«Το 2015 ξεκινήσαμε με την άποψη ότι θα καταφέρναμε μια καλύτερη συμφωνία για το χρέος, αλλά ηττηθήκαμε. Η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ζητούσε διαρκώς συμφωνία για το χρέος.
Μετά κάναμε έναν συμβιβασμό: αποδεχθήκαμε το πρόγραμμα, γιατί υπήρξε υπόσχεση για συμφωνία για το χρέος στο τέλος του προγράμματος. Πήραμε τη συμφωνία αυτή το περασμένο καλοκαίρι». Οι δηλώσεις αυτές έγιναν πρόσφατα στο Παρίσι από τον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο. Εγιναν ενώ συμπληρώνονται σε λίγους μήνες, τέσσερα χρόνια από τότε που η κυβέρνηση της (κατά δήλωσή της, Αριστεράς) υπέγραψε το τρίτο και επαχθέστερο μνημόνιο.
Είναι μάλλον, η πρώτη φορά που κορυφαίο κυβερνητικό στέλεχος, αφήνει κατά μέρος τα περί «επώδυνου και αναγκαίου συμβιβασμού» και μιλάει καθαρά για ήττα. Μέχρι τώρα, εκείνα που είχαμε ακούσει ήταν τα περί αυταπάτης. Τώρα, ο κ. Τσακαλώτος, ο άνθρωπος που επιλέχτηκε από τον κ. Τσίπρα για να υπογράψει το τρίτο μνημόνιο, μιλάει καθαρά για ήττα. Καλό είναι σε αυτή τη χώρα -έστω και με τόση καθυστέρηση- να μιλάμε καθαρά. Ο υπουργός βέβαια μιλάει για ήττα της κυβέρνησής του. Δεν πρόκειται όμως για αυτό. Η εφαρμοσμένη πολιτική δεν γίνεται με όρους ποδοσφαιρικού αγώνα ή τηλεπαιχνιδιού.
Οι ήττες έχουν συνέπειες. Η ήττα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, έφερε καταστροφικές συνέπειες στην ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων. Ολων εκείνων που ένοιωσαν ότι εκπροσωπούνται μέσα από τις διακηρυγμένες θέσεις και τις εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ. Όλων όσων, ακόμα κι αν δεν τον ψήφισαν τον Γενάρη του 2015, είχαν την προσδοκία ότι θα αντιστρέψει τις πολιτικές των μνημονίων και τις συνέπειές τους. Αν ο κ. Τσακαλώτος αντικρίζει την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ ως μια πολιτική ήττα του χώρου του, αγνοώντας τις συνέπειες που αυτή είχε στην ελληνική κοινωνία, διαπράττει μεγάλο λάθος.
Να ηττηθεί ένα κυβερνητικό κόμμα σε μια διαπραγμάτευση είναι πιθανό. Οταν ένα κυβερνητικό κόμμα ηττάται σε μια κορυφαία επιλογή του είναι λογικό να παραδίδει την εντολή σε αυτούς από τους οποίους την πήρε κι όχι να υπηρετεί την πολιτική την οποία μέχρι χτες, κατήγγειλε. Πολύ δε περισσότερο, όταν έχει ζητήσει από τον ελληνικό λαό και έχει πάρει με δημοψήφισμα, ανανέωση της εντολής για να συνεχίσει αυτή την πολιτική. Αντί για αυτό, ο πρωθυπουργός, ο κ. Τσακαλώτος και οι ομοτράπεζοί τους συμπεριφέρθηκαν όπως οι καλόγεροι τον Μεσαίωνα που βάφτιζαν το κρέας ψάρι. Ετσι, κι αυτοί μίλησαν για συμβιβασμό και εφηύραν το «παράλληλο πρόγραμμα» εξαπατώντας τους πολίτες για να υφαρπάξουν την ψήφο τους.
Διότι είναι άλλο να είσαι ηττημένος αλλά υπουργός κι άλλος χωρίς τίτλους και οφίτσια να (ξανα)σηκώνεις τα πανό και να ξεκινάς στις διαδηλώσεις. Ο κ. Τσακαλώτος μίλησε για ήττα αλλά δεν σχολίασε τις συνέπειές της. Φόρτωσε την ήττα στις πλάτες της χειμαζόμενης ελληνικής κοινωνίας και με το τρίτο μνημόνιο που υπέγραψε, έδωσε σε αυτή διαστάσεις μη ανατρέψιμες για πάνω από τέσσερεις δεκαετίες. Φόρτωσε την ήττα, όχι μόνο στα παιδιά μας αλλά και στα παιδιά των παιδιών μας που ακόμα δεν έχουν γεννηθεί. Ένα ρωμαλέο κίνημα αντίστασης στις πολιτικές των δανειστών, το ευνούχισε και το έδιωξε από τους δρόμους. Καλλιέργησε την κουλτούρα της συνθηκολόγησης, της απόσυρσης και της υποταγής.
Ο ηττημένος κ.Τσακαλώτος και οι συν αυτώ αντί να επιστρέψουν χωρίς να υπογράψουν εκεί από όπου αναδείχτηκαν, στα κινήματα και στις πλατείες, προτίμησαν ηττημένοι να παραμείνουν στις υπουργικές καρέκλες τους επί τετραετία εφαρμόζοντας τις ίδιες και ειδεχθέστερες πολιτικές με τους προηγούμενες. Προκειμένου να μπορούν ως υπουργοί και κυβερνητικοί αξιωματούχοι, να κάνουν δηλώσεις από το Παρίσι, προτίμησαν να φορτώσουν την ήττα τους στο ελληνικό λαό.