Όταν τα ξημερώματα της Παρασκευής 21 Απριλίου 1967 οι κάτοικοι της Αθήνας αντίκριζαν τα τεθωρακισμένα και τις στρατιωτικές περιπόλους στους κεντρικούς δρόμους της πρωτεύουσας, ενώ από τα ραδιόφωνα αντηχούσαν εμβατήρια, λίγοι ήταν αυτοί που ξαφνιάζονταν. Κι αυτό γιατί, ήδη από το βασιλικό πραξικόπημα του Ιουλίου 1965, η ολοκλήρωση της αντιδημοκρατικής εκτροπής, με τη επιβολή δικτατορίας, αποτελούσε σχεδόν καθημερινό θέμα συζήτησης.
Μεταξύ αυτών που αιφνιδιάστηκαν ήταν και εκείνοι που, ενώ κατήγγειλαν επανειλημμένα την ύπαρξη κύκλων που απεργάζονταν σχέδια επιβολής δικτατορίας, διαβεβαίωναν, συνάμα, πως τα σχέδια αυτά ήταν αδύνατο να ευοδωθούν. Επρόκειτο για τις πολιτικές ηγεσίες της Αριστεράς και του Κέντρου, οι οποίες προετοιμάζονταν πυρετωδώς για την εκλογική μάχη της 28ης Μαΐου.
Ελεγχόμενη δημοκρατία και λαϊκές αντιστάσεις
Το στρατιωτικό πραξικόπημα μόνο κεραυνός εν αιθρία δεν ήταν. Αντίθετα, υπήρξε συνέπεια της πολιτικής κατάστασης που επικράτησε στην Ελλάδα από τα χρόνια του Εμφυλίου, με την επιβολή ενός καθεστώτος ελεγχόμενης και περιορισμένης δημοκρατίας, με κύρια χαρακτηριστικά τη διατήρηση των εμφυλιοπολεμικών μέτρων έκτακτης ανάγκης, την υποβάθμιση του κοινοβουλευτικού θεσμού, μέσω των εξωθεσμικών παρεμβάσεων παράλληλων κέντρων εξουσίας, όπως ο θρόνος, ο στρατός, αλλά και ο αμερικανικός παράγοντας, κ.λπ.
Η νίκη των αστικών δυνάμεων κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο δεν συνεπαγόταν και τη μακροπρόθεσμη διασφάλισή της. Δεν ήταν μόνο η γεωγραφική θέση της χώρας, στα όρια της επέκτασης του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου» μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και πολύ κοντά στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, όπου εγκαθιδρύονταν –το ένα μετά το άλλο- καθεστώτα αντιιμπεριαλιστικού προσανατολισμού. Η διαρκής αβεβαιότητα των κυρίαρχων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, και των δυτικών προστατών τους, για το άμεσο μέλλον, προέκυπτε και από την αδυναμία του μετεμφυλιακού καθεστώτος να εξασφαλίσει την ιδεολογική συναίνεση μεγάλου μέρους του ελληνικού λαού, πρώτα και κύρια της εργατικής τάξης, αλλά και σημαντικών τμημάτων των μικροϊδιοκτητικών στρωμάτων της πόλης και της υπαίθρου, της νεολαίας και της εργαζόμενης διανόησης.
Η ιδεολογία της «εθνικοφροσύνης», ταυτισμένη στη συνείδηση της πλειονότητας του ελληνικού λαού με τη συνεργασία μεγάλου μέρους των φορέων της με τις δυνάμεις κατοχής στα 1941-44, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να λειτουργήσει αποτελεσματικά έναντι της λαϊκοδημοκρατικής ιδεολογίας που διαμορφώθηκε εκείνα τα χρόνια μέσα από το ΕΑΜ.
