Οφειλόμενη απάντηση στον κ. Δ. Παπαδημητρίου

1444
αυτοκίνητα

Μια κριτική τοποθέτηση απέναντι στην πρόσφατη «Μελέτη Στρατηγικής Ανάλυσης» της ελληνικής οικονομίας του κ. Παπαδημητρίου και του «Levy Economics Institute of Bard College»

 

Και μέσα στον «καταιγισμό» των εξελίξεων των τελευταίων ημερών γύρω από το «Σκοπιανό», υπέπεσε στην αντίληψή μου μια μελέτη που εκπονήθηκε από το «Levy Economics Institute of Bard College» με τίτλο «Can Greece Grow Faster?». Είναι το γνωστό ίδρυμα στο οποίο προεδρεύει ο γνωστός καθηγητής και πρώην υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης της κυβέρνησης Τσίπρα κ. Δημήτρης Παπαδημητρίου. Στο βαθμό που μου επέτρεψαν ο κ. Πάνος Καμμένος και οι πιρουέτες του κ. Τσίπρα για να εξασφαλίσει μια ολιγόμηνη παραμονή στην «εξουσία» και να ολοκληρώσει τις εκκρεμότητες που έχει στα εθνικά θέματα υπό τας ευλογίας της κας Μέρκελ και του εξοχότατου κ. Πάιατ, διάβασα με τη δέουσα προσοχή την εν λόγω μελέτη. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι έγινα σοφότερος με τα στοιχεία που παραθέτει και από τα συμπεράσματα που καταλήγει.

Ωστόσο, η εν λόγω «μελέτη» των συνεργατών και του ιδίου του κυρίου της κυρίας Ράνιας Αντωνοπούλου, τέως κι αυτής υπουργού της ίδιας κυβέρνησης του ηθικού πλεονεκτήματος και «δικαιούχου» επιδόματος ενοικίου από την ελληνική βουλή, είναι εξαιρετικά χρήσιμη.

Είναι χρήσιμη, διότι ομολογεί την αποτυχία των μνημονιακών πολιτικών, θέλοντας μάλιστα να τις υποστηρίξει. Έστω κι εάν αυτή η ομολογία δεν ήταν ο σκοπός της εργασίας, και πιθανόν ούτε καν να γίνεται κατανοητή από τους συντάκτες της.

Τι αντιλαμβάνομαι προσωπικά διαβάζοντας προσεκτικά τα στοιχεία της ανάλυσης και ξεπερνώντας το «ιησουίτικο» ερωτηματικό του τίτλου.

Το κομμάτι της σύνθεσης δεν μας αφορά και πολύ, αφού στηρίζεται -ως συνήθως σε τέτοιου είδους προχειρολογήματα προπαγανδιστικού χαρακτήρα- σε ευθείες προβολές, «σενάρια» και υποθέσεις, που ελέγχεται αν οψέποτε ανταποκριθούν στην πραγματικότητα. Εν τούτοις μικρή αναφορά γι’ αυτά γίνεται στο τέλος αυτού του άρθρου.

Προχειρολογήματα όμως, που εξ αιτίας της ισχυρής θέσεως των συντακτών τους, και της αξιοπιστίας που απολαμβάνουν ένεκα της υποτιθέμενης επιστημονικής τους αυθεντίας, αποτελούν τη βάση του καθορισμού των πολιτικών που ρυθμίζουν επί τα χείρω τη ζωή όλων μας.

Παρουσιάζοντας κατ’ αρχήν την μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική στρατηγική 2019-2022 (Ευρωπαϊκή Επιτροπή 2018), η οποία συντάχθηκε στις 20 Ιουνίου του παρελθόντος έτους, με βάση την οποία εξήλθαμε -υποτίθεται- των μνημονίων, χωρίς να κάνει την παραμικρή παρατήρηση επ’ αυτής, θεωρώντας την προφανώς μη επιδεκτή κριτικής, προχωρά στα βασικά στοιχεία της οικονομικής εξέλιξης.

