Ο στόχος της εξάλειψης της ακραίας φτώχειας μέχρι το 2030 απομακρύνεται όλο και περισσότερο, με την πανδημία να ωθεί εκατομμύρια επιπλέον ανθρώπους κάτω από το όριο της φτώχειας
Οι διεθνείς οργανισμοί χάνουν τη μάχη με την παγκόσμια φτώχεια, παρά τα μηνύματα μέσω των οποίων συγχαίρουν τον εαυτό τους για τις υποτιθέμενες επιτυχίες τους, σύμφωνα με τον απερχόμενο ειδικό εισηγητή του ΟΗΕ για το ζήτημα της ακραίας φτώχειας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Στην καταληκτική έκθεση της θητείας του, ο Αυστραλός ακαδημαϊκός Φίλιπ Άλστον προειδοποιεί ότι τα κράτη και οι παγκόσμιοι οργανισμοί έχουν «ξεφύγει εντελώς» από τον στόχο τους για εξάλειψη της ακραίας φτώχειας έως το 2030. Ταυτόχρονα, ακόμη περισσότεροι άνθρωποι κινδυνεύουν να βρεθούν σε συνθήκη βαθιάς φτώχειας εξαιτίας νέων σοκ, μεταξύ των οποίων ο κορονοϊός αλλά και παλιότερες προκλήσεις όπως η κλιματική κρίση.
Μιλώντας στον Guardian, ο Άλστον δήλωσε σκεπτικός σε σχέση με το ρόλο του ιδιωτικού τομέα στη μείωση της φτώχειας.
Επιρρίπτοντας τις ευθύνες στις χαμένες ευκαιρίες, τις κακές πολιτικές και την ύβρη, ο Άλστον σημείωσε: «Ακόμη και πριν τον κορονοϊό, είχαμε σπαταλήσει μια δεκαετία κατά την οποία θα έπρεπε να πολεμάμε τη φτώχεια, με την άστοχη αλαζονεία μας να ανακόπτει εκείνες ακριβώς τις μεταρρυθμίσεις που είχαμε ανάγκη για να αποφύγουμε τις χειρότερες επιπτώσεις της πανδημίας».
Πολύχρωμα πόστερ και βαρετές εκθέσεις
Εν μέσω διεθνών εκδηλώσεων που θα πραγματοποιηθούν τις επόμενες εβδομάδες για να εξετάσουν τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ (ΣΒΑ), ο Άλστον υπονοεί ότι το πλαίσιο που παρέχει ο οργανισμός για την εξάλειψη της φτώχειας, μοιάζει να προορίζεται για τη δημιουργία «πολύχρωμων πόστερ» και «βαρετών εκθέσεων».
«Αντί να προσφέρουμε ένα σχέδιο, μέσω του οποίου τα κράτη θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τα σημαντικότερα σύγχρονα προβλήματα, η ενέργεια που διοχετεύουμε στους ΣΒΑ μοιάζει να καταλήγει κυρίως στη δημιουργία πολύχρωμων πόστερ και βαρετών εκθέσεων που περιγράφουν το ποτήρι ως γεμάτο κατά ένα τέταρτο γεμάτο και όχι κατά τέσσερα πέμπτα άδειο. Ο κοροναϊός και η συνακόλουθη οικονομική κρίση θα έπρεπε να αποτελέσουν κίνητρο για την αναθεώρηση του πλαισίου για την ατζέντα του 2030».
Μια μέτρηση χωρίς περιεχόμενο
Ο Άλστον είναι ιδιαιτέρως καυστικός σχετικά με τη στήριξη σε έναν από τους κυριότερους δείκτες που χρησιμοποιούνται διεθνώς για να ορίσουν την ακραία φτώχεια. Πρόκειται για το λεγόμενο παγκόσμιο όριο της φτώχειας που έχει οριστεί από την Παγκόσμια Τράπεζα στο $1,90 ανά ημέρα. Τα άτομα που αποκομίζουν λιγότερα από αυτά τα χρήματα θεωρείται ότι ζουν σε ακραία φτώχεια.
Τονίζει ότι ένα μεγάλο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε υψηλά επίπεδα επισφάλειας που κινούνται πολύ κοντά σε αυτό το όριο, ενώ σχεδόν οι μισοί ζουν με εισόδημα κάτω των $5,50 την ημέρα – ένας αριθμός που ελάχιστα έχει μεταβληθεί εδώ και τρεις δεκαετίες.
«Το αποτέλεσμα είναι μια Πύρρειος νίκη, μια αδικαιολόγητη αίσθηση υπερβολικής ικανοποίησης και ένας επικίνδυνος εφησυχασμός. Αν χρησιμοποιούσαμε πιο ρεαλιστικές μετρήσεις, θα βλέπαμε ότι η έκταση της παγκόσμιας φτώχειας είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη, ενώ και η εξέλιξή της είναι εξαιρετικά αποθαρρυντική», σημείωσε ο Άλστον.
«Ακόμη και πριν την πανδημία, 3,4 δισεκατομμύρια άνθρωποι, σχεδόν ο μισός πλανήτης, ζούσαν με λιγότερα από $5,50 την ημέρα. Ο αριθμός ελάχιστα έχει αλλάξει από το 1990».
Επικίνδυνη η στήριξη στον ιδιωτικό τομέα
Επιπλέον, επικρίνει την εκτεταμένη επιμονή, η οποία σε μεγάλο βαθμό προκύπτει από τις πολιτικές της Παγκόσμιας Τράπεζας, για τη μείωση της φτώχειας μέσω του ιδιωτικού τομέα, αναφέροντας στον Guardian ότι ελάχιστα στοιχεία στηρίζουν την αποτελεσματικότητα ενός τέτοιου σχεδίου.
«Η βιασύνη να χρηματοδοτηθούν οι ΣΒΑ μέσω μιας όλο και μεγαλύτερης εξάρτησης από τον ιδιωτικό τομέα, είτε πρόκειται για ΣΔΙΤ είτε για φιλανθρωπίες, οδηγεί σε αδιέξοδο. Συνήθως όταν κάτι ακούγεται υπερβολικά καλό, είναι παραμύθι», δήλωσε χαρακτηριστικά. «Στην πραγματικότητα, οι πολυεθνικές εταιρείες και οι επενδυτές έχουν εγγυημένα κέρδη από τα δημόσια ταμεία, ενώ οι φτωχές κοινότητες παραμελούνται».
Δεδομένης της κατάστασης των πραγμάτων πριν την πανδημία, είναι πολύ σκεπτικός για το κατά πόσον υπάρχει ενδεχόμενο βελτίωσης.
«Ο κοροναϊός φαίνεται πως θα σπρώξει εκατομμύρια επιπλέον ανθρώπους στην ανεργία και τη φτώχεια, ενώ θα αυξήσει τον αριθμό εκείνων που βρίσκονται σε κίνδυνο οξείας πείνας κατά περισσότερα από 250 εκατομμύρια. Όμως το φρικτό ιστορικό της διεθνούς κοινότητας στις προσπάθειες καταπολέμησης της φτώχειας, της ανισότητας και της αδιαφορίας για την ανθρώπινη ζωή, είναι πολύ παλιότερο από την πανδημία».
«Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, ο ΟΗΕ, οι παγκόσμιοι ηγέτες και οι αναλυτές προωθούσαν μηνύματα μέσω των οποίων συνέχαιραν τον εαυτό τους για την επικείμενη νίκη επί της φτώχειας, όμως σχεδόν όλες αυτές οι αναφορές στηρίζονται στο παγκόσμιο όριο της φτώχειας της Παγκόσμιας Τράπεζας, το οποίο είναι εντελώς ακατάλληλο για τη μέτρηση της προόδου σε αυτά τα ζητήματα», συνεχίζει ο Άλστον.
Σκανδαλωδώς μετριοπαθείς στόχοι
Αν και η Παγκόσμια Τράπεζα ισχυρίζεται ότι ο αριθμός των ανθρώπων σε ακραία φτώχεια μειώθηκε από τα 1,9 δισ. το 1990 στα 736 εκατ. το 2015, ο Άλστον θεωρεί ότι εκτός των άλλων πρόκειται για ένα «σκανδαλωδώς μετριοπαθή στόχο», με τα στοιχεία να δείχνουν ότι τα εισοδήματα των πολιτών δεν καλύπτουν καν το κόστος της τροφής και της στέγης σε πολλές χώρες του πλανήτη.
Η μείωση της φτώχειας, οφείλεται κυρίως στην αύξηση των εισοδημάτων σε μία και μόνο χώρα, την Κίνα. Και αυτό αποκρύπτει τη φτώχεια μεταξύ των γυναικών και εκείνων που συχνά αποκλείονται από τις επίσημες έρευνες, όπως είναι οι μετανάστες εργάτες και οι πρόσφυγες.
Μιλώντας στον Guardian, ο Άλστον επέμεινε στο ζήτημα της Κίνας, εξηγώντας ότι αν και οι ηγέτες της χώρας φάνηκαν να ενδιαφέρονται ειλικρινά για τη μείωση της φτώχειας – όπως και οι ηγέτες άλλων χωρών – συχνά περιορίστηκαν στη στατιστική άσκηση της αύξησης των εισοδημάτων των πολιτών πάνω από το όριο της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Τι συμβαίνει με την Κίνα;
«Μια από τις περιπτώσεις – θαύματα που χρησιμοποιούν πάντα οι σχετικές έρευνες, είναι η Κίνα. Όμως θυμάμαι να επισκέπτομαι την Κίνα και να συναντιέμαι με άτομα σε θέσεις – κλειδιά για την εξάλειψη της ακραίας φτώχειας. Μου γινόταν ξεκάθαρο ότι το θέμα ήταν πώς θα πάρεις ένα χωριό ή μια κατάσταση και θα προσθέσεις στα εισοδήματα των ανθρώπων 3 cents τη μέρα για να τους ανεβάσεις πάνω από το όριο. Όχι πώς θα διορθώσεις τις οικτρές συνθήκες διαβίωσής τους. Ήταν ζήτημα στατιστικής».
Αναφερόμενος στη θητεία του, πρόσθεσε: «Νομίζω ένα από τα πιο λυπηρά φαινόμενα στη Δύση ήταν ότι η στήριξη στην προσπάθεια εξάλειψης της φτώχειας, σε μεγάλο βαθμό εξαφανίστηκε».
Ο Άλστον θεωρεί ότι η αιτία ήταν κυρίως τα πολιτικά συμφέροντα: «Ήταν ο Μπέρνι Σάντερς που μου είχε πει κάποια στιγμή, κοίτα πόσοι συνάδελφοι κάνουν προεκλογικές εκστρατείες σε πολύ φτωχές περιοχές. Δεν βλέπω να τους ψηφίζει κανείς. Και η μεγαλύτερη επιτυχία εκείνων που υποστηρίζουν νεοφιλελεύθερες πολιτικές είναι το ότι έχουν καταφέρει να πείσουν τον κόσμο ότι οι φτωχοί δεν πρέπει να κατηγορούν κανέναν εκτός από τον εαυτό τους».
*Πηγή: www.theguardian.com