Η επάνοδος του Βενιζέλου στην εξουσία το 1917, η εκθρόνιση του Κωνσταντίνου, οι διώξεις των στελεχών του αντιβενιζελικού χώρου, η εξορία στην Κορσική των πολιτικών που βρίσκονταν πίσω από την κίνηση και των ηγετών τους ( Δημήτριος Γούναρης, Ιωάννης Μεταξάς, Κωνσταντίνος Έσλιν, Ιωάννης Σαγιάς κ.α.) αποδυνάμωσαν τους συλλόγους των επιστράτων.
Επανεμφανίστηκαν μετά την απρόσμενη ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές που έγιναν την πρώτη μέρα του Νοέμβρη του 1920. Στις εκλογές αυτές οι αντιβενιζελικοί έβγαλαν 260 βουλευτές και οι βενιζελικοί 110. Την Τρίτη μέρα μετά τις εκλογές ο Βενιζέλος εγκατέλειψε τη χώρα.
« Ως την ημέρα αυτή οι αντιβενιζελικοί κάνανε την πάπια, γράφει ο Γιάνης Κορδάτος. Ήταν ακόμα φοβισμένοι. Όταν όμως έφυγε ο Βενιζέλος άρχισαν οι διαδηλώσεις. Κοντά ένα μήνα η Αθήνα βούιζε από τις ζητωκραυγές. Ο Ράλλης έφερε από τα γύρω χωριά όλους τους Αρβανιτάδες που με πίπιζες, νταούλια, βιολιά χαλούσαν τον κόσμο (…) Οι φυλακές άνοιξαν αλλά άδειασαν για να ξαναγεμίσουν. Η τρομοκρατία συνεχίστηκε. Είχαν υποβληθεί μηνύσεις ενάντια σε πολλούς βενιζελικούς και οι ανακριτές δεν άδειαζαν για να καλούν σε ανάκριση φταίχτες και αθώους». («Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας»,οπ.π., 547,548).
Πρωταγωνιστές των διώξεων ήταν ο στρατηγός Κωνσταντινόπουλος διοικητής του Εμπέδου Σώματος Στρατού της Αθήνας, ο διευθυντής της Αστυνομίας Γάσπαρης που έπαιζε το ρόλο του Γύπαρη στο αντιβενιζελικό καθεστώς και ο εισαγγελέας Δεσποτόπουλος.
Αφού κατέλαβαν την εξουσία με εκλογές , όπως έγινε και αργότερα με τον Χίτλερ οι μοναρχικοί οργάνωσαν παρακρατικούς μηχανισμούς που προχώρησαν σε μια λευκή τρομοκρατία κατά κύριο λόγο εναντίον των βενιζελικών αλλά και των κομμουνιστών. Στο στρατό πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξαν αξιωματικοί που είχαν διωχθεί από τους βενιζελικούς με επικεφαλής τον Μεταξά και τον Δούσμανη που συνεργάζονταν με πολιτικούς της άκρας Δεξιάς όπως ο Στράτος, ο Μερκούρης και ο Λεβίδης.
Παράλληλα συγκρότησαν ένα μαζικό κίνημα τους Πολιτικούς Συλλόγους με πυρήνα τους επίστρατους του 1916. Αυτοί πληρώνονταν από τα κρατικά ταμεία και εξοπλίστηκαν από τα όπλα που τους έδωσε ο στρατηγός Κωνσταντινόπουλος. Στις περισσότερες περιοχές οι Πολιτικοί Σύλλογοι αποτελούσαν «κράτος εν κράτει» διορίζοντας και απολύοντας κρατικούς υπαλλήλους. Δίπλα στους Πολιτικούς Συλλόγους οργανώθηκε η Βασιλική Φάλαγξ που δρούσε ως μυστική αστυνομία (Αναλυτικά στοιχεία για όσα γίνονταν εκείνες τις μέρες στο Σπύρος Μαρκέτος « πώς φίλησα το Μουσολίνι! Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού», τ. Ι, σ. 119-130,Βιβλιόραμα , Αθήνα 2006).
Το Φθινόπωρο του 1921 , κι ενώ τα πράγματα στο μέτωπο της Μικράς Ασίας πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο για τον ελληνικό στρατό οι ακραίοι της βασιλικής παράταξης ετοίμαζαν μια επανάληψη των Νοεμβριανών του 1916. όμως δεν προχώρησαν γιατί μπόρεσαν να συντονίσουν τη δράση τους , λόγω των εσωτερικών αντιθέσεων που υπήρχαν στους κόλπους τους.
Σχεδίαζαν επίσης και τη δολοφονία επιφανών παραγόντων του βενιζελκού στρατοπέδου με οργανωτές τον «μακεδονομάχο» Τσόντο Βάρδα και το στρατηγό Κωνσταντινόπουλο.