Για να είμαστε όμως δίκαιοι, η μελέτη αναγνωρίζει τους περιορισμούς από μακροοικονομική άποψη, που επιβάλλονται, καθώς απομειώνουν την ικανότητα της κυβέρνησης να τονώσει την οικονομία, ακόμη και «ενόψει των επίμονα υψηλών ποσοστών ανεργίας και του μεγάλου χάσματος της παραγωγής», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει. Προφανώς οι συντάκτες της μελέτης δεν αντελήφθησαν, ότι το δυνατό σημείο του κ. πρωθυπουργού είναι η οικονομία και βάλθηκαν να τον ενισχύσουν.

Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών

Εάν ο άμεσα οικονομικός στόχος των μνημονίων ήταν το χρέος «να γίνει διαχειρίσιμο μέσω της αύξησης των καθαρών εξαγωγών και της εξασφάλισης θετικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών», όπως οι συντάκτες της μελέτης ισχυρίζονται, τότε μάλλον πενιχρό είναι το αποτέλεσμα, πολύ περισσότερο σε σχέση με την προσπάθεια που καταβλήθηκε και τις θυσίες που υποβλήθηκε ο ελληνικός λαός.

Διότι, όπως οι ίδιοι οι μελετητές αναλύουν -κι εμμέσως πλην σαφώς ομολογείται-, η όποια αύξηση των εξαγωγών, μετά μια αρχική περίοδο καταβύθισης, δεν οφείλεται στην άνοδο της παραγωγικότητας και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Αλλά οφείλεται, μάλλον, σε συγκυριακούς λόγους βελτίωσης των οικονομικών συνθηκών στις χώρες «υποδοχής» και της αύξησης της «εισαγωγικής ικανότητας» των κύριων ξένων καταναλωτών των όποιων προς εξαγωγή προϊόντων μας, ακολουθώντας τον ρυθμό αύξησης των εξαγωγών συνολικά της ευρωζώνης. Αναφέρουν συγκεκριμένα: «…ο μέσος ρυθμός αύξησης των ελληνικών εξαγωγών σε σταθερές τιμές ήταν ίδιο με αυτό για ολόκληρη την ευρωζώνη. Αν ο στόχος της αύξησης της ανταγωνιστικότητας των τιμών ήταν να κερδίσει το εμπόριο σε σχέση με τους ανταγωνιστές, τα αποτελέσματα δεν είναι πολύ ενθαρρυντικά...».

Ενώ και ο τομέας των εξαγώγιμων υπηρεσιών και του τουρισμού υπολείπεται των επιδόσεων της προ κρίσης εποχής. «Συνολικά, οι εξαγωγές υπηρεσιών εξακολουθούν να είναι 5 δισεκατομμύρια ευρώ χαμηλότερες από το ανώτατο όριο τους το 2008», αναφέρεται χαρακτηριστικά. Τόσο καλά! Φανταστείτε η οικονομία να μην ήταν το δυνατό σημείο του κ. Τσίπρα και των «οικονομολόγων» που τον συμβουλεύουν (όπως και τον κ. Μητσοτάκη).

Συνεπώς το όποιο θετικό αποτέλεσμα επιτεύχθηκε στον τομέα του ισοζυγίου πληρωμών, έχει να κάνει με την κατακρήμνιση της εσωτερικής ζήτησης και των εισαγωγών! Προκειμένου να διατηρηθεί, προϋποθέτει συνέχιση των ίδιων πολιτικών. Πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης και συγκράτησης της εσωτερικής ζήτησης σε χαμηλά επίπεδα. Τέτοιου είδους πολιτικές, όντως αποτελούν τα δυνατά σημεία των πολιτικών ταγών μας. Όλων ανεξαιρέτως! Και των οικονομικών τους συμβούλων επίσης, όπως αίφνης του κ. Παπαδημητρίου.

Ματαιοπονία, λοιπόν, η μέχρι τώρα εσωτερική υποτίμηση και το μήνυμα είναι σαφές: «Σκάστε και συνεχίζετε να σκάβετε, διότι… στου κασίδη το κεφάλι ακόμα δεν μάθαμε να κουρεύουμε (εμείς και οι κυβερνήτες σας)Να ‘ναι μόνο καλά το… επίδομα ενοικίου της συζύγου (και άλλα παρόμοια) για να κάνουμε στο τέλος… αισιόδοξες προβλέψεις»…

Οι ξένες επενδύσεις

Επειδή όμως και οι ίδιοι κατανοούν -έστω ενστικτωδώς- ότι όλα τούτα δεν αρκούν για να γίνει το χρέος «διαχειρίσιμο», εξετάζουν το επενδυτικό κλίμα και την πορεία των επενδύσεων. Θεωρούν ότι οι ξένες επενδύσεις θα είναι αυτές που θα δώσουν ώθηση στην οικονομική ανάκαμψη και στην αύξηση του ΑΕΠ, βελτιώνοντας σταδιακά το λόγο του χρέους ως προς αυτό.

Δεν είναι καθόλου πρωτότυπη η άποψή τους. Την ακούμε από οικονομολόγους και πολιτικούς πολύ συχνά τα τελευταία χρόνια· έχοντας καταντήσει η «εξωστρέφεια» και οι ξένες επενδύσεις ο δημοφιλέστερος από τους αστικούς μύθους. Είναι ο πακτωλός των ξένων επενδύσεων που περιμένουν αγωνιωδώς στη γωνία να ολοκληρώσουμε τις «μεταρρυθμίσεις» για να φέρουν την πολυπόθητη πλην… ακριβοθώρητη ανάπτυξη!

Όμως είναι η ίδια η ανάλυσή τους που αποδεικνύει, την κατάρρευση των επενδύσεων τη μνημονιακή περίοδο, τόσο των εγχώριων, όσο και των ξένων.

Παρατηρούν -όπως όλοι μας- μια αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων από το 2015 και μετά, που έφτασαν, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζουν, τα 3,7 δις ευρώ το 2017 (…τεράστιο ομολογουμένως νούμερο! Για να ζηλεύει ο… Κιμ Γιονγκ Ουν κι εμείς να… απολαμβάνουμε που δεν γίναμε… Βόρεια Κορέα). Όμως και οι συντάκτες της μελέτης ομολογούν κομψά και υπό τύπον ερωτήματος, εάν και κατά πόσο αυτές οι ΑΞΕ δεν αφορούν σχεδόν αποκλειστικά σε εξαγορές -από τους ξένους- εγχώριων περιουσιακών στοιχείων (δηλαδή κάτι σαν το ξεπούλημα που λέμε εμείς οι «λαϊκιστές»).

Η παρατηρούμενη αύξηση της εσωτερικής ζήτησης

Τέλος διαπιστώνεται μια ταχύτερη αύξηση της εσωτερικής ζήτησης από εκείνη της αναιμικής του ΑΕΠ (το οποίο ειρήσθω εν παρόδω, όπως η ίδια μελέτη αναφέρει, είναι μόλις 3% ανώτερο εκείνου του 2013). Ωστόσο το φαινόμενο δεν ερμηνεύεται από τη μελέτη, που επισημαίνει, ότι η αύξηση αυτή μπορεί να υποστηρίξει την ελληνική οικονομία, αλλά μόνο εντελώς προσωρινά.

Προσωπικά θα τολμήσω να δώσω τη δική μου ερμηνεία. Ο κόσμος καταταλαιπωρημένος από την εννιάχρονη λιτότητα, αποφάσισε στο που θα κατευθύνει τις δαπάνες του. Αντί να τις κατευθύνει στην εξυπηρέτηση των χρεών του προς τις τράπεζες και των υποχρεώσεων του προς την εφορία, αποφάσισε να καλύπτει άλλες ζωτικές του ανάγκες, που ήδη τις έχει επί μακρόν στερηθεί.

Κανένα οικονομετρικό μοντέλο δεν μπορεί να συμπεριλάβει και να ερμηνεύσει ανθρώπινες πηγαίες και ενστικτώδεις συμπεριφορές, όταν μάλιστα αυτές έχουν αυθορμήτως «αντιστασιακό» χαρακτήρα. Να γιατί τα χρέη προς την εφορία ξεπέρασαν ήδη τα 104 δις ευρώ, παρά τις κατασχέσεις και όλα τα άλλα σκληρά μέτρα που λαμβάνονται. Να γιατί και τα «κόκκινα» δάνεια των τραπεζών δεν λένε να μειωθούν στο ελάχιστο παρά τους πλειστηριασμούς!

Αλλά είπαμε: «Ασκός κλυδωνιζόμενος μηδεπώποτε βυθιζόμενος»! Και πραγματικά αδυνατώ να κρίνω πόσο αισιόδοξο, ή όχι, είναι το μήνυμα που φέρει -στα καθ’ ημάς σημερινά- ο χρησμός.

Οι προβλέψεις

Φυσικά κάθε τέτοια μελέτη δεν μπορεί παρά να καταλήγει σε προβλέψεις με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία.

Όμως πως μπορούμε να δώσουμε στοιχειώδη σημασία σε ευθείες προβολές στο μέλλον σημερινών τάσεων, που επηρεάζονται άμεσα στην εξέλιξή τους από σειρά παραγόντων, οι οποίοι είναι αδύνατο να προβλεφθούν; Όπως πχ γεωπολιτικές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή μας, ένταση του εμπορικού πολέμου με τις ΗΠΑ, ενδεχόμενοι κλυδωνισμοί στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, ή μια αύξηση των επιτοκίων;

Πώς είναι δυνατόν να καταλήγουμε σε σενάρια ετήσιας αύξησης του ΑΕΠ ακόμη και 3,5% όπως στο «εναλλακτικό» σενάριο του κ. Παπαδημητρίου και των συνεργατών του, όταν είναι εντελώς άγνωστες οι εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις και πως αυτές θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις οικονομικές; Και μια σειρά από άλλα μη προβλέψιμα γεγονότα; Που στηρίζεται αυτή η «αισιοδοξία»; Ποια είναι σήμερα τα πραγματικά στοιχεία και περιστατικά που θα μπορούσαν να μας πείσουν, ότι η χώρα ακολουθεί πλέον αναπτυξιακή πορεία; Τι είναι εκείνο που θα πείσει τους απανταχού «επενδυτές» να σταματήσουν το πλιάτσικο και να στραφούν σε παραγωγικές επενδύσεις;

 Όταν παρά τις αισιόδοξες προβλέψεις, τίποτε επί της ουσίας δεν πείθει, ότι θα υπάρξει μια άξια λόγου αύξηση των επενδύσεων και μάλιστα των ξένων που αποτελεί -ως φαίνεται- την επιθυμία και των συντακτών της μελέτης;
• Όταν και αυτό ακόμη το ισοζύγιο πληρωμών μετά την όποια σταθεροποίησή του, τείνει πάλι να γίνει ελλειμματικό;

Για τέτοιου είδους εκτιμήσεις, ούτε κατά διάνοια δεν έκαναν τον κόπο να διερευνήσουν και να ασχοληθούν οι «μελετητές».

Αντί λοιπόν των προβλέψεων, ακόμα πιο χρήσιμο θα ήταν μετά την παρουσίαση της σημερινής εικόνας της ελληνικής οικονομίας, οι συντάκτες της εν λόγω «στρατηγικής ανάλυσης» να προχωρούσαν σε προτάσεις.

Αντί να προσπαθούν μέσω αμφιλεγόμενων μαθηματικών τύπων να πείσουν για τη «διαχειρισιμότητα» του χρέους. -Ήτοι, εάν καταφέρουμε να επιτύχουμε ανάπτυξη πλέον του 1,3% του ΑΕΠ και μέση επιτοκιακή επιβάρυνση μικρότερη του 2,3%. Τότε η μείωση του λόγου χρέους προς το ΑΕΠ, θα επιτυγχάνεται σταδιακά χωρίς την ανάγκη πρωτογενών πλεονασμάτων. Έτσι ισχυρίζονται. Δεν μας λένε όμως, εάν έτσι έχουν τα πράγματα, γιατί οι δανειστές και η κυβέρνηση την οποία υπηρέτησε από θέση υπουργικής ευθύνης ο κ. Παπαδημητρίου, επέβαλαν πρωτογενή πλεονάσματα του 3,5% μέχρι το 2022 και μετά μέχρι το 2060 τουλάχιστον 2%.

Ποιων οι εκτιμήσεις είναι λάθος; Του κ. Παπαδημητρίου, ή της κυβέρνησης και των δανειστών; Αλλά ούτε οι μεν, ούτε οι δε μας λένε από που θα προκύψουν αυτά τα πλεονάσματα. Αυτό είναι γνωστό και πέραν πάσης συζητήσεως. Ο λαός «εκπαιδεύεται» να πληρώνει και είναι ο μόνος λόγος για να επιβιώνει!

Όμως, αντί γι’ όλα αυτά τα έωλα και μη αποδείξιμα «ευχάριστα» των προβλέψεων της ανάλυσης, θα ήταν εξαιρετικά πρόσφορο από την πλευρά τους -ο κ. Παπαδημητρίου και οι συνεργάτες του- να μας πουν πως θα ήταν δυνατό και κάτω από ποιες συνθήκες θα μπορούσε η ελληνική οικονομία να ανακάμψει ουσιαστικά, κάνοντας σταθερά βήματα, χωρίς να κινδυνεύει από τους κλυδωνισμούς που ενδεχομένως δημιουργούν εξωγενείς παράγοντες κι αυτό καθ’ αυτό το υπερβολικό χρέος και οι ανάγκες εξυπηρέτησής του. Αν θα μπορούσαν μάλιστα να λαμβάνουν λίγο -τόσο δα- υπ’ όψιν τους τον παράγοντα άνθρωπο και τις πραγματικές του ανάγκες.

Αλλά τότε θα ήσαν υποχρεωμένοι, αντί να περιμένουν από τον τουρισμό και εναγωνίως τις ξένες επενδύσεις που ποτέ δεν έρχονται, να προτείνουν ουσιαστικές λύσεις ανάκτησης της εσωτερικής αγοράς και ισχυρής ενίσχυσης των μικρομεσαίων ελληνικών επιχειρήσεων και της παραγωγικής τους ικανότητας.

Αυτό όμως στην κατάσταση που βρεθήκαμε, θα προϋπέθετε γενναία αύξηση των κρατικών δαπανών σε επενδύσεις, σοβαρή ενίσχυση του εισοδήματος των νοικοκυριών και φτηνό άφθονο χρήμα προς τις ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Αλλά όλα τούτα είναι αδύνατο να συμβούν εντός ευρωπαϊκού δημοσιονομικού συμφώνου, πολύ περισσότερο εντός των πολιτικών του αφανούς νέου μνημονίου μέσω της μεσοπρόθεσμης δημοσιονομικής στρατηγικής και των υψηλών πλεονασμάτων. Και προπαντός είναι αδύνατο εντός του ευρώ!

Συνεπώς θα έρχονταν σε πλήρη αντίφαση με την «ιδεολογία» που διέπει την όλη αντίληψη της μελέτης, που θα τους υποχρέωνε να παραδεχτούν δημόσια την ανάγκη ριζικής διαγραφής του χρέους και ανάκτησης της νομισματικής μας κυριαρχίας. Πράγμα αδιανόητο για τους ίδιους και την πλευρά των συμφερόντων που συνειδητά, ή ασυνείδητα, υπερασπίζονται.

*Ο Όθωνας Κουμαρέλλας είναι αρχιτέκτονας μηχανικός και συγγραφέας

** Πηγή: hereticalideas.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας