«Οι λύκοι επιστρέφουν» είναι μία πολύ ωραία συλλογή είκοσι εννέα διηγημάτων, που βασίζεται σε μία πρωτότυπη προσπάθεια των εκδόσεων Gutenberg να συγκεντρώσουν έργα από είκοσι Γερμανούς συγγραφείς του 20ου αιώνα, που έζησαν ως νέοι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα διηγήματα αυτά είχαν δημοσιευθεί και παλιότερα σε ελληνικά περιοδικά, αλλά η συνολική τους ανθολόγηση σε έναν τόμο γίνεται σήμερα. Από τους συγγραφείς τους κάποιοι είναι πολύ γνωστοί στο ελληνικό κοινό, όπως ο Μπέρτολντ Μπεχτ, η Άννα Ζέγκερς, ο Μαξ Φρις, ο Χάϊνερ Μίλλερ, άλλοι λιγότερο ή καθόλου, αλλά αυτό δεν μειώνει την αξία του έργου τους. Κάποιοι από αυτούς ανήκαν στην αντιφασιστική ομάδα 47, κάποιοι ήταν Εβραίοι, άλλοι υπηρέτησαν στον πόλεμο και αιχμαλωτίστηκαν, τέσσερεις επέλεξαν να ζήσουν στο κομμουνιστικό καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας, όπου διέπρεψαν, αλλά όλοι είχαν την ίδια φλόγα για την ανοικοδόμηση της πατρίδας τους από τα ερείπια, την απαλλαγή της από τα κατάλοιπα του Χιτλερισμού και την επιβολή ενός δημοκρατικού κράτους δικαίου και οικονομικής ανόρθωσης της Γερμανίας, παρόλο που διαψεύστηκαν.
Ο συνδετικός τους κρίκος που διέπει το έργο τους είναι το μίσος τους για το Ναζιστικό καθεστώς και η απέχθειά τους για τον πόλεμο. Πολλοί συγγραφείς απεικονίζουν την αθλιότητα, την πείνα και τον θάνατο από τις κακουχίες, άλλοι αισθάνονται ενοχή για την δίωξη των Εβραίων και άλλων μειονοτήτων, όπως οι Τσιγγάνοι και σκιαγραφούν την στενόκαρδη, απάνθρωπη στάση της συντριπτικής πλειοψηφίας απέναντί τους. Δεν λείπει από πολλά διηγήματα το κλίμα τρόμου που γεννούσε το καθεστώς και οδηγούσε σε διαταραχή των διαπροσωπικών και οικογενειακών σχέσεων, μέχρι και στην κατάδοση μελών τους. Είναι ενδιαφέρουσα επίσης η επιλογή ατόμων ως ηρώων, που, παρά την υπηρέτηση ακόμη και σε υψηλό επίπεδο του ναζιστικού κράτους και στρατού, κατά την υποχώρησή του λόγω της προέλασης των Σοβιετικών, αλλάζουν στάση και χωρίς κανένα αίσθημα αξιοπρέπειας και αιδούς επιζητούν εναγωνίως να κρυφθούν και να αποποιηθούν το παρελθόν τους.
Η συλλογή δεν αποτελείται από διηγήματα του ιδίου ποιοτικού επιπέδου και κάνει εντύπωση πως αυτά των σημαντικότερων συγγραφέων υπολείπονται των ικανοτήτων των δημιουργών τους σε σχέση με των λιγότερο γνωστών στο ελληνικό κοινό. Θεωρούμε ότι αυτό οφείλεται και στην μετάφραση που είχε δυσκολίες στην μεταφορά του ποιητικού τρόπου πολλών διηγημάτων, όπως άλλωστε με εντιμότητα γίνεται παραδεκτό στον πρόλογο. Γενικά τα κείμενα είναι σύντομα, δεν αναπτύσσουν συναισθήματα, δεν επιζητούν την καλλιέπεια με περιγραφές και εκφραστικά μέσα, για να εκμαιεύσουν την συγκίνηση. Προσπαθούν να αφήσουν τον αναγνώστη να βγάλει μόνος του τα δικά του συμπεράσματα για την αθλιότητα του Ναζισμού, του εθνικισμού και του ιμπεριαλιστικού πολέμου.
Στον καιρό λοιπόν που ζούμε με παράλληλα φαινόμενα, όπως του Μεσοπολέμου, ανόδου δηλαδή του Φασισμού λόγω της οικονομικής κρίσης, ανέχειας της εξαθλιωμένης εργατικής τάξης, διάσπαρτων πολέμων στην Μέση Ανατολή και άλλων εστιών φωτιάς σε όλον τον πλανήτη, είναι σημαντική η έκδοση βιβλίων που με τον τρόπο τους αποτρέπουν και συνάμα καθοδηγούν. Και μάλιστα είναι γραμμένα από διανοουμένους που υπέστησαν τα δεινά της σύρραξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου