Συχνά – πυκνά περίπου δυο – τρία χρόνια τώρα, ανατρέχω σε γραφτά του κ. Στάθη Τσαγκαρουσιάνου, έτσι για έναν ψυχωφελή περίπατο ή για ένα παράξενο ταξίδι και πάντως για να σπουδάζω το τι εστί γραφή (κι ανάγνωση), όταν κάποιος έχει κάτι να πει.
Έπεσα έτσι λοιπόν πάνω σε ένα ποίημα του W.B.Yeats σε μετάφραση Στυλιανού Αλεξίου, την οποίαν ο κ. Τσαγκαρουσιάνος (προ καιρού) παρέθεσε στους αναγνώστες του προς τέρψιν και σκέψιν. Σκέφθηκα
να κάνω κι εγώ το ίδιο με την ελπίδα ότι θα το διαβάσετε πάνω από μια φορά, όπως πάνω από μια φορά ανασαίνει κανείς τις λέξεις που ψιθυρίζουν ιστορίες στα νυχτέρια.
W.B. Yeats
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Ο τόπος μας δεν είναι για όσους γέρασαν:
ζευγάρια νέων αγκαλιασμένα, τα πουλιά στα δέντρα,
γενιές που τραγουδούν για λίγο και πεθαίνουν,
θάλασσες με σκουμπριά το καλοκαίρι,
ψάρια, πουλιά και σάρκα ανθρώπων,
μόνο ένα ξέρουν, να γεννιούνται, να γεννούν, να χάνονται∙
και λησμονούμε, στων αισθήσεων τη βοή,
τα αγέραστα του πνεύματος μνημεία.
Ο ηλικιωμένος είναι κάτι άχρηστο,
ένα κουρελιασμένο ρούχο πάνω απ’ το ραβδί του,
εκτός αν η ψυχή τα χέρια της χτυπήσει, υμνώντας
ακόμη και τα ράκη της θνητής στολής της.
Κι άλλο σχολείο του ύμνου δεν υπάρχει,
μόνο η μελέτη των τρανών του ανθρώπου έργων.
Γι’ αυτό ταξίδεψα σε μακρυνά πελάγη κι ήρθα
στην πόλη την ιερή του Βυζαντίου.
Όρθιοι σοφοί, μες στου Θεού την άγια φλόγα
όπως στ’ ολόχρυσο ψηφιδωτό ενός τοίχου,
ελάτε από την άγια σας φωτιά σαν αέρα στρόβιλος,
και την ψυχή μου μάθετε να ψάλλει.
Πάρτε μαζί σας την καρδιά μου: άρρωστη απ’ τον πόθο,
δεμένη με ένα σώμα-ζώο που πεθαίνει,
δεν ξέρει τι είναι. Σεις τυλίξετέ την
μέσα στην τεχνουργία της αιωνιότητας.
Όταν βρεθώ έξω απ’ τη φύση, δεν θα πάρω
σωματική μορφή, σαν κάτι φυσικό,
αλλά σαν τα έργα που Γραικοί τεχνίτες φτιάνουν
από σφυρήλατο χρυσάφι και από σμάλτο,
τον Αυτοκράτορα που έχει νυστάξει για να τέρψουν.
Ή σαν πουλί που από χρυσό κλωνάρι λέει
σε άρχοντες κι αρχόντισσες του Βυζαντίου,
για όσα περάσαν ή περνούν και για όσα θα ’ρθουν.
*Πηγή: topontiki.gr