Σε στρογγυλό τραπέζι για τις τουρκικές εκλογές, που έγινε την περασμένη Τρίτη στην Ουάσιγκτον, ο πανεπιστημιακός Χάουαρντ Αϊζενστατ έκανε την εξής μεταφορά για την 13η εκλογική νίκη του Ταγίπ Ερντογάν σε ισάριθμες αναμετρήσεις: «Πολλοί πηγαίνουν στο Λας Βέγκας με την ελπίδα ότι θα κερδίσουν, όμως στο τέλος κερδίζει πάντα η μπάνκα». Εννοούσε ότι ο στενός έλεγχος του κρατικού μηχανισμού και των μίντια από τον Τούρκο πρόεδρο απέκλειαν εξαρχής το ενδεχόμενο «ατυχήματος».
Μέχρι την περασμένη Κυριακή, η τουρκική αντιπολίτευση και οι Δυτικοί φίλοι της δεν είχαν αυτή τη γνώμη. Η απροσδόκητα δυναμική καμπάνια του κεμαλικού Μουχαρέμ Ιντζέ προοιωνιζόταν, ή έτσι πίστευαν, την πιο αμφίρροπη αναμέτρηση από το 2002. Διαψεύστηκαν τραγικά. Ο Ερντογάν εξελέγη με 11 εκατομμύρια ψήφους παραπάνω από τον Ιντζέ και η συμμαχία του ισλαμικού ΑΚΡ με τους ακροδεξιούς εθνικιστές του ΜΗΡ κέρδισε την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή. Η συνταγματική μεταρρύθμιση του 2017 νομιμοποιήθηκε πολιτικά και ο Ερντογάν είναι πλέον ο Τούρκος ηγέτης με τις περισσότερες εξουσίες μετά τον Κεμάλ Ατατούρκ.
Πολλά θα μπορούσε να πει κανείς για τις άνισες συνθήκες των εκλογών, ιδίως για την τρίτη πολιτική δύναμη της Τουρκίας, το φιλοκουρδικό HDP, που αναγκάστηκε να κάνει καμπάνια σε καθεστώς τρόμου, με τον ηγέτη του, τον Σελαχατίν Ντεμιρτάς, στη φυλακή. Γεγονός παραμένει ότι η μισή Τουρκία επιδοκίμασε τον Ερντογάν σε μια αναμέτρηση όπου κρίνονταν όχι απλώς αυτές ή εκείνες οι πολιτικές, αλλά το ίδιο το καθεστώς και όπου η συμμετοχή έφτασε το 88%. Αλλωστε, η αντιπολίτευση αναγνώρισε το αποτέλεσμα και οι Δυτικοί υποχρεώθηκαν να το καταπιούν με κλειστή τη μύτη.
Πολιτικό φαινόμενο
Το γεγονός ότι ο Τούρκος πρόεδρος, ύστερα από 16 χρόνια στην εξουσία και σε πείσμα των σοβαρών οικονομικών προβλημάτων, βγήκε ανοξείδωτος από τη δοκιμασία, αποτελεί πολιτικό φαινόμενο. Η ερμηνεία ότι έχουμε να κάνουμε με έναν λαϊκιστή και αυταρχικό, πλην χαρισματικό ηγέτη, εν τέλει δεν εξηγεί τίποτα. Οι «χαρισματικοί» ηγέτες δεν πέφτουν από τον ουρανό. Αναδύονται και εδραιώνονται αν έχουν να πουν μια καινούργια, ελπιδοφόρο «ιστορία» στον λαό τους κι αν είναι σε θέση να τη στηρίξουν με τις πράξεις τους. Το πρόβλημα της κοσμικής αντιπολίτευσης όλα αυτά τα χρόνια δεν ήταν ότι απέτυχε να βρει έναν «χαρισματικό» αντι-Ερντογάν, αλλά ότι δεν είχε να παρουσιάσει κάτι που να μοιάζει με εναλλακτικό σχέδιο.
Για την ακρίβεια, ο Ερντογάν προσέφερε όχι μία, αλλά δύο «ιστορίες» στους ομοεθνείς του. Η πρώτη κάλυψε χοντρικά τα χρόνια από το 2002 μέχρι το 2011, όταν εμφάνισε το «ισλαμο-δημοκρατικό» ΑΚΡ ως το αντίστοιχο της ευρωπαϊκής Χριστιανοδημοκρατίας. Μια δύναμη εκδημοκρατισμού, που θα περιόριζε τους στρατηγούς στους στρατώνες, θα έβαζε τη χώρα σε ευρωπαϊκή τροχιά και θα έκανε άνοιγμα σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα που ασφυκτιούσαν στα χρόνια της μετα-κεμαλικής στρατοκρατίας: τη θεοσεβούμενη αστική τάξη της Ανατολίας, τις κοπέλες που δεν μπορούσαν να σπουδάσουν γιατί φορούσαν μαντίλα, τους Κούρδους που επιτέλους άρχισαν να μορφώνονται και να βλέπουν κανάλια στη γλώσσα τους.
Μετά την Αραβική Ανοιξη του 2011, το νεο-οθωμανικό αφήγημα του Ερντογάν υφίσταται κακοήθη μετάλλαξη. Η «ισλαμο-δημοκρατική» σύνθεση δίνει τη θέση της στον ισλαμο-εθνικισμό. Ο εκφυλισμός των αραβικών ηγεσιών τον πείθει ότι στην ευρύτερη Μέση Ανατολή θα αναμετρηθούν τρεις εξω-αραβικές δυνάμεις: το Ισραήλ, το σιιτικό Ιράν και η Τουρκία, σε ρόλο προστάτη όλων των σουνιτών μουσουλμάνων. Δεν είναι τυχαίο ότι εσχάτως ο Ερντογάν συνηθίζει να χαιρετά τους οπαδούς του με τη Rabaa, το χαρακτηριστικό σήμα των Αδελφών Μουσουλμάνων. Εκπροσωπεί μια Τουρκία με οικονομικό και δημογραφικό δυναμισμό, μέλος του G20, που δεν εννοεί να είναι πλέον απλό προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης στην περιοχή, αλλά ανεξάρτητη, μεγάλη περιφερειακή δύναμη, ικανή να «παίζει» επί ίσοις όροις και με ΗΠΑ και Ρωσία.
Μεγαλοϊδεατισμός
Είναι αλήθεια ότι ο μεγαλοϊδεατισμός είχε τις συνέπειές του. Η ανάμειξη στο Συριακό υπέρ των τζιχαντιστών οδήγησε σε πυράκτωση το Κουρδικό, ενώ η σύγκρουση του Ερντογάν με τον παλιό του σύμμαχο, τον εξόριστο στις ΗΠΑ Φετουλάχ Γκιουλέν, κόντεψε να ρίξει την κυβέρνηση. Τον Ιούνιο του 2015, το ΑΚΡ έχασε πρώτη φορά την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία. Ο Ερντογάν κατάφερε να επιβιώσει κάνοντας μια στρατηγικής σημασίας στροφή. Τερμάτισε την ειρηνευτική διαδικασία και εξαπέλυσε απηνή πόλεμο εναντίον των Κούρδων, με διπλό στόχο: να επαναπροσεγγίσει τη στρατιωτική ηγεσία, με την οποία είχε έρθει σε μετωπική ρήξη την περίοδο των υποθέσεων «Εργκένεγκον» και «Βαριοπούλα», και να οικοδομήσει συμμαχία με το ΜΗΡ (πρώην Γκρίζοι Λύκοι), που μέχρι τότε τον πολεμούσε.
Αυτή η στρατηγική επιλογή δικαιώθηκε εκλογικά την περασμένη Κυριακή. Παρά τη διάσπασή του από τη Μεράλ Ακσενέρ, το ΜΗΡ του Ντεβλέτ Μπαχτσελί διατήρησε πρακτικά τις δυνάμεις του παίρνοντας πάνω από 11%, κι ήταν αυτό που εξασφάλισε τη νίκη στον Ερντογάν. Η πέρα από κάθε πρόβλεψη επίδοση του ΜΗΡ υποδηλώνει ότι είχε ισχυρή υποστήριξη από το «βαθύ κράτος» του οποίου ανέκαθεν αποτελούσε μέρος, ίσως και σημαντικών μερίδων του στρατού.
Ωστόσο, το τίμημα της επιτυχίας ήταν σημαντικό. Ελλείψει αυτοδυναμίας του ΑΚΡ, το ΜΗΡ αναδεικνύεται σε ρυθμιστική δύναμη, τη μόνη αυτή τη στιγμή που μπορεί να περιορίζει την εξουσία του προέδρου-σουλτάνου. Τα δύο ακροδεξιά κόμματα των Μπαχτσελί και Ακσενέρ συγκέντρωσαν αθροιστικά το 21%. Ενα ορμητικό «υπόγειο ρεύμα» επιθετικού εθνικισμού, που θα δυσκολέψει πολύ τον Ερντογάν αν και όταν αποπειραθεί κάποια στροφή στο Κουρδικό και στις σχέσεις του με τη Δύση – κάτι για το οποίο τον πιέζει η πολύ δύσκολη κατάσταση της οικονομίας. Η άρση της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης και η απελευθέρωση δημοσιογράφων έδειξαν ότι επιθυμεί κάποιου είδους εξομάλυνση, αλλά είναι πολύ αμφίβολο αν θα μπορέσει να απελευθερωθεί από τα δεσμά που ο ίδιος χάλκευσε για τον εαυτό του.
Στο μεταξύ, καλείται να κυβερνήσει μια τριχοτομημένη Τουρκία, που μαστίζεται όχι απλά από πολιτικά πάθη, αλλά από βαθύτερα, εθνοτικά και πολιτιστικά ρήγματα. Το γεγονός ότι το HDP, κάτω από τόσο αντίξοες συνθήκες, πήρε 55-65% στις κουρδικές περιοχές της νοτιοανατολικής Τουρκίας και πάνω από 10% σε Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη και άλλες μεγάλες πόλεις, φωνάζει από μόνο του για το βάθος του κουρδικού ρήγματος.
Αβυσσος
Αλλά το πρόβλημα δεν εξαντλείται στο Κουρδικό. Αλεβίτες, φιλελεύθεροι, αριστεροί και τα δυτικότροπα, αστικά στρώματα των «λευκών Τούρκων» χωρίζονται πλέον με άβυσσο από τη συντηρητική, σουνιτική ενδοχώρα. Η ισπανική El Pais ανέφερε την Τρίτη έρευνα του Πανεπιστημίου Μπιλγκί, σύμφωνα με την οποία το 80% των Τούρκων απεχθάνεται τη σκέψη ότι η κόρη τους θα μπορούσε να παντρευτεί άνδρα του αντίπαλου πολιτικού στρατοπέδου, ενώ το 68% δεν θα ήθελε καν να τον έχει γείτονα. Την ίδια ώρα, οι υπαίθριοι πωλητές της Κωνσταντινούπολης, πάντα ευαίσθητα βαρόμετρα των καιρών, έβγαζαν στους πάγκους τους το παραδοσιακό φέσι, που έγραφε πάνω του «είμαστε όλοι εγγόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας». Ναι, αυτό το φέσι που απαγόρευσε ο Ατατούρκ έναν αιώνα πριν.
*Πηγή: Καθημερινή