Στις 7 Ιουλίου να φέρουμε τα κάτω πάνω

900
7 Ιουλίου

 

Ψήφο στη Λαϊκή Ενότητα για να μείνει ζωντανή η σπίθα της ελπίδας.

Μόλις τέσσερις μέρες πριν τις βουλευτικές εκλογές, η προεκλογική περίοδος έχει χαμηλό ενδιαφέρον και ένταση. Λόγω των ευρωεκλογών και των εκλογών για την αυτοδιοίκηση, τα εκλογικά αποτελέσματα είναι σε ένα βαθμό προεξοφλημένα. Η πολιτική που ακολούθησε ο νεοφιλελεύθερα και μνημονιακά προσαρμοσμένος ΣΥΡΙΖΑ  οδήγησε στην απογοήτευση και στην απάθεια. Η Ν.Δ. παλινδρομεί μεταξύ επιθετικών και ρεβανσιστικών διακηρύξεων και της αναγκαιότητας να διατηρήσει χαμηλά τους τόνους ώστε να προσελκύσει ψηφοφόρους από άλλους χώρους. Και η αριστερά; Μοιάζει να αδυνατεί να προβάλλει μία ενωτική και πειστική πρόταση που να μπορεί να αλλάξει την ζωή των εργαζομένων και της νεολαίας άμεσα.

Όμως, παρότι η πορεία προς τις κάλπες είναι βουβή, οι εκλογές αυτές έχουν μεγάλη σημασία. Θα διαμορφώσουν την πολιτική σκηνή για τα επόμενα χρόνια και, σε συνδυασμό με την επικράτηση της Ν.Δ. στις περιφέρειες και σε πολλούς δήμους, θα ανοίξουν τον δρόμο για μία ακόμα μεγαλύτερη νεοφιλελεύθερη επίθεση, με μακροπρόθεσμο τρόπο.

Ν.Δ.: Γη και ύδωρ στο μεγάλο κεφάλαιο, λιτότητα και καταστολή

Σε αυτές τις εκλογές, θα αναστηλωθεί το βασικό κόμμα της δεξιάς, παρά τις διαχρονικές τεράστιες ευθύνες που οδήγησαν στην εκδήλωση της κρίσης, αλλά και παρά τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στην εφαρμογή των μνημονίων.

Η Ν.Δ. δεν κρύβει τις προθέσεις της. Οι «δεσμεύσεις» του προγράμματός της εξαντλούνται στη μεγάλη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων, στο «ξεμπλοκάρισμα» επενδύσεων με υπέρβαση των διατάξεων που προστατεύουν το περιβάλλον και τον δημόσιο χαρακτήρα των ελεύθερων χώρων και στη σαφή επίθεση στα ασφαλιστικά δικαιώματα. Όλα αυτά, μαζί με την ένταση της καταστολής.

Όλα τα υπόλοιπα που περιγράφονται στο πρόγραμμά της και αφορούν κάποια «αναπτυξιακή» προοπτική, είναι είτε εκθέσεις ιδεών, είτε ανεφάρμοστα. Για παράδειγμα η εκτίμηση για προσέλκυση επενδύσεων 65 δις μέσα σε μία τριετία δεν στηρίζεται πουθενά. Τα τελευταία επτά χρόνια λόγω της κρίσης και των μνημονιακών πολιτικών, η μείωση του επενδυμένου κεφαλαίου στην Ελλάδα ανέρχεται σε  95 δις ευρώ, ή σε ποσοστό 30 % και συνεχίστηκε αμείωτη το 2018, μία κατάσταση που είναι πρωτοφανής. Ακόμα και τα μέτρα για την μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων, ευθέως παραπέμπουν σε ακόμα μεγαλύτερη επιβάρυνση μισθωτών, συνταξιούχων και χαμηλού εισοδήματος ελεύθερων επαγγελματιών, όπως και σε ακόμα μεγαλύτερες περικοπές των ήδη χαμηλών δημόσιων δαπανών, ώστε να μπορέσει να εξυπηρετηθεί το δημόσιο χρέος.

Μέσα στο πλαίσιο των μνημονιακών δεσμεύσεων και υποχρεώσεων, δεν γίνεται να υπάρξει αναπτυξιακή πολιτική, παρά μόνο επιμέρους φτιασιδώματα, ή ακόμα μεγαλύτερη ανακατανομή εις βάρος των χαμηλότερων εισοδημάτων. Αναπτυξιακοί ρυθμοί της τάξης του 4% για να φτάσει ο βασικός μισθός στα 730 ευρώ, όπως ισχυρίζεται η Ν.Δ., με ταυτόχρονα πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5 % δεν είναι όνειρα θερινής νυκτός, αλλά συνειδητά ψέματα.

Αυτοί που μας έφεραν ως εδώ, ας μην μας κουνούν τώρα το δάχτυλο…

Η νέα κυβέρνηση θα επιδιώξει να κεφαλαιοποιήσει όλο το κεκτημένο των μνημονίων και της βλάβης που προκάλεσε ο ΣΥΡΙΖΑ στην αριστερά και το λαϊκό κίνημα.

Μετά από τέσσερα χρόνια άτεγκτης εφαρμογής των μνημονίων, πλήρους μεταστροφής της όποιας αριστερής φυσιογνωμίας, ο ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε τους τελευταίους μήνες πριν τις εκλογές, να προχωρήσει σε ορισμένες περιορισμένες παροχές, ως μία προσπάθεια «εξαγοράς» ορισμένων κατηγοριών ψηφοφόρων. Ταυτόχρονα, μετά την ήττα στις ευρωεκλογές και στις αυτοδιοικητικές εκλογές, για να συγκρατήσει τις δυνάμεις του, επισείει το φόβητρο της επιστροφής της δεξιάς. Όμως δεν πρέπει να πείσει κανέναν.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, που σήμερα επιχειρεί να ενοχοποιήσει όποιον κάνει αριστερή κριτική, ότι δήθεν διευκολύνει την επάνοδο της Ν.Δ., είναι ο πρώτος που ευθύνεται για αυτή την εξέλιξη.  Όταν εφαρμόζεις μνημόνια στο όνομα της αριστεράς, όχι μόνο σπέρνεις την απογοήτευση, αλλά και αποενοχοποιείς όσους πρώτοι τα ψήφισαν και τα εφάρμοσαν. Όταν διατηρείς τις μειώσεις μισθών, την ανεργία, την υποαπασχόληση, τη μετανάστευση των νέων, την αποδυνάμωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, εμπεδώνεις την αντίληψη ότι τα μνημόνια είναι μία νέα κανονικότητα, οδηγείς σταδιακά σε έναν πιο συντηρητικό πολιτικό συσχετισμό.

Ταυτόχρονα, οι κερδισμένοι από την πολιτική της «πρώτη φορά αριστερής» κυβέρνησης,  προσδοκούν ότι με την άνοδο ενός καθαρόαιμου συντηρητικού κόμματος στην κυβέρνηση, θα ευνοηθούν ακόμα περισσότερο. Αυτοί οι κερδισμένοι είναι το μεγάλο κεφάλαιο και όσες κοινωνικές κατηγορίες συνασπίζονται μαζί του. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα καθαρά κέρδη προ φόρων των εισηγμένων στο χρηματιστήριο επιχειρήσεων (αν εξαιρέσουμε την ΔΕΗ και την Forthnet) το διάστημα 2016 – 2018 αυξήθηκαν πάνω από 80% και διαμορφώθηκαν από 760 εκατομμύρια σε 1,4 δις. Σημαντική είναι και η αύξηση των κερδών των 1000 μεγαλύτερων επιχειρήσεων την τελευταία διετία.

Ο ΣΥΡΙΖΑ σε τίποτα δεν μπορεί να συμβάλλει στους αγώνες της επόμενης μέρας. Πέρα από το γεγονός ότι η αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος δεν εξαρτάται από τις επιδόσεις του δεύτερου, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει την πολιτική και την ηθική νομιμοποίηση, για να συμβάλλει στην όποια αντιπολίτευση απέναντι στην επόμενη κυβέρνηση. Αντίθετα, εκλογική στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ, στη λογική του μικρότερου κακού, θα εξοπλίσει περαιτέρω κάθε επόμενη κυβέρνηση, θα αποτελέσει δείκτη, ότι όσες «κωλοτούμπες» και να κάνει μια κυβέρνηση, όσο σκληρή πολιτική και αν εφαρμόσει, στο τέλος θα υπάρχουν πάντοτε μηχανισμοί για να εγκλωβίζει ένα τμήμα του εκλογικού σώματος.

Το θέμα είναι τώρα τι λες …

Σήμερα φαίνονται δύσκολες οι προοπτικές για μία αριστερή και προοδευτική λύση. Ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η μνημονιακή, νεοφιλελεύθερη πολιτική δεν μπορεί να οδηγήσει σε έξοδο από την κρίση. Το χρέος εξακολουθεί να αυξάνεται, η αποεπένδυση συνεχίζεται, τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι δυσβάσταχτα, οι υποχρεώσεις για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους από το 2021 και μετά θα αυξάνονται, η κατάσταση του τραπεζικού συστήματος και οι απαιτήσεις για την αποπληρωμή των ιδιωτικών χρεών, θα βάλουν ακόμα πιο βαθιά το μαχαίρι στη λαϊκή περιουσία. Η κατάσταση αυτή θα ασκεί διαρκώς πίεση, θα επαναφέρει συνεχώς τα ενδεχόμενα αναζωπύρωσης της κρίσης, ενώ η επιθετική, κατασταλτική και χωρίς παραχωρήσεις πολιτική της επόμενης κυβέρνησης θα διαμορφώσει και πάλι συνθήκες πολιτικής σύγκρουσης.

Ποιο είναι λοιπόν το πραγματικό ερώτημα των επικείμενων βουλευτικών εκλογών;  

Είναι το αν θα ενισχυθούν πολιτικές δυνάμεις που θα μπορούν να συμβάλλουν στην οργάνωση κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευσης και, παράλληλα, αν θα μπορέσει να διατηρηθεί υπαρκτή στην πολιτική σκηνή, η πρόταση μιας συνολικά διαφορετικής πολιτικής που μπορεί να εφαρμοσθεί σήμερα και όχι σε ένα απροσδιόριστο μέλλον της «λαϊκής εξουσίας».

Μέσα από αυτές τις εκλογές προσπαθούν να κλείσουν συνολικά το πολιτικό ρήγμα που άνοιξε την περίοδο από το 2010 και μετά. Ένα ρήγμα που συμπυκνώθηκε στο αίτημα για την ανατροπή της κυρίαρχης πολιτικής, την ακύρωση των μνημονίων, ακόμα και στο ενδεχόμενο της εξόδου από την Ευρωζώνη. Η κορυφαία στιγμή αυτής της σύγκρουσης, ήταν ο τρόπος με τον οποίο οι λαϊκές τάξεις αντιμετώπισαν το δημοψήφισμα του 2015, αψηφώντας πολλαπλές πιέσεις. Τέσσερα χρόνια μετά, διάφορες πολιτικές δυνάμεις, ηθελημένα ή αθέλητα, επιχειρούν να διαγράψουν όλη αυτή την διαδικασία που οδήγησε σε συγκρούσεις, αγώνες και ανατροπές.

Επιδιώκουν πρώτα απ’ όλα να ακυρώσουν την πολιτική πρόταση για μία εναλλακτική πολιτική που αποτέλεσε το πραγματικό υπόστρωμα αυτής της κοινωνικής σύγκρουσης. Η Ν.Δ. θέλει να δείξει ότι η στάση του ελληνικού λαού ήταν μία ιστορική ανορθογραφία, αποτέλεσμα παραπλάνησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ, πρωταγωνιστής της προδοτικής προσαρμογής, ότι η πολιτική πρόταση ακύρωσης των μνημονίων, ήταν προϊόν των «παιδικών ασθενειών» του.

Συντήρηση, διάσπαση, μεταμοντέρνες περσόνες και αρχηγίσκοι

Υπάρχουν όμως και δυνάμεις που αναφέρονται με διάφορους τρόπους στην αριστερά και έχουν σαν στόχο, να ακυρώσουν αυτή την πολιτική πρόταση και προοπτική.

Πρώτα απ’ όλα το ΚΚΕ. Όλη την προηγούμενη δεκαετία,  βρέθηκε σε αντιπαράθεση με τις ριζοσπαστικές διαθέσεις σε κάθε φάση ανάπτυξης αγώνων που ξεπερνούσαν τα συστημικά πλαίσια. Σε κάθε τέτοια περίπτωση έκλεινε το μάτι, χαϊδεύοντας, άλλοτε με συντηρητική άλλοτε με υπεραριστερή φρασεολογία, τις πιο συντηρητικές διαθέσεις, λαμβάνοντας τα εύσημα από τα συστημικά μέσα και κόμματα, για τη συνεπή και «υπεύθυνη» στάση του. Από την εξέγερση της νεολαίας του Δεκέμβρη του 2008, τις κινητοποιήσεις της περιόδου 2010 – 2012, την κατασυκοφάντηση του κινήματος των πλατειών περίπου ως συγχρωτιζόμενων ή και ταυτιζόμενων με την ακροδεξιά, την αποχή στο δημοψήφισμα, την προπαγάνδιση ότι η έξοδος από το ευρώ, χωρίς την «λαϊκή εξουσία» θα έχει καταστροφικές επιπτώσεις, ο κατάλογος είναι ανεξάντλητος. Σε κάθε φάση υπονόμευσε τις όποιες προσπάθειες διαμόρφωσης μίας αριστερής ριζοσπαστικής ενότητας και έτσι φέρει ανάλογα σημαντικές ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση με το ΣΥΡΙΖΑ. Η υποστήριξή του, στη λογική του «μικρότερου κακού», ιδιαίτερα από κόσμο που συμμετείχε στους αγώνες της προηγούμενης περιόδου, ή στρατεύθηκε στην υπόθεση του αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου αποτελεί αυτοακύρωση μίας ολόκληρης πολιτικής επιλογής και στάσης.

‘Οπως επίσης έχουν ευθύνη, έστω σε μικρότερο βαθμό, δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς που ακολούθησαν παραπλήσια πολιτική άρνησης του αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου. Υπονόμευσαν τις μεγάλες πολιτικές δυνατότητες που υπήρξαν, όπως τον Αύγουστο – Σεπτέμβριο του 2015, αλλά και τα σημαντικά περιθώρια της περιόδου 2016 – 2019. Ακόμα και τώρα, με ύφος και πνεύμα ιεροεξεταστών, αδυνατούν να καταλάβουν τις αρνητικές εκλογικές και πολιτικές επιπτώσεις της έλλειψης συνεργασίας.

Ακόμα περισσότερο οι εργαζόμενοι δεν έχουν τίποτα να κερδίσουν από μεταμοντέρνα, αρχηγοκεντρικά κόμματα όπως το ΜΕΡΑ25, που συγκροτούνται γύρω από μηντιακά προβεβλημένες περσόνες. Πρόσωπα που αρνούνται κάθε είδους αυτοκριτική για την καταστροφική πολιτική που ακολούθησαν την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και επιχειρούν αναπαλαιώσουν το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ πριν την άνοδο στην κυβέρνηση. Δεν έχουν επίσης να κερδίσουν από σχήματα όπως η Πλεύση Ελευθερίας, η οποία εκτός από τον απόλυτα προσωποπαγή της χαρακτήρα, διολισθαίνει σε ένα μεταμοντέρνο μόρφωμα, στο οποίο όλο και περισσότερο υποχωρούν, τα όποια στοιχεία πολιτικών προτάσεων και προγράμματος και αναδεικνύονται στοιχεία «αριστερού lifestyle».

Είμαστε εδώ, αλλάζουμε, συνεχίζουμε

Για όσες και όσους κατανοούν ότι είναι απαραίτητη η διατήρηση ενεργής στην πολιτική σκηνή, της πρότασης για μία άλλη πολιτική, μέσα από την διαγραφή του χρέους, την έξοδο από την ΟΝΕ και την αποδέσμευση από την Ε.Ε., την εθνικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων, αλλά και για την ανάπτυξη κοινωνικής αντιπολίτευσης, η στήριξη της ΛΑΕ αποτελεί αναγκαιότητα.

Η ΛΑΕ συμπυκνώνει την αριστερή τάση του ΟΧΙ του δημοψηφίσματος του 2015. Αλλά και μία βασική συνιστώσα του ευρύτερου ρεύματος κοινωνικής ανυπακοής και σύγκρουσης όλης της περιόδου μετά το 2010. Αυτό αποτυπώνεται στο πρόγραμμά της, που είναι το μόνο στην αριστερά που προβάλλει μία συγκεκριμένη και αναλυτική εναλλακτική λύση στα μνημόνια και τον νεοφιλελευθερισμό. Στην φυσιογνωμία της, με τη συμμετοχή της σε όλες τις κοινωνικές κινητοποιήσεις των τελευταίων χρόνων. Ακόμα και στα πρόσωπα που την αποτελούν, που, παρά τα όποια λάθη και παραλείψεις, ήταν πάντα στην πρώτη γραμμή των αγώνων, κινήθηκαν πάντα με ανιδιοτέλεια, εγκαταλείποντας ακόμα υπουργικές και βουλευτικές θέσεις.

Η στήριξη στην ΛΑΕ είναι χρήσιμη για να διατηρηθεί ενεργή αυτή η πολιτική προοπτική και αποτελεί μία σημαντική παρακαταθήκη για να ανασυγκροτηθεί και να υπάρξει η μαχητική αριστερά και η κοινωνική αντιπολίτευση.

Στις 7 Ιούλη αλλά και μετά, επιμένουμε να διεκδικούμε έναν άλλο δρόμο από τη σημερινή πραγματικότητα, ένα δρόμο ρήξης με τα μνημόνια και το χρέος, ρήξης με την διαρκή λιτότητα του ευρώ και της ΕΕ. Στις 7 Ιουλίου έχουμε επιλογή, για να κρατήσουμε ζωντανή τη σπίθα της αντίστασης και της ανατροπή.

 

* Η Μαριάνα Τσίχλη είναι υποψήφια με τη ΛΑΕ στον Νότιο (Β3) Τομέα Αθηνών

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας