τη συντάκτρια να ανατωτιέται «μήπως τελικά οι νεο-οθωμανικές φιλοδοξίες του Ερντογάν βολεύουν τις Ηνωμένες Πολιτείες», καθώς «η αυτοκρατορική επέκταση της Τουρκίας στρέφεται κατά της Ευρώπης, την οποία η Ουάσινγκτον χαίρεται πάντα να αποδυναμώνει, κατά της Κίνας, του κύριου αντιπάλου της Αμερικής, και κατά της Ρωσίας, του κύριου στόχου τώρα».

Άλλωστε, «για το ΝΑΤΟ, ο τουρκικός στρατός είναι δεύτερος μετά τον αμερικανικό, η μόνη μεγάλη μουσουλμανική χώρα (η Αλβανία είναι δεύτερη) και το μόνο μέλος του οποίου η επικράτεια εκτείνεται ταυτόχρονα στην Ευρώπη και την Ασία» με τον ίδιο τον «πρόεδρο Ερντογάν να έχει τονίσει ακούραστα τον κρίσιμο ρόλο του στο ΝΑΤΟ», καθώς η συμμαχία έχει γίνει ένας εξαιρετικός μηχανισμός για να αποκομίζει οφέλη και πλεονεκτήματα, όπως τώρα με τη Φινλανδία και τη Σουηδία». «Όσον αφορά την Τουρκία και τη Ρωσία, είχαν 12 πολέμους στην πρόσφατη ιστορία τους, με μέσο όρο έναν ρωσοτουρκικό πόλεμο κάθε 25 χρόνια».

«Οι ΗΠΑ βολεύονται με τον Ερντογάν στις νεο-οθωμανικές και παντουρκικές φιλοδοξίες του να κυριαρχήσει στην περιοχή», συνοψίζει η κα. Κρασενίννικοβα, καθώς η Ουάσινγκτον πιστεύει πως «το αυτοκρατορικό του σχέδιο μπορεί να “περιορίσει” και να “ανατρέψει” τη Ρωσία». Οπότε, αν είναι απαραίτητο οι Ηνωμένες Πολιτείες «να έχουν έναν πληρεξούσιο στην Ευρασία, ας είναι ο Ερντογάν» και αν υπερβάλλει «τότε η αποσταθεροποίηση και το χάος είναι επίσης μια επιλογή για την ίδια την Τουρκία». Όμως «ο πρόεδρος Ερντογάν κατανοεί απόλυτα τους αμερικανικούς υπολογισμούς και χρησιμοποιεί κάθε ευκαιρία προς όφελός του για να διευρύνει τα όρια του εφικτού», καταλήγει.

Πηγη: Thepressproject

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας