Η δημοσίευση (4/8/2020) της ενδιάμεσης έκθεσης της επιτροπής Πισσαρίδη για το σχέδιο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, αναδεικνύει, μεταξύ των άλλων, την πλήρη κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, ως βασικό αναπτυξιακό πυλώνα και ως «εργαλείο» αντιμετώπισης του φαινομένου της γήρανσης του πληθυσμού. Συγκεκριμένα, υποστηρίζεται ότι το υπάρχον αναδιανεμητικό σύστημα των καθορισμένων παροχών (της αλληλεγγύης) λειτουργεί αντιαναπτυξιακά στο σύνολο της οικονομίας κι αυτό γιατί μελλοντικά θα είναι μη βιώσιμο εξαιτίας του φαινομένου της γήρανσης του πληθυσμού (δημογραφικός κίνδυνος).
Χαρακτηριστικά στην ενδιάμεση έκθεση της επιτροπής Πισσαρίδη αναφέρεται: «Η αναμενόμενη ραγδαία δημογραφική γήρανση θα οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση του δείκτη εξάρτησης συνταξιούχων σε σχέση με τον ενεργό πληθυσμό επιβαρύνοντας δυσανάλογα τις επόμενες γενεές αλλά και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Για να αμβλυνθούν οι επιπτώσεις της δημογραφικής γήρανσης πρέπει να ενισχυθούν οι κεφαλαιοποιητικοί πυλώνες ώστε να επιμεριστεί το βάρος της χρηματοδότησης των συντάξεων και ένα μέρος της να καλυφθεί από την συσσωρευμένη αποταμίευση (…) τα οφέλη αφορούν επίσης τη μεγαλύτερη διασπορά του ρίσκου και άρα διαχρονικά μεγαλύτερη ασφάλεια για τις συντάξεις (…) δεδομένης της υφιστάμενης δομής του ασφαλιστικού συστήματος, ο βέλτιστος τρόπος συμπλήρωσης του κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα είναι ο μετασχηματισμός της επικουρικής σύνταξης (σήμερα νοητής κεφαλαιοποίησης) σε νέα επικουρική που θα λειτουργεί πλήρως κεφαλαιοποιητικά. Δεδομένης της καθυστέρησης της ανάπτυξης του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα στη χώρα, η μεταρρύθμιση της επικουρικής πρέπει να προχωρήσει τάχιστα και με ευρύ πεδίο εφαρμογής (ενδεικτικά, για όλους τους νέους εργαζόμενους και εθελοντικά για όσους παλαιότερους ασφαλισμένους το επιλέξουν).
Η εισαγωγή του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα αποτελεί πράξη διαγενεακής αλληλεγγύης και συντείνει στη διασφάλιση της βιωσιμότητας της οικονομίας στο απώτερο μέλλον».
Αξίζει να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη αναφορά της Επιτροπής Πισσαρίδη, παραγνωρίζει το Σύνταγμα, την υπάρχουσα νομοθεσία (άρθρο 20 Ν.4670/2020) και τις πρόσφατες (4/10/2019) αποφάσεις του ΣτΕ, ότι «το ασφαλιστικό σύστημα διέπεται από τις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ισότητας, της αλληλεγγύης, της αναδιανομής, της υποχρεωτικότητας, της ανταποδοτικότητας, της επάρκειας και της βιωσιμότητας του συστήματος (…) και ότι το κράτος διασφαλίζει την επάρκεια των παροχών της κύριας και της επικουρικής ασφάλισης…».
Επιπλέον, προσεγγίζει στρατηγικές επιλογές και πολιτικές αποδιάρθρωσης της κοινωνικής ασφάλισης χωρών της Λατινικής Αμερικής, με κίνδυνο περιθωριοποίησης της χώρας μας από το ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο και παραίτησης από τη διεκδίκηση της αναβάθμισης και ανάπτυξης του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους και του δημόσιου συστήματος υγείας. Παράλληλα, οι προτάσεις της Επιτροπής Πισσαρίδη για το Ασφαλιστικό χωρίς να συνοδεύονται από οικονομική, δημογραφική και αναλογιστική τεκμηρίωση, αμφισβητούν τη μακροχρόνια βιωσιμότητα (2020-2070) του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ) στην χώρα μας, η οποία εξασφαλίζεται ακόμη και με τις πιο δυσμενείς οικονομικές και δημογραφικές υποθέσεις εργασίας και έχει εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Συγκεκριμένα, στην αναλογιστική μελέτη έχει χρησιμοποιηθεί, ως οικονομική υπόθεση, μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ για την περίοδο 2020-2070 ίσος με μόλις 1% και ως δημογραφικές υποθέσεις τις δημογραφικές προβολές της Eurostat που εκπονήθηκαν τον Ιούλιο του 2019 και στις οποίες δείχνουν ότι η Ελλάδα το 2070 θα έχει πληθυσμό 8,5 εκ. άτομα και ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων (ο λόγος του πληθυσμού 65 ετών και άνω προς τον πληθυσμό 15-64 ετών) θα αυξηθεί από το 34% το 2018 στο 58% το 2070.
Έτσι, ακόμα και με αυτές τις δυσμενείς υποθέσεις εργασίας, το 2070 η συνολική συνταξιοδοτική δαπάνη στην χώρα μας θα είναι 11,9% του ΑΕΠ (12,5% του ΑΕΠ στην Ε.Ε.-27) με «επιτρεπτό» ανώτατο όριο το 16,2% του ΑΕΠ. Η συνολική κρατική χρηματοδότηση στην Ελλάδα από 9,5% του ΑΕΠ το 2018 θα μειωθεί σε 5,5% του ΑΕΠ το 2070 και το μηνιαίο συνολικό επίπεδο της κύριας και επικουρικής σύνταξης εκτιμάται σε 900 ευρώ κατά μέσο όρο σε σημερινές τιμές. Επιπλέον, σύμφωνα με την έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη, η κεφαλαιοποίηση της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης είναι επιβεβλημένη «για να αμβλυνθούν οι επιπτώσεις της δημογραφικής γήρανσης….».
Αντίθετα όμως, η δημογραφική γήρανση και ο «κίνδυνος της μακροζωίας» (longevity risk) επηρεάζει τόσο το κεφαλαιοποιητικό, όσο και το αναδιανεμητικό σύστημα. Και μάλιστα η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Εποπτεία των ασφαλιστικών ταμείων κεφαλαιοποιητικού τύπου υποχρεώνει τα συγκεκριμένα Ταμεία, να ενημερώνουν τους ασφαλισμένους για το πόσο θα πρέπει να αυξάνουν τις εισφορές τους προκειμένου να λάβουν την σύνταξη που επιθυμούν στο μέλλον, εξαιτίας του «κινδύνου της μακροζωίας» (longevity risk). Με άλλα λόγια, η μακροζωία στην κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης αντιμετωπίζεται ως κίνδυνος, με την έννοια ότι ο ασφαλισμένος δεν θα πρέπει να ζήσει περισσότερα χρόνια από αυτά που εκτιμούσε το σύστημα γιατί διαφορετικά θα μειωθεί το επίπεδο της αναμενόμενης σύνταξης του ή θα αυξηθεί το επίπεδο των καταβαλλόμενων εισφορών του.
Όμως, στην πρόταση της Επιτροπής Πισσαρίδη ο ασφαλισμένος εκτός από τον δημογραφικό κίνδυνο θα έχει να αντιμετωπίσει και τον επενδυτικό κίνδυνο, δηλαδή τον κίνδυνο των κεφαλαιαγορών που θα επενδύονται οι ασφαλιστικές εισφορές του ασφαλισμένου. Αντίθετα, στο υπάρχον αναδιανεμητικό σύστημα ο ασφαλισμένος δεν αντιμετωπίζει αντίστοιχους κινδύνους, δεδομένου ότι λειτουργεί η συλλογική αντιμετώπιση του δημογραφικού κινδύνου και η καταβολή των αναμενόμενων συνταξιοδοτικών παροχών εξαρτάται από την πορεία της ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας, της απασχόλησης, των εισοδημάτων, κ.λ.π. και όχι από την πορεία των αγορών χρήματος και κεφαλαίου.
Ακριβώς αυτό, συνέβη στην Χιλή, όταν οι εμπνευστές του σχεδίου προκειμένου να πείσουν τους ασφαλισμένους να εγκαταλείψουν το υπάρχον αναδιανεμητικό σύστημα της αλληλεγγύης και της συλλογικής αντιμετώπισης του δημογραφικού κινδύνου και να επιλέξουν το κεφαλαιοποιητικό σύστημα των ατομικών λογαριασμών, υπόσχονταν στους νέους εργαζομένους ότι θα λάβουν στο μέλλον σύνταξη με μέσο συντελεστή αναπλήρωσης 70%! Όμως, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική, αφού το 2015 ο μέσος συντελεστής αναπλήρωσης στις κεφαλαιοποιημένες συντάξεις της Χιλής είναι μόλις στο 37% και αυτό λόγω της δημογραφικής γήρανσης και των χρηματοπιστωτικών κρίσεων που συνέβησαν όλα αυτά τα χρόνια (1997, 1998, 2001, 2008).
Με άλλα λόγια, είναι προφανές ότι η πρόταση της Επιτροπής Πισσαρίδη επιδιώκει, μεταξύ των άλλων, τη μείωση της συμμετοχής και της ευθύνης του κράτους στην παροχή ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης στους σημερινούς και μελλοντικούς συνταξιούχους, μεταφέροντας τον κίνδυνο της γήρανσης του πληθυσμού στους ίδιους τους ασφαλισμένους, προτείνοντάς τους να διακινδυνεύσουν τις αποταμιεύσεις των ασφαλιστικών τους εισφορών στις κεφαλαιαγορές και χρηματαγορές προς δήθεν όφελος της ανάπτυξης της οικονομίας, προσδίδοντας λανθασμένα, μεταξύ των άλλων, στην κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης τον χαρακτηρισμό του εργαλείου επανεκκίνησης και τόνωσης της αναπτυξιακής διαδικασίας στην χώρα μας.
Ως εκ τούτου, αποδεικνύεται με τον πιο εύληπτο τρόπο ότι το ενδεχόμενο εγχείρημα της κεφαλαιοποίησης της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης όχι μόνο δεν συνιστά αναπτυξιακή πρόταση αλλά επιπλέον το κόστος μετάβασης (57 δις ευρώ) που δημιουργείται είναι ένα πραγματικό χρέος (και όχι αφανές), το οποίο θα δημιουργήσει συνθήκες δυσμενούς μεταβολής της πιστοληπτικής διαβάθμισης της ελληνικής οικονομίας, με κίνδυνο, στον βαθμό που το αφορά, να συμβάλλει στην άσκηση Μνημονιακών πολιτικών και κατά την δεκαετία 2020-2030.
*Των Σάββα Γ. Ρομπόλη, ομ. καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου
Βασίλειου Γ. Μπέτση, υποψ. διδάκτορα Παντείου Πανεπιστημίου