Κατ’ αρχήν να πούμε ότι υπάρχει μια βάση στο αφήγημα του πολιτικού συστήματος, συνολικά και της κυβέρνησης, αλλά και των άλλων συστημικών κομμάτων, ότι δηλαδή υπάρχει πλέον μια «κανονικότητα» στις εξελίξεις, που τους δίνει την ευχέρεια να τσακώνονται με τον γνωστό τρόπο μεταξύ τους, για το ποιος θα καρπωθεί ένα μεγαλύτερο κομμάτι από την εκλογική «πίτα».
Αυτή η βάση όμως είναι εξαιρετικά ασταθής και εντελώς σαθρή και υπό κατάρρευση. Παρ’ όλα αυτά υπάρχει και καταγράφεται.
Οφείλεται τόσο σε κάποια πραγματικά προσωρινού χαρακτήρα οικονομικά δεδομένα, όπως εξελίσσονται, καθώς -και κυρίως- σε ψυχολογικούς λόγους.
Το «success story»
Πρέπει να επισημάνουμε, ότι ένα ελληνικό success story ήταν απολύτως αναγκαίο τόσο για το ελληνικό πολιτικό σύστημα, όσο και για τα επιτελεία των δανειστών.
Για το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι αναγκαίο για να πειστούν οι πολίτες, ή εν πάσει περιπτώσει ένα μεγάλο μέρος αυτών, ότι τα δύσκολα ξεπεράστηκαν, είμαστε σε μια εποχή επιστροφής στην κανονικότητα και άρα αφήνουμε πίσω και τις «λαϊκίστικες» υπερβολές του παρελθόντος «αντιμνημονίου», για να λειτουργήσει πλέον απρόσκοπτα ο δικομματισμός, ή -αν θέλετε- ο διπολισμός με όποια μορφή αυτός λάβει εν όψει και των επερχόμενων εκλογών. Το «success story» είναι κατά μια έννοια η σύγχρονη κολυμβήθρα του Σιλωάμ για όλους. Κατ’ αρχήν για τους «σαμαροβενιζέλους» δια χειρός Τσίπρα, αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ με τις ευλογίες των Ευρωπαίων «εταίρων».
Για τους Ευρωπαίους επίσης ήταν και είναι αναγκαίο ένα τέτοιο «ελληνικό» success story, διότι απευθυνόμενοι κι αυτοί στα δικά τους ακροατήρια πρέπει να πείσουν για τη λειτουργικότητα και την αποτελεσματικότητα των δράσεών τους. Είναι σα να λένε στον κόσμο τους «…Βλέπετε ακόμα και τους τεμπέληδες Έλληνες καταφέραμε να σώσουμε και να τους βάλουμε στον ίσιο δρόμο. Καθόλου δεν απομακρυνθήκαμε από τις αρχές της συνεργασίας, της αλληλεγγύης και της αλληλοβοήθειας. Οι σκληροί κανόνες φέρνουν αποτέλεσμα. Εάν δεν υπήρχε η Ευρωπαϊκή Ένωση και η λειτουργία των θεσμών της, η Ελλάδα θα είχε καταστραφεί. Ενώ τώρα βρίσκεται σε θέση να αποπληρώνει τις υποχρεώσεις της απέναντί μας, και οι Έλληνες να μη ζουν σε βάρος των άλλων ευρωπαϊκών λαών».
Αυτή όμως η φιλολογία περί success story και επιστροφής στην κανονικότητα έχει επιδράσεις και επιπτώσεις στην ψυχολογία και τη συμπεριφορά του κόσμου στην Ελλάδα. Είναι πραγματικά εκπληκτικό το πως το πολιτικό σύστημα καταφέρνει και «συγκαιριάζει» τις δικές του ανάγκες με αυτές του κόσμου.
Ο κόσμος έχει κάνει τις επιλογές του
Πρόκειται για έναν κόσμο χιλιοταλαιπωρημένο μετά σχεδόν δέκα χρόνια ακατάπαυστης πολιτικής λιτότητας και φτωχοποίησης. Ο κόσμος χρειάζεται μια ανάπαυλα· να πάρει μια ανάσα. Και το πολιτικό σύστημα του τη δίνει απλόχερα για να τον εκμεταλλευτεί στη συνέχεια.
Ο κόσμος αποκαμωμένος από τις αλλεπάλληλες διαψεύσεις των ίδιων του των αγώνων, είτε συμμετείχε ενεργά, είτε όχι, δεν πιστεύει μεν σε κανέναν και σε τίποτε, αλλά έχει μεγάλη ανάγκη αυτήν την ανάπαυλα.
Τα λόγια τα μεγάλα και οι αναλύσεις τις έχει μάθει απ’ έξω κι ανακατωτά κι ανεξάρτητα τι καταλαβαίνει ο καθένας από αυτά τα λόγια και πως τα ερμηνεύει, δεν τα έχει ανάγκη. Αυτό που έχει ανάγκη είναι η επιβίωσή του σε ατομικό και οικογενειακό επίπεδο.
Η επιβίωσή του σε ένα εχθρικό για τον ίδιο περιβάλλον που πείστηκε πια ότι δεν διορθώνεται. Μια πίστη που εμπεδώθηκε κυρίως μετά την πραξικοπηματική ανατροπή του δημοψηφίσματος το 2015. Και υπήρξε τότε, ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να επιτύχει το καθεστώς για τον εαυτόν του και το πολιτικό σύστημα που το υπηρετεί.
Κι έτσι όλα αυτά που του λέμε εμείς, όσο σωστά κι αν είναι, τον αφήνουν παγερά αδιάφορο. Κι έχει δίκιο.
Η προσπάθεια στην καθημερινή βιοπάλη είναι πρωτεύουσα ανάγκη και προτεραιότητα για τον καθέναν και γι’ αυτό είναι αξιοσέβαστη.
Ωστόσο ο κόσμος έτσι κλείστηκε στον εαυτόν του. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Αλλά συνάμα έχει την ανάγκη της ελπίδας. Έχει ανάγκη να πιστέψει ότι τα χειρότερα είναι πίσω. Και το success story του προσφέρει αυτήν την ελπίδα. Έτσι, μια σχετική χαλάρωση των μέτρων λιτότητας, όπως πχ η μη περικοπή των συντάξεων, ή ο κατώτερος μισθός, μαζί με μια έμμεση υπόσχεση για την μη μείωση του αφορολόγητου, του δίνει αυτήν την αναγκαία για τον ίδιο ανάπαυλα και την αμυδρή έστω ελπίδα, ότι κάτι μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο. Και να επιλέξει ποιος από τους δύο επίδοξους «μονομάχους» μπορεί να τον οδηγήσει γρηγορότερα -ακόμα και σε προσωπικό επίπεδο- στο… καλύτερο. Το εάν και τι τελικά θα επιλέξει, εάν επιλέξει, είναι άλλο ζήτημα. Aλλά η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, πρώτα και κύρια για τους εμπνευστές της πολιτικής μόδας, που ανερυθρίαστα λανσάρουν ως ξαναζεσταμένη σούπα από το παρελθόν της «διαμάχης μεταξύ φωτός και σκότους» -προόδου και συντήρησης.
Ο κόσμος λοιπόν έχει αναθαρρήσει. Έχει κάνει τις επιλογές του απολύτως ορθολογικά. Δεν ασχολείται, δεν πληρώνει τους φόρους του, και ανθίσταται στις τράπεζες, αλλά βγαίνει έξω. Τα μαγαζιά γεμάτα. Εξ άλλου πάντα υπήρχαμε ως «υπαίθριος» λαός! Και η επιβίωση πηγαίνει πρώτα απ’ όλα!
Δουλειές του ποδαριού δίνουν κάποιες μικρές ευκαιρίες για επί πλέον εισόδημα. Και τα «μαύρα» είναι πιο αποτελεσματικά όταν ομιλούμε για συνθήκες επιβίωσης. Έχουν μεγαλύτερη αξία!
Το Airbnb κάνει θραύση. Κι ο τουρισμός βοηθάει. Ας είναι καλά η «γαλάζια πατρίδα», που διεκδικεί ο Ερντογάν, κι εμείς έτοιμοι -ως πούροι διεθνιστές- να την παραχωρήσουμε.
Όλα αυτά κι η συστημική προπαγάνδα δημιουργούν μια αίσθηση κανονικότητας. Μια «κανονικότητα» που φαίνεται να την έχουν πιστέψει πρώτα οι ίδιοι που την «ευαγγελίζονται», αλλά πρώτα απ’ όλα την έχει ανάγκη η κοινωνία.
Τα γεγονότα όμως είναι πεισματάρικα….
Όμως εάν δούμε λίγο τα στοιχεία της οικονομίας, εύκολα θα διαπιστώσουμε ότι αυτή η κανονικότητα είναι επίπλαστη.
Το success story είναι το διάλειμμα πριν την τέλεια καταιγίδα που πλησιάζει. -Ακάθεκτη.
Με την «πολακιάδα» εναλλασσόμενη με τη «νοβαρτιάδα» στο απόγειό τους και τους πολιτικούς -ένθεν κακείθεν- να ερίζουν για το ποιος χρέωσε περισσότερο τη χώρα, δεν είναι αυτά που γνωρίζουμε, όπως ότι βγαίνουμε (δήθεν) από τα μνημόνια με ένα χρέος, όμως, πολύ υψηλότερο από εκείνο που μπήκαμε, τόσο σε σχέση με το ΑΕΠ, όσο και σε απόλυτα νούμερα.
Δεν είναι τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών, ή οι χαμηλοί μισθοί και η υψηλή ανεργία.
Είναι όλα αυτά μαζί και μερικά ακόμη, που λίγοι τους δίνουν τη σημασία που πρέπει.
Είναι η προϊούσα αποεπένδυση και μια σειρά άλλων δεδομένων που θα αναλύσουμε επιγραμματικά στη συνέχεια.
Εάν ο σκοπός της εσωτερικής υποτίμησης ήταν η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας και η αύξηση της παραγωγικότητας που θα συνέβαλε στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, έτσι ώστε τα ελληνικά προϊόντα να γίνουν ελκυστικά τόσο στο εσωτερικό, όσο κυρίως στο εξωτερικό και κατά συνέπεια να έχουμε πλεονασματικά ισοζύγια εξωτερικών πληρωμών και ταυτόχρονα δημοσιονομικά πλεονάσματα που θα μας επέτρεπαν, την ομαλή αποπληρωμή των τόκων, χωρίς να είμαστε αναγκασμένοι να προσφεύγουμε σε νέο δανεισμό, τότε η αποτυχία των προγραμμάτων είναι οικτρά, με μόνη την υπερφορολόγηση και τη δραματική περικοπή δαπανών, ακόμη και για τα στοιχειώδη, να λειτουργεί για την επίτευξη των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Διότι όπως διαπιστώνεται από τα στοιχεία, το μεν μοναδιαίο κόστος εργασίας ελάχιστα βελτιώθηκε σε σχέση με το 2010, ενώ η παραγωγικότητα μάλλον καταβαραθρώθηκε, με την περίφημη ανταγωνιστικότητα να παραμένει σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα από εκείνη του 2010. Παράδοξο… αντιεπιστημονικό και αντιβαίνον σε κάθε οικονομική θεωρία, κι όμως απολύτως πραγματικό! Η εσωτερική υποτίμηση να πετυχαίνει τα αντίθετα από τα προσδοκόμενα με την εφαρμογή της.
