Ακυρώθηκαν πρόστιμα της εφορίας για εμπλεκόμενους στη λίστα Λαγκάρντ!

1684
πρόστιμα

Οι αποφάσεις του ΣτΕ για το χρόνο παραγραφής υποθέσεων φοροδιαφυγής, αναγκάζουν  τις αρμόδιες φορολογικές αρχές να διαγράφουν πρόστιμα και άλλες χρηματικές ποινές, που επιβλήθηκαν βάσει του νόμου σε διαπιστωμένες παραβάσεις.

Τελευταία – και πλέον κραυγαλέα – περίπτωση, η διαγραφή από την Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών  (ΔΕΔ) υψηλών προσήμων που είχαν καταλογισθεί σε ζευγάρι φορολογουμένων, που βρέθηκαν στη λίστα Λαγκάρντ.

Τον έλεγχο της λίστας των συγκεκριμένων εμβασμάτων ζήτησε με εντολή του, ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος, αλλά σκόνταψε στις καθοριστικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες ορίζουν ότι

  • Οι ανοικτές φορολογικές υποθέσεις – και συνεπώς και τα αδικήματα φοροδιαφυγής – παραγράφονται αυστηρά στην πενταετία.
  • Οι καταθέσεις σε ελληνικές τράπεζες δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία και συνεπώς δεν παρατείνουν την προθεσμία παραγραφής σε 10 χρόνια.

Λόγω των αποφάσεων του ΣτΕ, η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών υποχρεώθηκε να διαγράψει τα πρόστιμα που είχαν επιβληθεί, ως εκπρόθεσμα, παρότι ήταν σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία.

Ο λόγος ήταν, πως τα «συμπληρωματικά στοιχεία» προέρχονται από ελληνικές τράπεζες και εφόσον περάσει η πενταετία, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τις ελεγκτικές αρχές, ακόμη και αν από αυτά, στοιχειοθετείται φοροδιαφυγή.

Αναλυτικότερα, αιτία του διενεργηθέντος ελέγχου στους δύο φορολογούμενους που υπάγονται στη ΙΓ΄ Αθηνών, αποτέλεσε η εισαγγελική παραγγελία, που εκδόθηκε το 2014, επειδή οι δύο φορολογούμενοι βρέθηκαν στη λίστα Λαγκάρντ. Σύμφωνα με την εισαγγελική παραγγελία, περιήλθε στην Δ.Ο.Υ αντίγραφο οπτικού – ψηφιακού δίσκου (CD), με τραπεζικά δεδομένα από ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, που αφορούν τον προσφεύγοντα και την προσφεύγουσα και δόθηκε εντολή, προκειμένου να διενεργηθεί περαιτέρω προκαταρκτική εξέταση προς διακρίβωση τέλεσης αδικήματος φοροδιαφυγής και νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.

Η εισαγγελική παραγγελία αφορούσε στα έτη 2006 και 2007.  Ο έλεγχος, αφού έλαβε υπόψη του το σύνολο των εγγράφων από τα στοιχεία που παρασχέθηκαν σε ψηφιακή μορφή από το γραφείο του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος καθώς και από τα στοιχεία που περιήλθαν στην Δ.Ο.Υ από τα πιστωτικά ιδρύματα προσδιόρισε κινήσεις χρηματικών καταθέσεων/πιστώσεων, οι οποίες δεν ήταν δυνατόν να συσχετισθούν με τα δηλωθέντα εισοδήματα στις σχετικές υποβληθείσες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος.

Κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 48§3 ν.2238/1994, ο έλεγχος που ολοκληρώθηκε το 2017 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι συντρέχει η εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 48 του ν. 2238/94, δηλαδή λογίζονται ως εισόδημα προερχόμενο από ελευθέρια επαγγέλματα ανά χρήση τα κατωτέρω ποσά:

  • Στον φορολογούμενο καταλογίστηκαν: κύριος φόρος εισοδήματος 659,20 ευρώ, πλέον πρόσθετος φόρος ανακρίβειας 791,04 ευρώ, ήτοι συνολικά 1.450,24 ευρώ, για τη χρήση 2006. Για τη χρήση 2007 καταλογίστηκαν: κύριος φόρος εισοδήματος 2.152,81 ευρώ, πλέον πρόσθετος φόρος ανακρίβειας 2.583,37 ευρώ, ήτοι συνολικά 4.736,18 ευρώ.
  • Στη φορολογούμενη καταλογίστηκαν: κύριος φόρος εισοδήματος 1.887,04 ευρώ, πλέον πρόσθετος φόρος ανακρίβειας 2.264,44 ευρώ, ήτοι συνολικά 4.151,48 ευρώ για τη χρήση 2006. Για τη χρήση 2007 καταλογίστηκαν: κύριος φόρος εισοδήματος 2.512,41 ευρώ, πλέον πρόσθετος φόρος ανακρίβειας 3.014,89 ευρώ, ήτοι συνολικά 5.527,30 ευρώ.

Οι συγκεκριμένες διαφορές φόρου προέκυψαν διότι, στα πλαίσια γενόμενου μερικού ελέγχου στα εισοδήματα του προσφεύγοντος, διαχειριστικών περιόδων από 1/1-31/12/2005 έως και 1/1- 31/12/2007, διαπιστώθηκε βάσει της από 06/11/2017 έκθεσης μερικού ελέγχου, προσαύξηση περιουσίας από καταθέσεις χρηματικών ποσών, για τα οποία δεν αποδείχθηκε η πηγή και η αιτία προέλευσής τους ή ότι τα ποσά αυτά φορολογήθηκαν ή απαλλάχθηκαν νόμιμα του φόρου.

Η προσφυγή στη ΔΕΔ

Μετά την κοινοποίηση του προστίμου, οι φορολογούμενοι προσέφυγαν στις 07-12-2017, στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, ζητώντας την ακύρωση των πρόσθετων φόρων και των προστίμων. Στην προσφυγή τους επικαλέστηκαν μεταξύ άλλων τα ακόλουθα στοιχεία:

  1. Κατά τον χρόνο διεξαγωγής του ελέγχου (2017), οι χρήσεις 2006 και 2007 έχουν υποπέσει στον γενικό κανόνα περί πενταετούς παραγραφής και δεν συντρέχει λόγος επέκτασης της διάρκειας παραγραφής σε 10, 15 ή 20 έτη.
  2. Δεν στοιχειοθετείται η έννοια του «συμπληρωματικού (νέου) στοιχείου», καθ’ όσον η οποιαδήποτε κίνηση των τραπεζικών λογαριασμών της ημεδαπής τελούσε ανέκαθεν στη διάθεση της Φορολογικής Αρχής προς έλεγχο και, συνακόλουθα, δεν αποτελεί «συμπληρωματικό (νέο) στοιχείο», ικανό να νομιμοποιήσει την εφαρμογή της δεκαετούς παραγραφής, καθώς τα στοιχεία προέρχονται από ελληνικές τράπεζες και όχι από τράπεζες του εξωτερικού.
  3. Ουδόλως θεμελιώνεται η έννοια του «συμπληρωματικού (νέου) στοιχείου» ούτε στη βάση της τροφοδοσίας τραπεζικού λογαριασμού της αλλοδαπής από τραπεζικό λογαριασμό της ημεδαπής (εξερχόμενο έμβασμα), ούτε στη βάση της τροφοδοσίας τραπεζικού λογαριασμού της ημεδαπής από τραπεζικό λογαριασμό της αλλοδαπής (εισερχόμενο έμβασμα).
  4. Ουδόλως θεμελιώνεται η έννοια του «συμπληρωματικού (νέου) στοιχείου» ούτε στη βάση της φερομένης ως αναφοράς μου στη «Λίστα Lagarde», καθώς κανένα πρωτογενές και, πολλώ μάλλον, τυχόν αδικαιολόγητο ποσό δεν διαπιστώθηκε ως τυχόν υφιστάμενο στην αλλοδαπή.

Η ΔΕΔ αποδέχτηκε την προσφυγή των δύο φορολογουμένων, και με δύο αποφάσεις της, υπ. αρ. 1894/29/03/2018 και 1895/29/03/2018, ακύρωσε τα πρόστιμα που είχαν καταλογιστεί από τους ελεγκτές της ΙΓ’ Εφορίας Αθηνών.

Το πλήρες κείμενο της πρώτης απόφασης της ΔΕΔ είναι εδώ και το κείμενο της δεύτερης απόφασης είναι εδώ.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας