Μια ανάλυση από το Mises Institute
Η Ελλάδα πνίγεται στη νομισματική φυλακή της ευρωζώνης
Οι κεντρικές τράπεζες κατέχουν πλέον το 20% του συνολικού χρέους των κυβερνήσεών τους.
Οι αριθμοί είναι συγκλονιστικοί.
Χωρίς ύφεση ή κρίση, οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες αγοράζουν περισσότερα από 200 δισεκατομμύρια δολάρια το μήνα σε δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, όπως η ΕΚΤ και της Τράπεζας της Ιαπωνίας Bank of Japan.
Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ η FED διαθέτει πάνω από το 14% του συνολικού δημόσιου χρέους των ΗΠΑ.
Οι ισολογισμοί της ΕΚΤ και του BOJ υπερβαίνουν το 35% και το 70% του ΑΕΠ τους.
Η Τράπεζα της Ιαπωνίας είναι σήμερα μεταξύ των 10 μεγαλύτερων μετόχων στο 90% του Nikkei.
Η ΕΚΤ κατέχει το 9,2% της ευρωπαϊκής αγοράς ομολογιακών δανείων και περισσότερο από το 10% του συνολικού χρέους των κυριότερων ευρωπαϊκών χωρών.
Η Τράπεζα της Αγγλίας κατέχει μεταξύ 25% και 30% του κρατικού χρέους του Ηνωμένου Βασιλείου.
Μια πρόσφατη έκθεση της CLSA, προειδοποιεί για το τι αποκαλεί “εθνικοποίηση της δευτερογενούς αγοράς”.
Η Bank of Japan (Τράπεζα της Ιαπωνίας), με την εξαιρετικά επεκτατική πολιτική της, έχει καταστεί ο μεγαλύτερος μέτοχος των μεγαλύτερων εταιρειών του Nikkei 225.
Στην πραγματικότητα, η ιαπωνική κεντρική τράπεζα ήδη αντιπροσωπεύει το 60% της αγοράς ETF (αμοιβαία κεφάλαια που διαπραγματεύονται στο χρηματιστήριο) στην Ιαπωνία.
Τι μπορεί να πάει στραβά;
Γενικά, η κεντρική τράπεζα όχι μόνο δημιουργεί μεγαλύτερες ανισορροπίες, στρεβλώσεις και ακραίες αποτιμήσεις καθώς οι εξαιρετικά χαλαρές πολιτικές διαιωνίζουν τα λάθη, αποδυναμώνουν την ταχύτητα της απόδοσης των χρημάτων, ενθαρρύνουν την δημιουργία χρέους και τις κακές επενδύσεις.
Πιστεύοντας ότι αυτή η πολιτική είναι αβλαβής επειδή “δεν υπάρχει πληθωρισμός” και η ανεργία είναι χαμηλή….αποδεικνύεται…επικίνδυνο παιχνίδι.
Οι κυβερνήσεις εκδίδουν τεράστια ποσά χρέους και φθηνού χρήματος προωθώντας την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα και την κακή κατανομή κεφαλαίου.
Ως εκ τούτου, η ανάπτυξη λόγω παραγωγής καταρρέει, οι πραγματικοί μισθοί μειώνονται και η αγοραστική δύναμη των νομισμάτων μειώνεται, οδηγώντας το πραγματικό κόστος ζωής και το χρέος να αυξάνεται περισσότερο από το πραγματικό ΑΕΠ.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, το συνολικό χρέος έχει αυξηθεί στο 325% του ΑΕΠ, ενώ οι εταιρείες ζόμπι φτάνουν σε κρίσιμα επίπεδα, σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών.
Τα περιουσιακά στοιχεία των κρατών που κατέχουν οι κεντρικές τράπεζες δεν είναι στοιχεία υψηλής ποιότητας, είναι ένα IOU που μεταφέρεται στις επόμενες γενιές και θα εξοφληθεί με τρεις τρόπους:
με μαζικό πληθωρισμό,
με μια σειρά χρηματοπιστωτικών κρίσεων ή
με εκρηκτική ανεργία.
Η καταστροφή της αγοραστικής δύναμης μέσω των νομισμάτων δεν είναι πολιτική ανάπτυξης, είναι κλοπή από τις μελλοντικές γενιές.
Το φαινόμενο του «εικονικού» κόστους της σημερινής Καθαρής Παρούσας Αξίας αυτών των IOUs σημαίνει ότι, καθώς το ΑΕΠ, η παραγωγικότητα και το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα δεν βελτιώνονται, τουλάχιστον όσο το χρέος εκδίδεται, δημιουργούμε μια ωρολογιακή βόμβα οικονομικών ανισορροπιών που θα εκραγεί κάποτε στο μέλλον.
Το γεγονός ότι η βόμβα καθυστερεί άλλο ένα έτος για να εκραγεί δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει.
Η κυβέρνηση δεν εκδίδει “παραγωγικό χρήμα”.
Η αύξηση της προσφοράς χρήματος είναι ένα δάνειο που δανείζεται η κυβέρνηση από τις κεντρικές τράπεζες, αλλά εμείς, οι πολίτες, πληρώνουμε.
Η πληρωμή έρχεται με την καταστροφή της αγοραστικής δύναμης και την κατάσχεση του πλούτου μέσω της υποτίμησης και του πληθωρισμού.
Το «φαινόμενο του πλούτου» των μετοχών και των ομολόγων αυξάνεται για τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών, καθώς πάνω από το 90% του μέσου όρου των νοικοκυριών βρίσκεται σε καταθέσεις.
Στην πραγματικότητα, η μαζική εξόφληση του χρέους είναι απλώς ένας τρόπος για τη διαιώνιση και ενίσχυση της επίδρασης του δημόσιου τομέα στον ιδιωτικό τομέα.
Πρόκειται για de facto εθνικοποίηση.
Επειδή η κεντρική τράπεζα δεν «χρεοκοπεί», μεταφέρει μόνο τις οικονομικές της ανισορροπίες στις ιδιωτικές τράπεζες, επιχειρήσεις και στην κοινωνία.
Η κεντρική τράπεζα μπορεί να “τυπώσει” όσα χρήματα θέλει και η κυβέρνηση να επωφεληθεί από αυτήν την εξέλιξη, αλλά με αυτό τον τρόπο δημιουργούνται μεταγενέστερες οικονομικές κρίσεις μέσω χαλαρών νομισματικών πολιτικών.
Πάντα κύριος υπεύθυνος της αποτυχίας, είναι ο δημόσιος τομέας, ενώ ο ιδιωτικός τομέας υφίσταται το φαινόμενο παραγκωνισμού σε περιόδους κρίσεων μέσω της δήμευσης που προκαλεί η αύξηση της φορολογίας και πλούτου.
Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι δαπάνες των κυβερνήσεων ως προς το ΑΕΠ είναι σήμερα σχεδόν 40% στον ΟΟΣΑ και αυξάνονται, η φορολογική επιβάρυνση είναι σε υψηλά επίπεδα και το δημόσιο χρέος αυξάνεται.
Η νομισματοποίηση είναι ένα τέλειο σύστημα για ένα είδιος “εθνικοποίησης” της οικονομίας, περνώντας όλους τους κινδύνους υπερβολικών δαπανών και ανισορροπιών στους φορολογούμενους.
Και πάντα τελειώνει άσχημα.
Επειδή δύο και δύο δεν ισούνται με είκοσι δύο.
Καθώς φορολογούμε το παραγωγικό για να διαιωνιζόμαστε και να επιδοτούμε τις μη παραγωγικές δυνάμεις μιας οικονομίας, ο αντίκτυπος στην αγοραστική δύναμη και την καταστροφή του πλούτου είναι μόνο αυξανόμενος.
Το να πιστεύεις ότι αυτή τη φορά θα είναι διαφορετικά τα πράγματα και οι κυβερνήσεις θα ξοδέψουν όλα αυτά τα τεράστια “πολύ ακριβά χρήματα” με σύνεση είναι απλά φρούδες ελπίδες.
Κάθε κυβέρνηση έχει όλα τα κίνητρα των υπερβάσεων, καθώς ο στόχος της είναι να μεγιστοποιήσει τον προϋπολογισμό και να αυξήσει τη γραφειοκρατία ως μέσο εξουσίας.
Έχει επίσης όλα τα κίνητρα κάθε κυβέρνηση να κατηγορεί για τα λάθη της πάντα κάποιον άλλον.
Οι κυβερνήσεις κατηγορούν πάντα κάποιον για τα λάθη τους.
Ποιος κατηγορείται για τη λήψη “υπερβολικού κινδύνου” όταν αυξάνεται;
Κάποιος άλλος.
Ποιος αυξάνει την προσφορά χρήματος;
Κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες.
Ποιος κατηγορείται όταν η κατάσταση ξεφεύγει από τον έλεγχο οι εμπορικές τράπεζες για τον “απερίσκεπτο δανεισμό” και την “απορύθμιση”.
Φυσικά, οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να εκτυπώσουν όσα χρήματα θέλουν, αυτό που δεν μπορούν να κάνουν είναι να πείσουν τις κοινωνίες ότι έχει αξία, αυτό που κάνουν.
Εξ ου και χαμηλότερες πραγματικές επενδύσεις οδηγούν σε χαμηλότερη παραγωγικότητα.
Εν τω μεταξύ, οι περίφημες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που υποσχέθηκαν εξαφανίζονται σαν κακές αναμνήσεις.
Πρόκειται για ένα έξυπνο σύστημα Machiavellian που ουσιαστικά πλήττει τις ελεύθερες αγορές ωφελώντας δυσανάλογα τις κυβερνήσεις: έχοντας απεριόριστη πρόσβαση σε χρήμα και πίστωση χωρίς κινδύνους.
Οι αριθμοί είναι συγκλονιστικοί.
Χωρίς ύφεση ή κρίση, οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες αγοράζουν περισσότερα από 200 δισεκατομμύρια δολάρια το μήνα σε δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, όπως η ΕΚΤ και της Τράπεζας της Ιαπωνίας Bank of Japan.
Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ η FED διαθέτει πάνω από το 14% του συνολικού δημόσιου χρέους των ΗΠΑ.
Οι ισολογισμοί της ΕΚΤ και του BOJ υπερβαίνουν το 35% και το 70% του ΑΕΠ τους.
Η Τράπεζα της Ιαπωνίας είναι σήμερα μεταξύ των 10 μεγαλύτερων μετόχων στο 90% του Nikkei.
Η ΕΚΤ κατέχει το 9,2% της ευρωπαϊκής αγοράς ομολογιακών δανείων και περισσότερο από το 10% του συνολικού χρέους των κυριότερων ευρωπαϊκών χωρών.
Η Τράπεζα της Αγγλίας κατέχει μεταξύ 25% και 30% του κρατικού χρέους του Ηνωμένου Βασιλείου.
Μια πρόσφατη έκθεση της CLSA, προειδοποιεί για το τι αποκαλεί “εθνικοποίηση της δευτερογενούς αγοράς”.
Η Bank of Japan (Τράπεζα της Ιαπωνίας), με την εξαιρετικά επεκτατική πολιτική της, έχει καταστεί ο μεγαλύτερος μέτοχος των μεγαλύτερων εταιρειών του Nikkei 225.
Στην πραγματικότητα, η ιαπωνική κεντρική τράπεζα ήδη αντιπροσωπεύει το 60% της αγοράς ETF (αμοιβαία κεφάλαια που διαπραγματεύονται στο χρηματιστήριο) στην Ιαπωνία.
Τι μπορεί να πάει στραβά;
Γενικά, η κεντρική τράπεζα όχι μόνο δημιουργεί μεγαλύτερες ανισορροπίες, στρεβλώσεις και ακραίες αποτιμήσεις καθώς οι εξαιρετικά χαλαρές πολιτικές διαιωνίζουν τα λάθη, αποδυναμώνουν την ταχύτητα της απόδοσης των χρημάτων, ενθαρρύνουν την δημιουργία χρέους και τις κακές επενδύσεις.
Πιστεύοντας ότι αυτή η πολιτική είναι αβλαβής επειδή “δεν υπάρχει πληθωρισμός” και η ανεργία είναι χαμηλή….αποδεικνύεται…επικίνδυνο παιχνίδι.
Οι κυβερνήσεις εκδίδουν τεράστια ποσά χρέους και φθηνού χρήματος προωθώντας την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα και την κακή κατανομή κεφαλαίου.
Ως εκ τούτου, η ανάπτυξη λόγω παραγωγής καταρρέει, οι πραγματικοί μισθοί μειώνονται και η αγοραστική δύναμη των νομισμάτων μειώνεται, οδηγώντας το πραγματικό κόστος ζωής και το χρέος να αυξάνεται περισσότερο από το πραγματικό ΑΕΠ.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, το συνολικό χρέος έχει αυξηθεί στο 325% του ΑΕΠ, ενώ οι εταιρείες ζόμπι φτάνουν σε κρίσιμα επίπεδα, σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών.
Τα περιουσιακά στοιχεία των κρατών που κατέχουν οι κεντρικές τράπεζες δεν είναι στοιχεία υψηλής ποιότητας, είναι ένα IOU που μεταφέρεται στις επόμενες γενιές και θα εξοφληθεί με τρεις τρόπους:
με μαζικό πληθωρισμό,
με μια σειρά χρηματοπιστωτικών κρίσεων ή
με εκρηκτική ανεργία.
Η καταστροφή της αγοραστικής δύναμης μέσω των νομισμάτων δεν είναι πολιτική ανάπτυξης, είναι κλοπή από τις μελλοντικές γενιές.
Το φαινόμενο του «εικονικού» κόστους της σημερινής Καθαρής Παρούσας Αξίας αυτών των IOUs σημαίνει ότι, καθώς το ΑΕΠ, η παραγωγικότητα και το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα δεν βελτιώνονται, τουλάχιστον όσο το χρέος εκδίδεται, δημιουργούμε μια ωρολογιακή βόμβα οικονομικών ανισορροπιών που θα εκραγεί κάποτε στο μέλλον.
Το γεγονός ότι η βόμβα καθυστερεί άλλο ένα έτος για να εκραγεί δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει.
Η κυβέρνηση δεν εκδίδει “παραγωγικό χρήμα”.
Η αύξηση της προσφοράς χρήματος είναι ένα δάνειο που δανείζεται η κυβέρνηση από τις κεντρικές τράπεζες, αλλά εμείς, οι πολίτες, πληρώνουμε.
Η πληρωμή έρχεται με την καταστροφή της αγοραστικής δύναμης και την κατάσχεση του πλούτου μέσω της υποτίμησης και του πληθωρισμού.
Το «φαινόμενο του πλούτου» των μετοχών και των ομολόγων αυξάνεται για τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών, καθώς πάνω από το 90% του μέσου όρου των νοικοκυριών βρίσκεται σε καταθέσεις.
Στην πραγματικότητα, η μαζική εξόφληση του χρέους είναι απλώς ένας τρόπος για τη διαιώνιση και ενίσχυση της επίδρασης του δημόσιου τομέα στον ιδιωτικό τομέα.
Πρόκειται για de facto εθνικοποίηση.
Επειδή η κεντρική τράπεζα δεν «χρεοκοπεί», μεταφέρει μόνο τις οικονομικές της ανισορροπίες στις ιδιωτικές τράπεζες, επιχειρήσεις και στην κοινωνία.
Η κεντρική τράπεζα μπορεί να “τυπώσει” όσα χρήματα θέλει και η κυβέρνηση να επωφεληθεί από αυτήν την εξέλιξη, αλλά με αυτό τον τρόπο δημιουργούνται μεταγενέστερες οικονομικές κρίσεις μέσω χαλαρών νομισματικών πολιτικών.
Πάντα κύριος υπεύθυνος της αποτυχίας, είναι ο δημόσιος τομέας, ενώ ο ιδιωτικός τομέας υφίσταται το φαινόμενο παραγκωνισμού σε περιόδους κρίσεων μέσω της δήμευσης που προκαλεί η αύξηση της φορολογίας και πλούτου.
Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι δαπάνες των κυβερνήσεων ως προς το ΑΕΠ είναι σήμερα σχεδόν 40% στον ΟΟΣΑ και αυξάνονται, η φορολογική επιβάρυνση είναι σε υψηλά επίπεδα και το δημόσιο χρέος αυξάνεται.
Η νομισματοποίηση είναι ένα τέλειο σύστημα για ένα είδιος “εθνικοποίησης” της οικονομίας, περνώντας όλους τους κινδύνους υπερβολικών δαπανών και ανισορροπιών στους φορολογούμενους.
Και πάντα τελειώνει άσχημα.
Επειδή δύο και δύο δεν ισούνται με είκοσι δύο.
Καθώς φορολογούμε το παραγωγικό για να διαιωνιζόμαστε και να επιδοτούμε τις μη παραγωγικές δυνάμεις μιας οικονομίας, ο αντίκτυπος στην αγοραστική δύναμη και την καταστροφή του πλούτου είναι μόνο αυξανόμενος.
Το να πιστεύεις ότι αυτή τη φορά θα είναι διαφορετικά τα πράγματα και οι κυβερνήσεις θα ξοδέψουν όλα αυτά τα τεράστια “πολύ ακριβά χρήματα” με σύνεση είναι απλά φρούδες ελπίδες.
Κάθε κυβέρνηση έχει όλα τα κίνητρα των υπερβάσεων, καθώς ο στόχος της είναι να μεγιστοποιήσει τον προϋπολογισμό και να αυξήσει τη γραφειοκρατία ως μέσο εξουσίας.
Έχει επίσης όλα τα κίνητρα κάθε κυβέρνηση να κατηγορεί για τα λάθη της πάντα κάποιον άλλον.
Οι κυβερνήσεις κατηγορούν πάντα κάποιον για τα λάθη τους.
Ποιος κατηγορείται για τη λήψη “υπερβολικού κινδύνου” όταν αυξάνεται;
Κάποιος άλλος.
Ποιος αυξάνει την προσφορά χρήματος;
Κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες.
Ποιος κατηγορείται όταν η κατάσταση ξεφεύγει από τον έλεγχο οι εμπορικές τράπεζες για τον “απερίσκεπτο δανεισμό” και την “απορύθμιση”.
Φυσικά, οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να εκτυπώσουν όσα χρήματα θέλουν, αυτό που δεν μπορούν να κάνουν είναι να πείσουν τις κοινωνίες ότι έχει αξία, αυτό που κάνουν.
Εξ ου και χαμηλότερες πραγματικές επενδύσεις οδηγούν σε χαμηλότερη παραγωγικότητα.
Εν τω μεταξύ, οι περίφημες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που υποσχέθηκαν εξαφανίζονται σαν κακές αναμνήσεις.
Πρόκειται για ένα έξυπνο σύστημα Machiavellian που ουσιαστικά πλήττει τις ελεύθερες αγορές ωφελώντας δυσανάλογα τις κυβερνήσεις: έχοντας απεριόριστη πρόσβαση σε χρήμα και πίστωση χωρίς κινδύνους.
*Πηγή: bankingnews.gr