Έτσι η παρατηρούμενη αύξηση των εξαγωγών που συνοδεύτηκε με κατακρήμνιση των εισαγωγών τα πρώτα χρόνια φάνηκε εκεί γύρω στο 2015 να πετυχαίνει το στόχο του ισοσκελισμού των εξωτερικών συναλλαγών. Ο οποίος όμως ισοσκελισμός στηρίχθηκε κυρίως στις υπηρεσίες και ειδικότερα στον τουρισμό.
Παρ’ όλα αυτά και ο τομέας των εξαγώγιμων υπηρεσιών υπολείπεται κατά αρκετά δις από το 2009, ενώ η σταδιακή ανάκαμψη των εισαγωγών μετά το 2016 έφτασε το 3ο τρίμηνο του 2018 να αυξάνει με διπλάσιο ρυθμό της αύξησης των εξαγωγών. Αυξάνεται συγκεκριμένα με ρυθμό 15% έναντι 7,5% των εξαγωγών. Είναι και το «διάλειμμα» που λέγαμε που κάνει τους ανθρώπους χαλαρούς και… σπάταλους.
Από την άλλη, σύμφωνα με τα στοιχεία της Κομισιόν, το μερίδιο της Ελλάδας στο παγκόσμιο εμπόριο περιορίστηκε από το 0,32% το 2014 στο 0,28% το 2017, συνεπώς -και σε σχέση με τους ανταγωνιστές της- η χώρα δεν τα καταφέρνει, περιορίζοντας ολοένα και περισσότερο τη συμμετοχή της στον παγκόσμιο καταμερισμό. Ψιλά γράμματα…
Αυτό όμως -και παρά την παρατηρούμενη αύξηση των εξαγωγών- έχει σαν συνέπεια να ξαναγίνει το ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών ελλειμματικό. Ίσως μόνο κάτι παραπάνω από 1,5 δις το 2018, που δεν είναι μεγάλο νούμερο, αλλά είναι η τάση που προδιαγράφει τις από εδώ και πέρα αρνητικές εξελίξεις στον κρίσιμο αυτόν τομέα.
Με τη ζήτηση να βρίσκεται κυριολεκτικά στα αζήτητα και την κατανάλωση να καταγράφει ακόμη κι αυτήν την μεταμνημονιακή περίοδο κάμψη έστω κι αν αυτή αφορά σε δεκαδικά ψηφία είναι όμως αρνητική παρά την επιφαινόμενη κίνηση στην αγορά. Με τη μη καταγραφή μεγαλύτερου ποσοστού μείωσης της κατανάλωσης να οφείλεται κι αυτή στον τουρισμό.
Στον τουρισμό που θεωρείται βέβαια η βαριά βιομηχανία της ελληνικής οικονομίας, αλλά απέχει μακράν να μπορεί ο ίδιος να σηκώσει το βάρος μιας έστω και μικρής οικονομικής ανάκαμψης, πέρα από τα επιφαινόμενα, που πλασματικά καταγράφονται ως αναιμική αύξηση του ΑΕΠ..
Πέραν φυσικά του γεγονότος ότι επηρεάζεται εύκολα από εξωγενείς παράγοντες, όπως πχ από τη σταδιακή επιβράδυνση των οικονομιών των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θα επηρεάσει αναπόδραστα το τουριστικό ρεύμα από τις χώρες αυτές, οι οποίες αποτελούν τον κύριο τροφοδότη του ελληνικού τουρισμού, όπως και η περαιτέρω ανταγωνιστική ανάπτυξη της τουριστικής βιομηχανίας στην Τουρκία μέσω και της υποτίμησης της τούρκικης λίρας.
Έτσι και τα επιτευχθέντα με τόσο κόπο πρωτογενή πλεονάσματα, που τόσο πολύ διαφημίζονται από τους μαθητευόμενους μάγους των απανταχού PhD των «ΝΔ ή ΣΥΡΙΖΑ School of Economics», ότι μας έχουν εξασφαλισμένη την αποπληρωμή των τόκων, πολύ σύντομα κινδυνεύουν να αποδειχθούν κι αυτά μια φενάκη, στο μέτρο μάλιστα που τα ταμειακά ελλείμματα υποχρεώνουν σε όλο και μεγαλύτερο βραχυπρόθεσμο δανεισμό σε ρέπος, ή έντοκα γραμμάτια. Η δε πολυδιαφημιζόμενη έξοδος στις αγορές, αφ’ ενός μεν να αποτελεί όνειρο θερινής νύκτας με τα επιτυγχανόμενα επιτόκια, που θα οδηγήσουν σε οξεία επιτάχυνση της αύξησης του δημόσιου χρέους, αφού το ΑΕΠ κυμαίνεται στα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα, εάν δεν συρρικνούται κιόλας, συντηρούμενο ενδεχομένως το θετικό πρόσημό του με ελαφρά παραποίηση των στοιχείων.
Η διανοητική στέρηση
Σε αυτό το περιβάλλον οι πολιτικοί, οι «οικονομολόγοι», οι συστημικές δυνάμεις και τα μέσα επιμένουν στους αστικούς μύθους που καλλιεργούν με προεξάρχοντα εκείνο της εξωστρέφειας, βομβαρδίζοντάς μας με τον πακτωλό των ξένων επενδύσεων που περιμένουν στη γωνία για να ολοκληρώσουμε τις «μεταρρυθμίσεις» και να έλθουν.
Μάλιστα αυτές οι «μεταρρυθμίσεις» που αφορούν στη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων και φυσικά στις παντός είδους γραφειοκρατίες, αποτελούν αντικείμενο διαμάχης μεταξύ των κομμάτων για το ποιος θα τις πετύχει καλύτερα και γρηγορότερα.
Με τη βαριά φορολογία να αποτελεί για τους μεν αδήριτη ανάγκη τόσο για τα πρωτογενή πλεονάσματα, όσο και για την εικόνα μιας πλαστής αναδιανομής μέσω της φροντίδας των αναξιοπαθούντων με ψίχουλα επιδομάτων και για προεκλογικούς λόγους, ενώ η μείωσή τους για τους δε, η πανάκεια της… ανάπτυξης. Αλλά φυσικά και γι’ αυτούς μόνον για τους «επενδυτές», για τους πολίτες Nein!!
Αποδεικνύεται έτσι ότι οι άρχουσες ελίτ της χώρας και οι πολιτικοί τους εκφραστές πάσχουν από ένα είδος πολιτικού αλτσχάιμερ, που ήλθε να προστεθεί στην έτσι κι αλλιώς καταγεγραμμένη μορφωτική τους ανεπάρκεια, παρασύροντας ολόκληρη την κοινωνία σε ενός είδους διανοητικής στέρησης, με ό,τι τραγικό μπορεί να συνεπάγεται αυτή για την συνολική πορεία της χώρας.
Δεν έχουν πλέον την παραμικρή δυνατότητα να σκεφτούν και να διατυπώσουν μια ρεαλιστική πρόταση και αναμασούν όλο τα ίδια και τα ίδια με εμάς τους υπόλοιπους «ακούραστους» να τους ακούμε και να τους ανεχόμαστε.
Ας μην μιλάμε για δυνατότητα να εμπνευστούν και να εμπνεύσουν, με μόνη ικανότητα να καθυποτάσσουν την κοινωνία με τις πλάτες και την καθοδήγηση των ξένων προστατών τους, τους οποίους υπηρετούν αποκλειστικά, πιστά και με πρωτόγνωρη αφοσίωση, είτε αναφορικά με τη διάλυση της οικονομίας, είτε σε συνδυασμό με αυτήν, για την εξυπηρέτηση κάθε είδους επιβουλής σε βάρος αυτών καθ’ αυτών των λεγόμενων εθνικών μας θεμάτων από τη Μακεδονία, τη Θράκη, το Αιγαίο και την Κύπρο.
Η επενδυτική «άπνοια»
Διότι για να ξαναγυρίσουμε στο ζήτημα των επενδύσεων, αυτές ουδέποτε θα έλθουν.
Εξηγούμαι: Τις επενδύσεις τις χωρίζουμε σε αυτές που προέρχονται από το εσωτερικό της χώρας και τις ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ). Για δημόσιες επενδύσεις δεν ομιλούμε. Αυτές τελούν υπό απαγόρευση ένεκα της ανάγκης των πρωτογενών πλεονασμάτων κι όχι μόνο.
Και τα δύο είδη αυτών των επενδύσεων έχουν να αντιμετωπίσουν εν πρώτοις την ανυπαρξία εσωτερικής αγοράς για να απευθυνθούν και να εξασφαλίσουν κερδοφορία.
Με τις τράπεζες σε κατάσταση «ζόμπι» και προς νέα ανακεφαλαιοποίηση, οι εγχώριες επιχειρήσεις επίσης έχουν να αντιμετωπίσουν την έλλειψη ρευστότητας και την αδυναμία φτηνής χρηματοδότησής τους. Πράγματι, πως είναι δυνατό να μπορεί να ανταπεξέλθει στον ανταγωνισμό μια ελληνική επιχείρηση όταν τα επιτόκια δανεισμού της -όταν βρίσκει να δανειστεί- είναι ίσως και 5πλάσια των αντίστοιχων επιχειρήσεων στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες;
Ακόμη και μηδενισμός της φορολογίας να επιτευχθεί, η εν λόγω επιχείρηση θα απέχει ακόμη μακράν από το να καταστεί ανταγωνιστική και η επένδυσή της σχετικά ασφαλής και κερδοφόρα.
Έτσι οι μόνες επενδύσεις που παρατηρούνται είναι σε χαμηλό επίπεδο, που αφορά σε τουριστικά ή άλλα ακίνητα, σε καταστήματα εστίασης κτλ. Άλλες επιχειρήσεις παραγωγικού χαρακτήρα κλείνουν, ή οδεύουν σε αναζήτηση έδρας στο εξωτερικό, ή μειώνουν στο ελάχιστο το λειτουργικό τους κόστος, με άμεση επίπτωση στην παραγωγή τους. Ο παρασιτισμός για την επιβίωση σε όλο του το μεγαλείο.
Από την άλλη, οι ξένοι παραγωγικοί επενδυτές αντιμετωπίζοντας τόσο την έλλειψη εσωτερικής αγοράς, όσο και τις δυσκαμψίες τις διοίκησης δεν έχουν λόγο να επενδύσουν παραγωγικά ούτε σέντ, έστω στον τομέα των εξαγωγών προϊόντων. Διότι παρά τη βαριά εσωτερική υποτίμηση η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι ακόμη ακριβή χώρα αναφορικά με το κόστος παραγωγής. Έτσι, είναι απολύτως πιο δελεαστικές οι χώρες που συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο μέρος των παραγωγικών επενδύσεων, από την Τουρκία και τη Βουλγαρία, μέχρι την Άπω Ανατολή.
Για το λόγο αυτό οι μόνες επενδύσεις που γίνονται είναι για την εξαγορά επιχειρήσεων που ήδη λειτουργούν, με συνέπεια τον αφελληνισμό τους και την ταχεία εκροή του όποιου κεφαλαίου επενδύεται πίσω στη βάση του, είτε για την εξαγορά υποδομών πχ αεροδρόμια, λιμάνια, δίκτυα κτλ., που επίσης οδηγεί στον αφελληνισμό και τη στέρηση εργαλείων για μια παραγωγική ανάκαμψη της οικονομίας.
Για τους παραπάνω λόγους επενδυτικά η χώρα παρουσιάζει εικόνα βομβαρδισμένου τοπίου. Και αυτό δεν καθόλου είναι υπερβολή, για όσους δεν μένουν σε απλή ανάγνωση των στατιστικών στοιχείων.
Που οδηγούν όλα αυτά
Σύμφωνα με τα παραπάνω το «success story» των Ευρωπαίων δανειστών και των εγχώριων φερέφωνών τους έχει ημερομηνία λήξεως με μερικούς ενδιάμεσους σταθμούς αρχής γενομένης των ευρωεκλογών.
Μέχρι τις ευρωεκλογές τον ερχόμενο Μάιο δεν πρόκειται να «κουνηθεί φύλλο». Όπως και για λίγους μήνες εξ αιτίας του καλοκαιριού, αλλά και μέχρι να διαμορφωθούν και να γίνουν απολύτως φανερές οι νέες πολιτικές που θα εφαρμοστούν σύμφωνα με τους νέους συσχετισμούς που θα επικρατήσουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Με δεδομένο μάλιστα το «μαξιλάρι» που μας επιτρέπει να επιβιώνουμε χωρίς την άμεση ανάγκη προσφυγής στις «αγορές», η κρίσιμη στιγμή μετατοπίζεται για τις αρχές του 2020 και μετά.
Τότε αρχές του νέου χρόνου προς την άνοιξη είναι που θα διαπιστωθεί με δραματικό τρόπο ότι:
Με τη σταδιακή απορρόφηση του «μαξιλαριού» η χώρα δεν θα μπορεί να συνεχίζει με αναιμική ανάπτυξη γύρω στο 1% κι επί της ουσίας ύφεση.
Με το οποιοδήποτε «σκίρτημα» της ζήτησης να μετατρέπεται άρδην σε ανατροπή του ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών εξ αιτίας ανυπαρξίας εσωτερικής παραγωγής.
Με την επενδυτική ένδεια να συνεχίζει να μαστίζει την οικονομία.
Με τα ταμειακά ελλείμματα να μην μπορούν να κρύβονται κάτω από το χαλί και να οδηγούν σταδιακά σε σμίκρυνση αυτών καθ’ αυτών των «πρωτογενών» πλεονασμάτων, εάν όχι και στην μετατροπή τους σε ελλείμματα, έστω κρυφά, και συνεπώς στην αδυναμία εξυπηρέτησης των τόκων του δημόσιου χρέους, το οποίο θα συνεχίσει να αυξάνει με αμείωτους ρυθμούς.
Με την κοινωνία να ζητάει όλο και πιο δυναμικά -και δικαίως- να της αφαιρεθούν τα ασήκωτα βάρη που της επέβαλαν τα προηγηθέντα μνημόνια.
Τότε η τελική κρίση και η τελική λύση θα καταστεί αναπότρεπτη και η χρεοκοπία επική.
Μια τελική χρεοκοπία που θα οδηγήσει είτε σε αφύπνιση και σε επανάσταση, είτε σε επιβολή οριστικά πολύ σκληρότερων μνημονιακών μέτρων, με τους δεξιούς και αριστερούς «ψάλτες» αποφοίτους του «ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ και λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων School of economics» να ψέλνουν σε όλους τους ήχους το «Τῇ ὑπερμάχῷ στρατηγῷ Ε.Ε. τὰ νικητήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια…», αλλά η ίδια υπέρμαχος «στρατηγός» Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού θα έχει παρακρατήσει τα «φιλέτα» της χώρας για πάρτη της, να μας οδηγεί στην έξοδο από τα «σπλάχνα» της για να μη μολύνουμε και το υπόλοιπο σώμα της….
Θα μπορούσε να υπάρξει άλλη λύση και άλλη προοπτική με βάση αυτές τις επικρατούσες σήμερα συνθήκες; Βεβαίως, όσο υπάρχει καιρός και η λύση έχει περιγραφεί και αναλυθεί εκτενώς. Αρκεί να μπορούσαμε να δούμε κάτι παραπάνω από τη μύτη μας (ο πρώτος πληθυντικός χάριν ευγενείας)!
*Ο Όθωνας Κουμαρέλλας είναι αρχιτέκτονας μηχ/κος και συγγραφέας
**Πηγή: hereticalideas.gr