Τραμπ και Ερντογάν είχαν απόψε μακρά τηλεφωνική συνομιλία.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ επιβεβαίωσε σήμερα ότι συζήτησε με τον Τούρκο ομόλογό του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν το θέμα της «αργής και εξαιρετικά συντονισμένης» αποχώρησης των αμερικανικών στρατευμάτων από τη Συρία. Ο Τραμπ και ο Ερντογάν φαίνεται ότι επιχειρούν να ξαναστήσουν τη συμμαχία τους με αμοιβαίους συμβιβασμούς στις ανοικτές διαφορές τους. Η Ελλάδα, η Κύπρος και οι Κούρδοι θα είναι ο «μεζές» μιας ενδεχόμενης νέας συμμαχίας ΗΠΑ – Τουρκίας.
«Έπειτα από πολλά χρόνια επιστρέφουν στην πατρίδα τους» έγραψε στο Twitter ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος, αναφέροντας επίσης στο μήνυμά του:
«Μόλις είχα μια μακρά και παραγωγική τηλεφωνική συνδιάλεξη» με τον Ερντογάν.Κατόπιν, προσέθεσε ότι οι δύο ηγέτες συνομίλησαν και για την οργάνωση Ισλαμικό Κράτος, «την αμοιβαία μας εμπλοκή στη Συρία» και τις εμπορικές σχέσεις που «έχουν αναπτυχθεί σημαντικά».
Ο Τραμπ ανακοίνωσε την Τετάρτη ότι θα αποσύρει όσο το δυνατόν συντομότερα τους περίπου 2000 Αμερικανούς στρατιώτες που έχουν αναπτυχθεί στη βορειοανατολική Συρία, όπου μάχονται στο πλευρό των Αραβο-Κούρδων πολιτοφυλάκων εναντίον των τζιχαντιστών.Αυτή η αποχώρηση αφήνει στην πραγματικότητα την κουρδική πολιτοφυλακή YPG χωρίς στρατιωτική στήριξη, ενώ ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν απειλεί να επιτεθεί εναντίον της, θεωρώντας τους Κούρδους μαχητές τρομοκράτες.
Η απόφαση του Αμερικανού προέδρου προκάλεσε σοκ στις ΗΠΑ και σε όλους τους διεθνείς «συμμάχους» της (Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία κλπ). Οδήγησε στις παραιτήσεις του υπουργού Άμυνας Τζιμ Μάτις και του ειδικού απεσταλμένου στον διεθνή συνασπισμό κατά των τζιχαντιστών Μπρετ ΜακΓκερκ, που αντιτίθεντο στην απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων.
Μπορεί να φαίνεται παράδοξο αλλά δεν είναι: Ο υπερσυντηρητικός Τραμπ να τάσσεται υπέρ της αποχώρησης των αμερικανικών στρατευμάτων από Συρία, Αφγανιστάν κλπ, ενώ οι «δημοκρατικοί» «διεθνιστές» να υποστηρίζουν φανατικά την παραμονή τους.
Ο Τραμπ τείνει να ερμηνεύει το «Πρώτα η Αμερική» με σκληρό εμπορικό πόλεμο για την υπεράσπιση της αμερικανικής οικονομίας με την ταυτόχρονη στρατιωτική αναδίπλωση των ΗΠΑ από εμπόλεμη παρουσία και τον «δίκαιο» επιμερισμό των στρατιωτικών βαρών ανάμεσα στα μέλη του ΝΑΤΟ.