Με την επιστροφή του Γούναρη από το Λονδίνο που είχε πάει για να βρει χρήματα ώστε να συνεχίσει την εκστρατεία στη Μικρασία , η λύση της επιβολής ενός ανοιχτά φασιστικού καθεστώτος κέρδισε έδαφος. Την ίδια μέρα της επιστροφής του Γούναρη ( 21 Φεβρουαρίου 1922) δολοφονούν τον μετριοπαθή βενιζελικό δημοσιογράφο Ανδρέα Καβαφάκη, εκδότη της εφημερίδας «Ελεύθερος Τύπος» έξω από το σπίτι του στην οδό Τροίας.
Είχε προηγηθεί η δολοφονία του βενιζελικού προέδρου του Α΄ Στρατοδικείου Φατσέα, ενώ έγινε και απόπειρα δολοφονίας του ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη.
Οι θεωρητικοί του κινήματος
Όλο αυτό το ουσιαστικά φασιστικό κίνημα είχε και τους θεωρητικούς του όπως τον Άριστο Καμπάνη διευθυντή της εφημερίδας «Πρωτεύουσα» και έμπιστο του Γούναρη. Ο Καμπάνης, ο οποίος έγινε στη συνέχεια ένας από τους οργανικούς διανοούμενους του μεταξικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, ζητούσε από την Άνοιξη ακόμα του 1921 να προχωρήσουν σε «προληπτικά αντίποινα» κατά των βενιζελικών.
Ανταποκριτής της εφημερίδας στη Χαιλδεβέργη ήταν ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος . Από τις αρχές του 1922 όταν πλέον το αδιέξοδο στο μικρασιατικό μέτωπο ήταν εμφανές η εφημερίδα καλούσε τους οπαδούς της παράταξης να χρησιμοποιήσουν συστηματική βία στα πρότυπα του ιταλικού φασισμού.
Θετικά αντιμετώπιζαν τον ιταλικό φασισμό και τα άλλα έντυπα της βασιλικής παράταξης όπως η «Καθημερινή» η «Αθηναική», η «Πολιτεία» και η «Εσπερινή», του Πέτρου Γιάνναρου ενός εκ των ιδρυτών των επιστράτων το 1916.
Η «κερασέα» και η «ράβδος του Έλληνος φασίστου»
Όσο έσφιγγαν τα πράγματα και το ενδεχόμενο μιας πλήρους καταστροφής στη Μικρασία, τόσο αυξάνονταν η βία του κρατικού μηχανισμού σε συνεργασία με τους μπράβους των Πολιτικών Συλλόγων. Η εφημερίδα του Καμπάνη στις 28 του Ιούνη έγραφε πως «δια να σταματήση η αντιδραστική προπαγάνδα πρέπει να ιδρυθούν Τάγματα Ελλήνων Φασιστών».
Και στις 2 του Ιούλη 1922 απειλούσε τους αντιπάλους αντιμοναρχικούς και κομμουνιστές με την « ράβδον του Έλληνος φασίστου» και μιλούσε για «ιερούς λόχους των Ελλήνων φασιστών , οι οποίοι συνεπήχθησαν εις παν μέρος της Ελλάδος». Ο Καμπάνης, ένα κατακάθι της δημοσιογραφίας όπως τον χαρακτηρίζει ο Κορδάτος, είχε ρίξει και το σύνθημα της «κερασέας». Καλούσε δηλαδή τους Γουναρικούς μπράβους να πάρουν από μια «κερασέα» (μπαστούνι, όπως αυτά που χρησιμοποιούσαν οι μελανοχίτωνες του Μουσολίνι) και να χτυπούν κάθε πολίτη που θα τολμούσε να μιλήσει άσχημα για το βασιλιά, το Γούναρη και τους συμμάχους του.
Με όλα αυτά η μηχανή των διώξεων είχε μπει για τα καλά σε κίνηση. Στις 12 Φλεβάρη του 1922 δημοσιεύτηκε λογοκριμένο στις εφημερίδες «Ελεύθερος Τύπος» και «Πατρίδα» το Δημοκρατικό Μανιφέστο επτά αντιμοναρχικών πολιτικών με επικεφαλής τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου. Οι επτά που υπόγραψαν το μανιφέστο οδηγήθηκαν στις φυλακές καταδικασμένοι σε τρία χρόνια φυλακή «επί εξυβρίσει του βασιλέως και εσχάτη προδοσία».
Οι διώξεις κατά των κομμουνιστών
Έπρεπε όμως να βρεθούν και κάποιοι στους οποίους να φορτωθούν οι ήττες στο μέτωπο. Και αυτοί βρέθηκαν στο πρόσωπο των κομμουνιστών που με την αντιπολεμική προπαγάνδα τους ήταν , τάχα μου, η κύρια αιτία που οι φαντάροι στο μέτωπο δεν πολεμάγανε . Ο Γούναρης έδωσε διαταγή στον αρχηγό της Αστυνομίας το Γάσπαρη να αρχίσουν διώξεις. Έτσι την πρώτη μέρα του Ιούλη 1922 και μετά από σύσκεψη στην «Καθημερινή», όπου καθορίστηκαν τα ονόματα, με διαταγή του εισαγγελέα Δεσποτόπουλου πιάστηκε ο διευθυντής του «Ριζοσπάστη» Γιάννης Πετσόπουλος και τέσσερις μέρες μετά οι Γιάνης Κορδάτος, Γ.Γεωργιάδης , Γ. Παπανικολάου, Αριστοτέλης Σίδερης, Ευάγγελος Ευαγγέλου, Π. Αγγελής και Γ. Στράγκας. Αυτοί στη σύσκεψη της «Καθημερινής» χαρακτηρίστηκαν αρχηγοί του Κομμουνιστικού Κόμματος και της Εργατικής Συνομοσπονδίας.
Τους έκλεισαν στις φυλακές Συγγρού. Εκεί στις 10 του Σεπτέμβρη όταν όλα πια είχαν χαθεί στη Μικρασία, μπράβοι του Γούναρη με διαταγή του Κωνσταντινόπουλου προσπάθησαν να τους πάρουν για να εκτελέσουν στο ρέμα του Ιλισσού και να παραστήσουν μετά την εκτέλεση σαν πράξη του «εξεγερμένου λαού» που τιμώρησε τους «προδότες του Έθνους» και τους «αίτιους της καταστροφής». Τελικά η απόπειρα απαγωγής απέτυχε γιατί η φρουρά αρνήθηκε να τους παραδώσει, ενώ είχαν ξεσηκωθεί και οι ποινικοί κρατούμενοι , μανιάτες οι περισσότεροι γιατί ένας από του κρατούμενους κομμουνιστές ο Γεωργιάδης ήταν μανιάτης κι αυτός. (Γιάνη Κορδάτου «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», οπ.π. σ.578 ).
Η αποτυχία της δημιουργίας «Ιερών Λόχων» στα ιταλικά φασιστικά πρότυπα
Όσο πλησίαζε η ώρα της καταστροφής, και παρά τη βία του καθεστώτος και των παρακρατικών ομάδων, τόσο φυλλοροούσε το κίνημα των Πολιτικών Συλλόγων. Μια προσπάθεια που έγινε στις 10 του Ιούλη 1922 με συγκέντρωση στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά με σκοπό τη συγκρότηση ενός «ενιαίου συλλόγου φασιστικής δράσεως» με τη δημιουργία
«Ιερών Λόχων» στα ιταλικά φασιστικά πρότυπα απέτυχε. Ακόμη κι η «Πρωτεύουσα» του Καμπάνη δεν έγραψε λέξη γι’ αυτήν παρά το ότι τις προηγούμενες μέρες προπαγάνδιζε συνεχώς την ανάγκη συγκρότησης αποσπασμάτων « δια την περιφρούρησιν της απειλουμένης εσωτερικής τάξεως».
Η κατάρρευση στο μέτωπο και το κίνημα των Πλαστήρα-Γονατά έδωσαν, τουλάχιστον για εκείνη τη στιγμή , τη χαριστική βολή στις προσπάθειες για συγκρότηση ενός μαζικού φασιστικού κινήματος στα πρότυπα του ιταλικού φασισμού. ( Αναλυτικά για το άδοξο τέλος της κυβέρνησης Γούναρη , της «πρώτης φασιστικών αντιλήψεων» κυβέρνησης στην Ελλάδα βλέπε στο βιβλίο του Σπύρου Μαρκέτου «πώς φίλησα το Μουσολίνι- τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού», οπ.π., σ.136-143).
«Πού είναι οι επίστρατοι; Έχουν κρυφτεί Μεγαλειότατε»
Μετά από τα παραπάνω μόνο σαν επικήδειος των Πολιτικών Συλλόγων μοιάζει ο διάλογος που είχε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος με τον στρατηγό Παπούλα, λίγο πριν υποχρεωθεί να παραιτηθεί.
« -Πού είναι οι επίστρατοι; Ρώτησε τον Παπούλα, ο βασιλιάς.
-Έχουν κρυφτεί, Μεγαλειότατε.
-Πού είναι εκείνοι που μαίνονταν όταν είχα επιστρέψει από την εξορία;
-Έχουν εξαφανιστεί, Μεγαλειότατε. Όλοι σας έχουν εγκαταλείψει. Όλοι αυτοί ήταν όχλος, συρφετός συμφερντολόγων και απόλεμων. Ιδού τα αποτελέσματα».
( Αφήγηση του Παπούλα στον Γιάνη Κορδάτο στη «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας» , οπ.π., σ. 583, 584).