Χρέος–συντάξεις και ο κίνδυνος εξαέρωσης των επικουρικών συντάξεων.

1781
επικουρική

Το παγκόσμιο χρέος αυξάνεται ανησυχητικά προσεγγίζοντας στις μέρες  μας τα 300 τρις δολάρια. Στις  συνθήκες  αυτές  διατυπώνονται  αρκετές  απόψεις  αναφορικά με  το μέλλον των συντάξεων κι’ αυτό γιατί ένα μεγάλο μέρος από αυτό το χρέος χρηματοδοτείται από τα αποθεματικά συνταξιοδοτικών ασφαλιστικών ταμείων, τα  οποία, κατά κύριο λόγο, επενδύουν σε κρατικά ομόλογα,  έντοκα γραμμάτια και  εταιρικά ομόλογα.

Έτσι,  το ερώτημα που τίθεται είναι τι μπορεί να συμβεί σε περίπτωση που εμφανιστεί μια παρόμοια χρηματοπιστωτική κρίση  όπως αυτή του 2008 η οποία εξελίχθηκε σε κρίση χρέους σε πολλά κράτη. Από  την  άποψη  αυτή,  είναι  ενδιαφέρον  να  σημειωθεί  ότι  για  πρώτη  φορά  τα κρατικά ομόλογα και τα έντοκα γραμμάτια  αποδείχθηκαν  ότι  δεν αποτελούν «ακίνδυνες» επενδύσεις, όπως θεωρούνταν μέχρι τότε, γεγονός,  μεταξύ  των  άλλων, που επιβεβαιώνει και την αντιμετώπιση των κρατικών ομολόγων από το εποπτικό πλαίσιο των ασφαλιστικών εταιρειών της Φερεγγυότητας ΙΙ.

Έτσι, στην περίπτωση μιας παρόμοιας κρίσης με αυτή του 2008, το μεγαλύτερο πρόβλημα θα αντιμετωπίσουν τα συνταξιοδοτικά ταμεία κεφαλαιοποιητικού τύπου, γιατί τα αποθεματικά κεφάλαια των ασφαλιστικών ταμείων αποτελούν τις αποταμιεύσεις των ασφαλισμένων.

Αντίθετα, στα  αναδιανεμητικού τύπου συνταξιοδοτικά ασφαλιστικά ταμεία, τα περιουσιακά στοιχεία δεν αντικρύζουν τα δεδουλευμένα δικαιώματα των ασφαλισμένων, αλλά αποτελούν κεφάλαια, που αντιμετωπίζουν τις διακυμάνσεις των οικονομικών κύκλων.

Σύμφωνα με μελέτη του ΟΟΣΑ, στην κρίση του 2008 ο μέσος παγκόσμιος δείκτης κεφαλαιoποίησης των συνταξιοδοτικών συστημάτων παρουσίαζε το 2009 έλλειμμα της τάξης του 26% από 13% που παρουσίαζε το 2008, έχοντας απολέσει τα συνταξιοδοτικά ταμεία επενδυμένα περιουσιακά στοιχεία ύψους 5,6 τρις δολάρια.

Ως  εκ  τούτου, οδηγήθηκαν  αρκετές  εταιρείες στην χρεοκοπία και κατ’ επέκταση στην απώλεια πολλές φορές ακόμα και του συνόλου των αποταμιεύσεων των εργαζομένων  και των συνταξιούχων.

Η κρίση του 2008, όπως αναφέρθηκε ξεκίνησε ως χρηματοπιστωτική κρίση από την ιδιαίτερα υψηλή μόχλευση που υπήρχε σε σύνθετα χρηματοοικονομικά επενδυτικά προϊόντα και η οποία στην συνέχεια εξελίχθηκε ως   οικονομική  κρίση,  κρίση  χρέους και ρευστότητας  για πολλά κράτη, όπως η Ελλάδα, η Κύπρος, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιρλανδία. Για την αντιμετώπιση αυτής της κρίσης οι κεντρικές τράπεζες ξεκίνησαν το 2008 ένα πείραμα με την συνεχή μείωση των επιτοκίων δανεισμού. Η επιλογή της αντιμετώπισης της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, με τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης με την μείωση των επιτοκίων, προκειμένου να αυξηθεί η ρευστότητα στις παγκόσμιες χρηματαγορές, είχε  ως  αποτέλεσμα να  προκληθεί  μια παρατεταμένη περίοδος, από τον Ιούνιο του 2014, αρνητικών επιτοκίων.

