Σημαντικό ρόλο στη νίκη του Φρανσουά Ολάντ στις τελευταίες προεδρικές εκλογές στη Γαλλία, το 2012, έπαιξε το σύνθημά του για επιβολή ενός υπερ-φόρου, όπως είχε χαρακτηριστεί τότε, ύψους 75% για όσους έχουν εισόδημα άνω του 1 εκ. ευρώ. Παρότι το μέτρο απέδωσε μερικές εκατοντάδες εκ. ευρώ στα γαλλικά δημόσια ταμεία, δύο μόλις χρόνια μετά την ψήφισή του αποσύρθηκε ως μη αποδοτικό. Παρόλα αυτά απέδωσε τα μέγιστα τόσο στην προεκλογική περίοδο, όσο και στην πρώτη μετεκλογική όταν οι Σοσιαλιστές ήθελαν να δείξουν πως τιμούν τις προεκλογικές τους υποσχέσεις και την επιλογή των ψηφοφόρων τους.
Στα χνάρια του Ολάντ κινείται κι ο νέος αμερικανός πρόεδρος που αναλαμβάνει επίσημα τα καθήκοντά του στις 20 Ιανουαρίου 2016. Στις αποσκευές του για το Λευκό Οίκο, πέραν των άλλων, φέρει πλέον και μια ανακοίνωση που φαίνεται να δικαιώνει πλήρως τις προεκλογικές του επιθέσεις στις αμερικανικές βιομηχανίες που επενδύουν και δημιουργούν θέσεις στο εξωτερικό ενώ πουλούν τα προϊόντα τους στις ΗΠΑ. Η ακύρωση εκ μέρους της δεύτερης μεγαλύτερης αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, της Φορντ, προγραμματισμένης επένδυσης ύψους 1,6 δισ. δολ. στο Μεξικό δείχνει να βάζει φρένο στη μεταφορά θέσεων εργασίας υψηλής ειδίκευσης στο εξωτερικό. Τίποτε ωστόσο δεν απέχει περισσότερο από την αλήθεια. Οι επιθέσεις του Τραμπ είναι μια φτηνή μάχη εντυπώσεων για πολλούς λόγους.
Πρώτος λόγος είναι ότι οι απειλές του για επιβολή υψηλότερων φόρων στις εισαγωγές, ακόμη και 35%, προσκρούει στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και της βορειοαμερικανικής ελεύθερης ζώνης εμπορίου NAFTA, που ιδρύθηκε πριν 22 χρόνια, κατόπιν αμερικανικής επιμονής. Κάθε προσπάθεια αναθεώρησης τους θα προκαλέσει συγκρούσεις κι επισείει νέα κόστη για τις ΗΠΑ.
Κατά δεύτερο, ο Τραμπ και με αυτή την «επιτυχία» επεκτείνει την ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία του στην παραδοσιακή εργατική τάξη που εκφράζεται μέσα από το συνδικάτο των εργατών στην αυτοκινητοβιομηχανία UAW, το οποίο αν και σταθερός χρηματοδότης των Δημοκρατικών (παρότι πολέμιος των διεθνών εμπορικών συμφωνιών) χαιρέτησε την ανακοίνωση της Φορντ.
Τρίτο και σημαντικότερο: Ο λόγος για τον οποίο η αμερικανική (κι όχι μόνο) αυτοκινητοβιομηχανία μεταφέρθηκε νότια του Ρίο Γκράντε, σε βαθμό τέτοιο ώστε το 60% των οχημάτων που κατασκευάζονται στο Μεξικό να πουλιούνται στις ΗΠΑ, σχετίζεται με το εργατικό κόστος. Με απλά λόγια, προτιμούν το Μεξικό επειδή το ωρομίσθιο είναι 10 δολ., ενώ στις ΗΠΑ (για τους συνδικαλισμένους εργάτες) είναι 29 δολ. Αργά ή γρήγορα επομένως η αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία, που με βάση τον αμερικανικό Τύπο είναι θύμα μπούλιγκ(!) από τον Τραμπ, θα θέσει τους δικούς της όρους για να συνεχίσει να επενδύει στις ΗΠΑ: μείωση των εργατικών αμοιβών, χαμηλότερη φορολογία και κατάργηση δαπανηρών ρυθμίσεων, που αφορούν την ασφάλεια, την προστασία του περιβάλλοντος, κ.α.
Η υποχώρηση της Φορντ επομένως δεν είναι νίκη του Τραμπ αλλά προπέτασμα καπνού για μια νέα επίθεση στα δικαιώματα της αμερικανικής εργατικής τάξης εκ μέρους της Φορντ και του Τραμπ.
Πηγή: ΠΡΙΝ (7/1/17)