Ο λαϊκός πατριωτισμός εξακολουθούσε να τροφοδοτείται από την αντίθεση στην πρόσδεση της Ελλάδας στην ψυχροπολεμική συμμαχία του ΝΑΤΟ και τις αμερικανικές παρεμβάσεις στην εσωτερική ζωή της χώρας, αλλά και από τον αγώνα του κυπριακού λαού για απαλλαγή από τη βρετανική αποικιοκρατία και κατόπιν για απόκρουση των τουρκικών και νατοϊκών αξιώσεων για διχοτόμηση του νησιού.
Ο δημοκρατισμός τροφοδοτούνταν από την αντίθεση στο καθεστώς των έκτακτων μέτρων, την αστυνομοκρατία, τη δράση παρακρατικών μηχανισμών, τη νόθευση εκλογικών αποτελεσμάτων, τις εκτελέσεις αγωνιστών της Αριστεράς έως το 1955, την παραμονή σε φυλακές και τόπους εξορίας χιλιάδων άλλων κ.λπ.
Κυρίαρχο παρέμενε το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, σε μια περίοδο κατά την οποία η φτώχεια, η ανεργία, η ερήμωση της υπαίθρου, η μετανάστευση -εσωτερική και εξωτερική- αποτελούσαν τα κύρια ζητήματα που απασχολούσαν τον λαϊκό κόσμο.
Έκφραση αυτής της λαϊκής αντίθεσης στο μετεμφυλιακό καθεστώς αποτελούσαν οι αλλεπάλληλες εκλογικές επιτυχίες της ΕΔΑ –του νόμιμου κόμματος της Αριστεράς, καθώς το ΚΚΕ βρισκόταν εκτός νόμου- τόσο στις αυτοδιοικητικές όσο και στις βουλευτικές εκλογές, με ποσοστά τα οποία, στις πολυάνθρωπες εργατικές συνοικίες των μεγαλουπόλεων, ξεπερνούσαν το 50% και συχνά έφταναν και τα δύο τρίτα των ψήφων.
Η λαϊκή αντίθεση εκφράστηκε ιδιαίτερα μαχητικά από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, με την ανάπτυξη ενός ισχυρού εργατικού διεκδικητικού κινήματος, που ανέδειξε την Ελλάδα στην πρώτη θέση, παγκοσμίως, σε απεργιακή δραστηριότητα, στα 1964-65. Ταυτόχρονα, αναπτύχθηκε ένα εξίσου ισχυρό νεολαιίστικο κίνημα, ενώ ανάλογες εξελίξεις υπήρξαν και στον αγροτικό χώρο.
Πολιτικά, μετά την εκπληκτική άνοδο της ΕΔΑ στο 24,5% το 1958 -εννιά, μόλις, χρόνια από την πολιτικοστρατιωτική συντριβή του λαϊκού κινήματος- και ως συνέπεια τόσο της κατάφωρης παραβίασης της λαϊκής βούλησης με τις εκλογές του 1961 όσο και της έντασης της τρομοκρατίας, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, η λαϊκή απαίτηση άμεσης απαλλαγής από τη Δεξιά οδήγησε στην εκλογική ενίσχυση της Ένωσης Κέντρου και τελικά στον εκλογικό θρίαμβο του Φεβρουαρίου 1964.
Από το βασιλικό πραξικόπημα στα τανκς των συνταγματαρχών
Εντούτοις, το καθεστώς και οι διεθνείς προστάτες του δεν ήταν διατεθειμένοι να ανεχτούν ούτε κι αυτές τις άτολμες και εξαιρετικά αντιφατικές, περιορισμένες μεταρρυθμίσεις των κυβερνήσεων του Γεώργιου Παπανδρέου. Πόσο μάλλον, την αξίωσή του να προβάλλει -και σ’ αυτή την περίπτωση, δειλά και διστακτικά- την αντίθεσή του στα νατοϊκά σχέδια διχοτόμησης της Κύπρου.
Η ανατροπή της κυβέρνησης Παπανδρέου, στις 15 Ιουλίου 1965, πυροδότησε την έκρηξη ενός γιγάντιου παλλαϊκού κινήματος δημοκρατικής αντίστασης, αν και ούτε η Αριστερά ούτε-ακόμη περισσότερο- η Ένωση Κέντρου προσανατολίζονταν στην αξιοποίηση αυτών των λαϊκών διαθέσεων, στην προοπτική της ρήξης με το καθεστώς. Ακόμη και η ανησυχία τους για το ενδεχόμενο ολοκλήρωσης της αντιδημοκρατικής εκτροπής, με την επιβολή απροκάλυπτης δικτατορίας, οδηγούσε στην προσπάθεια εξεύρεσης πολιτικής λύσης, μέσω της συνδιαλλαγής με τον θρόνο και τη Δεξιά. Στην κατεύθυνση αυτή κινήθηκαν οι προτάσεις που κατέθεσε η ΕΔΑ τον Φεβρουάριο 1966, αλλά και οι χειρισμοί του Γεωργίου Παπανδρέου, ο οποίος, όχι μόνο στήριξε την κυβέρνηση Παρασκευόπουλου από κοινού με την ΕΡΕ, αλλά συμφώνησε με τον ηγέτη της, Παναγιώτη Κανελλόπουλο, τον αποκλεισμό κάθε συνεργασίας με την ΕΔΑ, ακόμη και την πιθανή συγκρότηση κυβέρνησης Κέντρου και Δεξιάς, μετά τις εκλογές της 28ης Μαΐου 1967.
Οι εκλογές αυτές, βέβαια, δεν έγιναν. Τις πρόλαβαν τα τανκς των συνταγματαρχών, που πρόλαβαν, επίσης, το σχεδιαζόμενο ανάλογο πραξικόπημα των στρατηγών, οι οποίοι βρίσκονταν σε συνεννόηση με το παλάτι και με ακροδεξιούς κύκλους της ΕΡΕ, κάποιοι από τους οποίους ήταν προσκείμενοι και στον αυτοεξόριστο στο Παρίσι, Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Το στρατιωτικό πραξικόπημα μπορεί να έγινε στο όνομα της αποτροπής του «κομμουνιστικού κινδύνου», αλλά στην πραγματικότητα υπήρξε συνέπεια της αγωνίας αυτών που το πραγματοποίησαν –που τη συμμερίζονταν και οι άλλοι που δεν πρόλαβαν- ως προς τη δυναμική που θα άνοιγε η βέβαιη εκλογική νίκη των δυνάμεων του Κέντρου και της Αριστεράς. Ανεξαρτήτως των σχεδιασμών του Γεωργίου Παπανδρέου, ανεξαρτήτως και της πρόθεσης της ΕΔΑ και του παράνομου ΚΚΕ, να συγκρατήσουν τις λαϊκές διαθέσεις σε συγκεκριμένο πλαίσιο, δεν ήταν καθόλου βέβαιο πως οι λαϊκές κοινωνικές δυνάμεις θα περιορίζονταν στην εκλογική τους έκφραση.
Το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, καρπός του μετεμφυλιακού καθεστώτος της ελεγχόμενης δημοκρατίας και των έκτακτων μέτρων, μπορεί να μην απέτρεψε κάποιον ανύπαρκτο «κομμουνιστικό κίνδυνο», απέτρεψε, όμως, τις εξελίξεις που θα πυροδοτούσε η εισβολή των λαϊκών κοινωνικών δυνάμεων στο προσκήνιο. Διέσωσε, έτσι, το μετεμφυλιακό καθεστώς, καθυστερώντας για μια επταετία την κατάρρευσή του. Η οποία συντελέστηκε μέσα σε τραγικές συνθήκες, μετά από την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης του Νοέμβρη 1973 και το άνοιγμα του δρόμου για την κατοχή μεγάλου μέρους της Κύπρου από τα στρατεύματα του Αττίλα.