Οι δύο «αδυναμίες» της εγχώριας αγοράς ηλεκτρισμού και πώς μεγεθύνουν το πρόβλημα της έκρηξης των τιμών. Πώς οι καταναλωτές σε πολλές χώρες της Ευρώπης απέφυγαν το πρώτο μεγάλο κύμα ανατιμήσεων.
Τα ελληνικά νοικοκυριά είναι ίσως τα πιο ευάλωτα στην Ευρώπη απέναντι σε τιμές ενέργειας που φτάνουν στη στρατόσφαιρα και ακυρώνουν επί της ουσίας τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης.
Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί είναι εξαιρετικά περιορισμένη η επιλογή σταθερών τιμολογίων που προστατεύουν από τη διακύμανση των τιμών και δεύτερον, γιατί δεν προβλέπεται, επί του παρόντος, τουλάχιστον, προμήθεια ηλεκτρικού ρεύματος στη χαμηλή τάση με ρυθμιζόμενες τιμές, όπως ισχύει σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες.
Όπως προκύπτει από έρευνα της Eurelectric, της Ομοσπονδίας που «στεγάζει» την ευρωπαϊκή βιομηχανία ηλεκτρικής ενέργειας, οι δυσθεώρητες χονδρεμπορικές τιμές του ρεύματος σε όλη την Ευρώπη δεν προξένησαν μεγάλο σοκ στους οικιακούς καταναλωτές των περισσότερων χωρών, είτε γιατί διαθέτουν, στη συντριπτική πλειονότητά τους, ετήσια συμβόλαια με σταθερή τιμή, είτε γιατί ισχύουν, στο πλαίσιο της αγοράς, ρυθμιζόμενες τιμές σε ετήσια συμβόλαια.
Είναι μικρό το ποσοστό των καταναλωτών χαμηλής τάσης που διαλέγουν τιμολόγια συνδεδεμένα με τη spot αγορά ηλεκτρισμού, εκτιμάται σε 10-20% της κατανάλωσης. Το τι αναμένεται, βέβαια, να γίνει από το 2022, μετά την έκρηξη των χονδρεμπορικών τιμών, ποικίλλει από χώρα σε χώρα. Στις περισσότερες, πάντως, έχουν ανακοινωθεί οι αυξήσεις για τα συμβόλαια της επόμενης χρονιάς.
Η έρευνα της Eurelectric δημοσιοποιήθηκε στην ιστοσελίδα της την προηγούμενη Παρασκευή και τα στοιχεία που περιλαμβάνει δόθηκαν από τα μέλη της στο διάστημα έως τις 10 Δεκεμβρίου. Όλες οι χώρες του δείγματος έχουν λιγότερο ή περισσότερο αναλυτική πληροφόρηση, από το ενεργειακό μείγμα και τις συνθήκες της αγοράς, ποιοι έχουν πληγεί από την αύξηση των χονδρεμπορικών τιμών, τι μέτρα έχουν ληφθεί και τι σχεδιάζεται στη συνέχεια. Η σελίδα για την Ελλάδα περιλαμβάνει μόνο μία πρόταση: «150 εκατ. ευρώ για την αντιστάθμιση της αύξησης των τιμών μέχρι τέλη του έτους». Προφανώς, μόνο αυτό το στοιχείο διατέθηκε.
Η ασφάλεια των σταθερών τιμολογίων είναι αυτονόητη πρακτική για τα νοικοκυριά σε χώρες όπως οι Αυστρία, Βέλγιο, Φινλανδία, Γερμανία, Ολλανδία, Δανία, Πολωνία, Πορτογαλία, Λετονία, Σλοβενία, Ελβετία, Σουηδία, ενώ σε Γαλλία, Ισπανία, Σλοβακία και Βουλγαρία για τους οικιακούς καταναλωτές ισχύουν ρυθμιζόμενες ταρίφες.
Αντίθετα, στα καθ’ ημάς, τα σταθερά τιμολόγια αντιπροσωπεύουν μονοψήφιο ποσοστό στο σύνολο των διαθέσιμων τιμολογίων της αγοράς. Η συντριπτική πλειονότητα των καταναλωτών επιλέγει κυμαινόμενα τιμολόγια που υπόκεινται σε Ρήτρα Αναπροσαρμογής, ανάλογα με το πώς κινούνται οι τιμές στη χονδρεμπορική αγορά. Πηγές της εγχώριας αγοράς που μίλησαν στο Euro2day.gr απέδωσαν το γεγονός αυτό είτε σε άγνοια του καταναλωτή είτε στην τάση να επιλέγει τιμολόγιο που του φαίνεται φθηνότερο. Το σταθερό έχει fix τιμή για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, από 1-2 έτη, αυτήν θα πληρώνει ο πελάτης, χωρίς να ανησυχεί για ενδεχόμενο ασανσέρ τιμών την ίδια περίοδο. Ωστόσο, όπως λένε οι ίδιες πηγές, το σταθερό τιμολόγιο εκλαμβάνεται ως ακριβό, με δεσμευτικό χρονικό ορίζοντα, και οι καταναλωτές τελικά καταφεύγουν στα κυμαινόμενα, προσβλέποντας ότι οι τιμές δεν πάνε μόνο προς τα πάνω αλλά και προς τα κάτω. Από το καλοκαίρι και μετά βέβαια, πηγαίνουν σταθερά μόνο προς τα πάνω.
Επιπλέον, λένε οι ίδιες πηγές, η ελληνική αγορά δεν είναι ακόμη ώριμη όπως οι ευρωπαϊκές. Άποψη την οποία συναρτούν κυρίως με τα εργαλεία που διαθέτει στους προμηθευτές για το hedging των ποσοτήτων που πωλούν, όπως για παράδειγμα τα PPAs και η αξιοποίηση της Προθεσμιακής Αγοράς. Η τελευταία, παρότι υφίσταται θεσμικά από το 2020, μόλις από τον Οκτώβριο άρχισε δειλά να δείχνει κάποιες συναλλαγές.
Η εκτίμηση που διατυπώνεται από την αγορά είναι ότι υπό αυτές τις συνθήκες στην αγορά ενέργειας, τα σταθερά τιμολόγια θα τείνουν προς μηδενισμό. Άλλωστε, το ρυθμιστικό πλαίσιο που ισχύει σήμερα, μέσω του Κώδικα Προμήθειας, δίνει το δικαίωμα σε έναν προμηθευτή να «σπάσει» το συμβόλαιο για σταθερό τιμολόγιο έξι μήνες μετά την ημερομηνία έναρξής του και αφού προειδοποιήσει τον πελάτη του 60 ημέρες πριν, αν θεωρήσει ότι η προσφερόμενη τιμή δεν συνάδει με το χονδρεμπορικό κόστος του.