Μια σύγκριση των συνεπειών των παραχωρήσεων κυριαρχίας προς τις ΗΠΑ σήμερα με πολλές ενέργειες που ζητούσε η Ιταλία από τον Μεταξά, την 28η Οκτωβρίου 1940.
Δεν υπάρχει πιο σίγουρος θάνατος για ένα έθνος,
πλην να παραδώσεις την πολιτική στους συμμάχους σου”,
Αλέξανδρος Κοτζιάς, Πολιορκία, 1953.
“Μια μικρή χώρα πρέπει να είναι απρόβλεπτη”,
Ανδρέας Παπανδρέου, στην πρώτη του συνέντευξη
μετά την ανάληψη της εξουσίας προς το Time, 1981.
“Όσο σκοτεινή κι αν είναι η νύχτα,
κάποτε θα ξημερώσει”, Μπέρτολτ Μπρεχτ.
Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
21 Οκτωβρίου 2021
Όλο και πιο δύσκολα μου βάζει ο Τζέφρι Πάιατ. Πώς να περιγράψω αυτά που γίνονται στη χώρα που διοικεί, χωρίς να σπείρω την πιο μαύρη απελπισία, βοηθώντας έτσι το έργο των δυνάμεων που την άρπαξαν; Πέντε φορές δοκίμασα να το γράψω αυτό το άρθρο και δεν ξέρω ακόμα ποια φόρμα να διαλέξω. Στην αρχή σκέφτηκα να κάνω τη δουλειά του ψυχρού ανατόμου. Να οδηγήσω τον αναγνώστη στο αναπόφευκτο συμπέρασμα από το δρόμο των πραγματικών στοιχείων και των λογικών συσχετισμών.
Θα με ακολουθούσε όμως; Όλοι οι Έλληνες έχουμε, αυτήν την περίοδο, σοβαρότατους λόγους να απωθούμε την πραγματικότητα της χώρας μας. Η εικονική “αντίστροφη πραγματικότητα” που εμφανίζουν οι τηλεοράσεις μας δεν στηρίζεται μόνο στα λεφτά που τους δίνουνε ή στα κέρδη, πολύ περισσότερα, της ολιγαρχίας που ωφελείται από τη σημερινή κατάσταση της Ελλάδας. Στηρίζεται επίσης και στο ότι έχουμε μεγάλη ανάγκη να κάνουμε ότι πιστεύουμε την “αντίστροφη”, “εικονική πραγματικότητα”, για να μην τρελαθούμε με μια “πραγματική πραγματικότητα” που δεν ξέρουμε τι να την κάνουμε και πώς να την αντιμετωπίσουμε. Μας σκότωσαν την ελπίδα και χωρίς ελπίδα δεν ζει κανείς εύκολα. Έχω την εντύπωση μάλιστα ότι ακόμα και οι κυβερνώντες πιστεύουν την προπαγάνδα τους.
Μέρες που ‘ναι, σκέφτηκα να επιχειρήσω μια σύγκριση της έκτασης, του βάθους και των συνεπειών των παραχωρήσεων κυριαρχίας προς τις Ηνωμένες Πολιτείες που κάνει η κυβέρνηση με την πρόσφατη συμφωνία, αλλά και με πολλές άλλες ενέργειες και πολιτικές, με αυτές που ζητούσε η Ιταλία από τον Μεταξά με το τελεσίγραφο της 28ης Οκτωβρίου 1940. Αν επιχειρούσα όμως κάτι τέτοιο, θα προσέφερα σε όσους δεν μπορούν να αντικρούσουν αλλιώτικα τα επιχειρήματά μου έναν εύκολο τρόπο να μην τα εξετάσουν καν χαρακτηρίζοντάς με ακραίο, υπερβολικό ή και παλαβό ακόμα.
Δεν ήταν το μόνο πρόβλημα που είχα για να γράψω αυτό το άρθρο. Πώς για παράδειγμα να αναφέρω και πώς να χαρακτηρίσω την καταπληκτική δήλωση Τασούλα της 26ης Αυγούστου, που περιέγραψε με μια φράση την ουσία της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας (*); Πώς μπορώ να βουτήξω εκεί που βρίσκεται χωρίς να λερωθώ και ο ίδιος; Σε ποια απελπισία ή σε ποιόν κυνισμό, σκέφτηκα, μπορεί να οδηγήσω τον αναγνώστη μου σχολιάζοντας το γεγονός ότι δεν σηκώθηκαν ακόμα και οι πέτρες από μόνες τους να τον πετροβολήσουν για όσα είπε;
Τα όσα γίνονται στην Ελλάδα τα τελευταία δέκα χρόνια, αλλά έχουν αρχίσει πολύ νωρίτερα, δεν είναι μόνο ότι καταστρέφουν συστηματικά τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό και το ελληνικό κράτος, χωρίς το οποίο δεν μπορεί να υπάρξει ο πρώτος. Καταστρέφουν και το σώμα των αξιών και κριτηρίων που χρειάζεται μια κοινωνία και ένα κράτος έστω και να παριστάνουν ότι πιστεύουν, ακόμα και αν δεν τα εφαρμόζουν, για να μπορούν στοιχειωδώς να υπάρξουν.
Είναι ψέμα και μάλιστα μεγάλο, για παράδειγμα, η άποψη που εκφράζεται εμμέσως πλην σαφώς, ότι η Ελλάδα δεν έχει τα μέσα να αμυνθεί απέναντι στην Τουρκία και χρειάζεται αμερικανική προστασία. Φυσικά και έχει τα μέσα και για αυτό είναι πολύ δύσκολο να γίνει καν ελληνο-τουρκικός πόλεμος.
Όταν όμως αφήνεις να εννοηθούν τέτοια πράγματα, στην προσπάθειά σου να δικαιολογήσεις τα αδικαιολόγητα, αποσυνθέτεις ηθικά και ψυχολογικά μια ολόκληρη κοινωνία, ένα έθνος και τις ένοπλες δυνάμεις του. Επιτίθεσαι στο ίδιο το κέντρο, στο θεμέλιο του νεώτερου ελληνικού σχεδίου (και της παγκόσμιας ακτινοβολίας του) που είναι το πνεύμα της αντίστασης, το “Όχι”. Κάνεις τον Έλληνα “μικρόψυχο σαν τις φυλές του Ινδουστάν”, όπως, λέγεται ότι ήθελε να μας κάνει ένας πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, μακράν του χειρότερου εχθρού των Ελλήνων.
Κάθε φορά που σκέφτομαι τα όσα γίνονται στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία, τόσο περισσότερο εντυπωσιάζομαι με το βάθος, με τον περίτεχνο χαρακτήρα του ελληνικού μετασχηματισμού, της καταστροφής του ελληνικού έθνους-κράτους και της ελληνικής κοινωνίας και ιδεολογίας που επιχειρείται, έως τώρα με σημαντική επιτυχία, οφείλω να παραδεχτώ.
Θα μπορούσα να γράψω και πολλά άλλα ακόμα, αλλά πολύ φλυαρήσαμε. Ας πάμε στην ουσία του πράγματος, εν σχέσει με τη συμφωνία με τις ΗΠΑ που υπέγραψε η ελληνική κυβέρνηση.
Αποσπούν από την Ελλάδα το θεμέλιο του κράτους
Η συμφωνία, που υπέγραψε ο Νίκος Δένδιας και θα εισαχθεί προς κύρωση στη Βουλή, δεν πολλαπλασιάζει απλώς τον αριθμό των αμερικανικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων στη χώρα. (**). Κάνει δύο άλλα πράγματα, ακόμα πιο θεμελιώδους σημασίας.
Πρώτον, καθιστά πρακτικά, αν όχι αδύνατη, πολύ δύσκολη την αντιστροφή των παραχωρήσεων ελληνικής εθνικής κυριαρχίας προς τις ΗΠΑ που πραγματοποιεί, λόγω της διάρκειας που προβλέπει και της ανάγκης να καταγγελθεί δύο χρόνια πριν. Είμαστε πολύ περίεργοι να δούμε αν τα κόμματα που λένε ότι αντιτίθενται σε αυτήν τη συμφωνία θα δεσμευτούν δημόσια ότι θα την καταγγείλουν σε περίπτωση που ασκήσουν κυβερνητική εξουσία.
Δεύτερο, και ακόμα σοβαρότερο, οι Αμερικανοί αποκτούν καθοριστική επιρροή στο πώς ασκείται, αν δεν αποσπούν ανεπαίσθητα από το ελληνικό κράτος το ίδιο το πιο θεμελιώδες, το πιο βασικό και πιο σημαντικό δικαίωμα οποιουδήποτε κράτους, δηλαδή το δικαίωμα να αποφασίζει το ίδιο αν, πότε και πώς θα πάει σε ένοπλη βία, σε πόλεμο.
Μια τέτοια παραχώρηση του πιο κεντρικού κυριαρχικού δικαιώματος ενός κράτους, δεν αφορά μόνο καταστάσεις πολέμου. Επηρεάζει ασφαλώς όλες τις κρατικές λειτουργίες και πολιτικές, γιατί η δύναμη που αποσπά από ένα κράτος αυτό το δικαίωμα, μετά μπορεί να το εκβιάζει κατά το δοκούν και να του ασκεί κάθε είδους πιέσεις για οποιοδήποτε θέμα.
Πώς το κάνει αυτό η συμφωνία
Αμερικανοί αξιωματικοί και στρατιωτικές δυνάμεις εγκαθίστανται στα πιο ζωτικά, “νευρικά κέντρα” της ελληνικής άμυνας. Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες θα εγκατασταθούν, εκτός των άλλων, και στο αρχηγείο του Δ’ Σώματος Στρατού στη Ξάνθη, εκεί δηλαδή από όπου θα διεξαχθούν, αν χρειασθεί, οι χερσαίες επιχειρήσεις κατά της Τουρκίας (ή και στα Βαλκάνια σε περίπτωση γενικευμένης σύρραξης στη χερσόνησο). Το ίδιο συμβαίνει και με τη Λάρισα, όπου εδρεύει το Αρχηγείο της Τακτικής Αεροπορίας, από όπου διεξάγεται ήδη ο αεροπορικός πόλεμος κατά της Τουρκίας (και από όπου θα διεξαχθεί και ο αεροπορικός πόλεμος κατά οποιουδήποτε άλλου δυνητικού αντιπάλου). Είναι ήδη εγκατεστημένοι στο Στεφανοβίκειο, δίπλα-δίπλα με τις ελληνικές αερομεταφερόμενες δυνάμεις, από όπου θα μπορούν να δρουν στη βαλκανική ενδοχώρα. Στην Κρήτη διευρύνουν την παρουσία τους και αποκτούν και δεύτερη βάση στο Καστέλι. Υπενθυμίζουμε ότι εκεί βρίσκονται και οι ελληνικοί S-300, που ελέγχουν μια πολύ μεγάλη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου.
Με δυο λόγια, κάθε Έλληνας αξιωματικός που θα διοικεί κρίσιμες μονάδες και θα διευθύνει μείζονες επιχειρήσεις σε περίπτωση μιας μελλοντικής κρίσης, που δεν μπορούμε καν να προβλέψουμε από τώρα, ούτε ποιες χώρες θα περιλάβει, ούτε υπό ποίους όρους και σε ποιες διεθνείς συνθήκες θα συμβεί, θα έχει δίπλα του έναν Αμερικανό. Εσείς τι λέτε; Θα μπορεί να λάβει αποφάσεις ανεπηρέαστος από αυτή την εξαιρετικά παράδοξη , για να μη πούμε εξωφρενική συνύπαρξη; Γνωρίζετε κανένα άλλο κράτος όπου να συμβαίνουν τέτοια πράγματα;
Στην πραγματικότητα, ήδη “οικονομική” και “ψηφιακή αποικία δεδομένων” η Ελλάδα ολοκληρώνει με αυτή τη συμφωνία τον μετασχηματισμό της και σε “στρατιωτική αποικία” των Ηνωμένων Πολιτειών και ό,τι ήθελε προκύψει.
Επαναλαμβάνουμε: Σε καμιά χώρα του ΝΑΤΟ δεν γίνονται φυσικά τέτοια πράγματα. Ούτε καν σε μας δεν έγινε τίποτα παρόμοιο στη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας (1967-74).
Αυτά μόνο αναφερόμενοι στην εμπλοκή των Αμερικανών σε όλα τα επίπεδα των ενόπλων δυνάμεων, χωρίς να αναφερθούμε καν στην γενικότερη προφανή επιρροή που έχουν οι Αμερικανοί στο ελληνικό κράτος, την ελληνική πολιτική, τα μέσα ενημέρωσης και τα Πανεπιστήμια ακόμα, και που επίσης δεν έχει κανένα προηγούμενο, δεν συνέβαινε στην καθολικότητα που τείνει σήμερα να προσλάβει ούτε επί Εμφυλίου, ούτε επί στρατιωτικής δικτατορίας.
Δεν αναφερθήκαμε επίσης στο ότι δεν είναι μόνο οι Αμερικανοί, αλλά και τρεις ακόμα εξαιρετικά επικίνδυνες και απρόβλεπτες χώρες, ιστορικά καθόλου φιλικές προς τους Έλληνες, που έχουν βάλει ή ετοιμάζονται να εμπλακούν στα “άδυτα των αδύτων” της ελληνικής άμυνας (Ισραήλ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Βρετανία). Ούτε στο γεγονός ότι τα υπολείμματα της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας, του θεμέλιου της εθνικής άμυνας, ελέγχονται τώρα από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ.
Το επαναλαμβάνουμε: Δεν είμαστε οπαδοί της σύγκρουσης με τις ΗΠΑ, αν δεν θίγονται σπουδαία ελληνικά συμφέροντα, ούτε θέλουμε να τους θυμίζουμε κάθε δεύτερη μέρα τον ολέθριο ρόλο που έπαιξαν σε όλες τις φάσεις της νεώτερης ελληνικής ιστορίας χωρίς εξαίρεση μετά το 1946. Αλλά η πολιτική που ασκούν οι Έλληνες πολιτικοί θα καταστρέψει, δεν θα βελτιώσει τις σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, υπονομεύει τα εθνικά συμφέροντα της χώρας και μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφή. Όχι μόνο δεν μας απαλλάσσει από τον τουρκικό κίνδυνο, μας εμπλέκει και σε κινδύνους συρράξεων και με άλλες χώρες και εγκυμονεί κίνδυνο μεγάλων καταστροφών.
Έχοντας παραδώσει τα πάντα στην Αμερική, τη Γερμανία και το Ισραήλ, πώς θα μπορέσουμε π.χ. να αντισταθούμε αύριο, αν μας εκβιάσουν να κάνουμε απαράδεκτες υποχωρήσεις στην Άγκυρα αν τυχόν η Τουρκία, με ή χωρίς τον Ερντογάν ξαναπροσεγγίσει τη Δύση και το Ισραήλ, όπως συνέβη στο παρελθόν; Πόσες δυνατότητες μας αφήνει μια τόσο στενή εξάρτηση να διαπραγματευθούμε αύριο το χρέος μας αν θελήσουμε;
Κάθε χώρα και κάθε καθεστώς, οπουδήποτε στον κόσμο και σε οποιαδήποτε φάση της ιστορίας της, έκανε τέτοιου είδους παραχωρήσεις προς οιανδήποτε τρίτη δύναμη γνώρισε στο τέλος ανυπολόγιστες καταστροφές.
“Λαϊκισμός” και “αρρωστημένος αντιαμερικανισμός”
Να θυμίσουμε και κάτι ακόμα σε αυτό το σημείο. Σαν πολύ μεγάλη είναι η ποσότητα του σανού που μας ταΐζουν διάφοροι αυτές τις μέρες. Η απαίτηση να φύγουν οι αμερικανικές βάσεις από την Ελλάδα δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας μύγας τσε-τσε “λαϊκισμού” ή “αρρωστημένου αντιαμερικανισμού” που τσίμπησε δήθεν τους Έλληνες στη δεκαετία του 1970 και του 1980. Ήταν πάνδημη απαίτηση του ελληνικού λαού, αριστερών, κεντρώων και δεξιών, όταν διαπίστωσαν ότι η Τουρκία κατέστρεψε τον μισό κυπριακό ελληνισμό και την ίδια ώρα οι Ηνωμένες Πολιτείες εμπόδισαν τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις να αντισταθούν και να απαντήσουν.
Το φθινόπωρο του 1974, όταν ο Καραμανλής ανακοίνωσε από το μπαλκόνι στο τεράστιο συγκεντρωμένο πλήθος στη Θεσσαλονίκη, ότι η Ελλάδα αποχωρεί από το ΝΑΤΟ, οι συγκεντρωμένοι δεν ικανοποιήθηκαν και άρχισαν να φωνάζουν “για πάντα”. Αναγκάστηκε να τους πει κι αυτός “για πάντα”, διότι αλλιώς δεν τον άφηναν να συνεχίσει την ομιλία του.
Ο ελληνικός λαός επέβαλε τότε αυτή την πολιτική στους πολιτικούς ηγέτες του και τα κόμματά του, όχι το αντίστροφο. Δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά. Και για αυτόν τον λόγο αποθέωσε επτά χρόνια αργότερα τον πολιτικό που διακήρυξε “η Ελλάδα στους Έλληνες”, που, όποια κριτική και αν του κάνει κανείς, οφείλει να του αναγνωρίσει ότι έδωσε περηφάνεια και αυτοπεποίθηση σε ένα πληγωμένο λαό, ο οποίος και του πρόσφερε του μια πολιτική υποστήριξη που ελάχιστοι είχαν στην νεώτερη ελληνική ιστορία. Ούτε καν η στρατιωτική δικτατορία δεν έλεγε, όπως μας λένε τώρα, “η Ελλάδα στους Αμερικανούς”, με τον ίδιο τρόπο που προηγουμένως μας είπανε, και μας λένε ακόμα (το ένα δεν αποκλείει το άλλο) “η Ελλάδα στους Γερμανούς”.
(*) Τρίτο τη τάξει πρόσωπο στην πολιτειακή ιεραρχία του ελληνικού κράτους, ο πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων Κώστας Τασούλας στις 26 Αυγούστου, συναντώμενος με τον πρόεδρο της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της αμερικανικής Γερουσίας Ρόμπερτ Μενέντεζ, αφού συζήτησαν τα της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας, του είπε δημοσίως: “Από την Κέρκυρα μέχρι το Καστελόριζο και από την Κρήτη μέχρι την Θράκη, σας παραδίδουμε την Ελλάδα σήμερα στα χέρια σας. Και είμαστε βέβαιοι ότι είναι σε καλά χέρια”.
(**) Όπως έχουμε ήδη αναφέρει σε προηγούμενα άρθρα μας, ο αναλυτής δεν ξεκινάει από προθέσεις και λόγια, αντίθετα, το αποφασιστικό στοιχείο για να προσδιορίσει την πολιτική είναι το πού βρίσκονται τα όπλα, τι είδους όπλα είναι και ποιόν στοχεύουν. Αν έρθει κάποιος με πέντε πολυβόλα έξω από το σπίτι σας, δεν θα σας καθησυχάσει ασφαλώς αν σας εξηγήσει πόσο σας αγαπάει και σας προσφέρει και ένα πακέτο τριαντάφυλλα. Αντικειμενικά λοιπόν, εκεί που μπαίνουν, οι αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις δεν έχουν μεγάλη σχέση με σενάρια ελληνοτουρκικής σύρραξης. Σε δύο πράγματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν: σε πόλεμο κατά της Ρωσίας, στον ίδιο πόλεμο δι’ ενδιαμέσων στα Βαλκάνια και σε στρατιωτική κατοχή της Ελλάδας.
Πηγή: kosmodromio.gr