Όμως, τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης δεν είχαν το αποτέλεσμα που ανέμενε  η Ευρωπαϊκή  Κεντρική Τράπεζα, αφού ο πληθωρισμός   επέμενε να παραμένει σε χαμηλά επίπεδα (0,5 με 1,2%). Αυτό συνέβη  γιατί  μπορεί τα επιτόκια να ήταν αρνητικά και οι κεφαλαιαγορές να επέστρεψαν σε ανοδικές  πορείες, όμως οι μισθοί παρέμεναν στάσιμοι.

Το γεγονός αυτό, οδήγησε στην αύξηση των ανισοτήτων, με αποτέλεσμα την εμφάνιση φαινομένων, όπως την  αύξηση  της  δυσαρέσκειας  στην ασκούμενη  πολιτική, τις οικονομικές πολιτικές προστατευτισμού, το Brexit και την άνοδο  ακροδεξιών εθνικιστικών τάσεων στην πολιτική πολλών χωρών της Ευρώπης (Γαλλία, Αυστρία, Γερμανία).

Με  άλλα  λόγια, δεν ήταν η αύξηση του χρέους και τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης αυτά που προκάλεσαν τα προαναφερόμενα φαινόμενα, αλλά η μη αυτορρύθμιση και η ανεξέλεγκτη μόχλευση των κεφαλαιαγορών και χρηματαγορών, η οποία προκάλεσε την χρηματοπιστωτική κρίση που οδήγησε στην οικονομική  κρίση  και  την  κρίση χρέους.

Στην  κατεύθυνση  αυτή,  στην περίπτωση μιας μελλοντικής παρόμοιας κρίσης με αυτή του 2008,  θα επηρεαστούν περισσότερο αρνητικά τα κεφαλαιοποιητικού τύπου συνταξιοδοτικά ταμεία και οι δείκτες κεφαλαιοποίησης τους, ενώ τα αναδιανεμητικού τύπου δεν επηρεάζονται τόσο γιατί δεν διαθέτουν μεγάλα χρηματικά ποσά σε αποθέματα επενδυμένα στις κεφαλαιαγορές. Αντίθετα, περισσότερο αρνητικά  από  το φαινόμενο  των αρνητικών  επιτοκίων, θα επηρεασθούν τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα,  δεδομένου ότι μια μείωση των επιτοκίων προεξόφλησης από το 1,5% στο 0,6%, προκαλεί μια μέση μείωση του δείκτη κεφαλαιοποίησης κατά 12%.

Αυτό σημαίνει ότι είτε θα πρέπει να αυξηθεί η χρηματοδότηση των ταμείων κεφαλαιοποιητικού  χαρακτήρα  κατά 12%, είτε θα μειωθούν οι παροχές κατά 12%. Αυτό συμβαίνει στα κεφαλαιοποιητικού τύπου ασφαλιστικά ταμεία γιατί σε αυτά η αναλογιστική υποχρέωση είναι εμφανής (explicit), ενώ στα αναδιανεμητικού τύπου το χρέος είναι implicit και θα καταβληθεί σταδιακά στο  μέλλον (σε βάθος 50 ετών).

Ακριβώς  αυτό θα συμβεί και στην περίπτωση της κεφαλαιοποίησης της επικουρικής ασφάλισης  στην Ελλάδα, αφού το αναλογιστικό έλλειμμα (56 δις) από implicit θα μετατραπεί σε explicit, γεγονός  που  σημαίνει  ότι  θα πρέπει να καταγραφεί, σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα των δημόσιων οργανισμών (IPSAS), στους εθνικούς λογαριασμούς τους κράτους, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για την πιστωτική διαβάθμιση της χώρας, αν ληφθούν υπόψη και τα τοκοχρεωλύσια του χρέους που ήδη έχει, εξαιτίας των Μνημονίων,   επιφορτισθεί  η  ελληνική  οικονομία  να  καταβάλλει  μέχρι το 2060.

*Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι Ομ. Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου

*Ο Βασίλειος Γ. Μπέτσης είναι Υποψ.Διδάκτορας Παντείου Πανεπιστημίου

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας