Ποιο είναι το μεγαλύτερο παράδοξο που παρουσιάζουν τη στιγμή αυτή οι ΗΠΑ; Το γεγονός ότι ο πρόεδρος της χώρας απειλείται με καθαίρεση, όπως προτρέχοντας ευελπιστούν οι αντίπαλοί του, ενώ ο ίδιος εξαπολύει φραστικές επιθέσεις εναντίον του υπουργού Δικαιοσύνης που ο ίδιος διόρισε, επειδή ήταν ο παλαιότερος υποστηρικτής του στη Γερουσία;
Όχι απαραίτητα.
Άλλωστε, πολιτικά θρίλερ σαν και αυτό που εκτυλίσσεται τις τελευταίες ημέρες έχει ζήσει Αμερική και στο παρελθόν (π.χ. Γουότεργκείτ, Μόνικα-γκεϊτ), χωρίς να ευοδωθεί η περίπλοκη διαδικασία της καθαίρεσης, η οποία προϋποθέτει δραματική αλλαγή των συσχετισμών στο Κογκρέσο και εγκατάλειψη του προέδρου από την ίδια του την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Πόσω μάλλον όταν τα ποσοστά δημοτικότητας του Τραμπ παραμένουν απαράλλακτα, ενώ οι κατηγορίες εναντίον συνεργατών του δεν τον αγγίζουν προς το παρόν κατά τρόπο που να δικαιολογεί μία μεγάλη θεσμική περιπέτεια.
Οι γνωρίζοντες έχουν στραμμένο το βλέμμα τους αλλού. Και το πραγματικό παράδοξο που προσπαθούν να εξηγήσουν είναι πώς γίνεται ο Τραμπ να στρέφεται εναντίον του διοικητή της κεντρικής τράπεζας που ο ίδιος διόρισε.
Αυτό ακριβώς συνέβη με τη συνέντευξη του Αμερικανού προέδρου στο Reuters τη Δευτέρα, όπου ο ένοικος του Λευκού Οίκου παραπονέθηκε ότι δεν έχει τη βοήθεια της κεντρικής τράπεζας, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε άλλες χώρες.
“Δεν είμαι ενθουσιασμένος από την απόφασή του για αύξηση των επιτοκίων” δήλωσε ο Τραμπ σχετικά με τον Τζερόμ Πάουελ, τον οποίο επέλεξε για αντικαταστάτη της Τζάνετ Γέλεν, ένοχης απλώς για το “μείζον αμάρτημα” ότι είχε διοριστεί από τον Μπαράκ Ομπάμα.
Πράγματι, από τον Φεβρουάριο, οπότε και ανέλαβε τα ηνία της Fed, ο Πάουελ έχει προχωρήσει σε δύο αυξήσεις των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης έκαστη, ενώ τα πρακτικά της συνεδρίασης της νομισματικής επιτροπής στις 31 Ιουλίου – 1 Αυγούστου, που δημοσιοποιήθηκαν στα μέσα της εβδομάδας, δείχνουν ότι η κεντρική τράπεζα έχει την πρόθεση να συνεχίσει στην ίδια γραμμή – με την επιφύλαξη μόνο των αβεβαιοτήτων που προκαλεί ο εν εξελίξει διεθνής εμπορικός πόλεμος.
Η ετήσια “συνάντηση περισυλλογής” της διοίκησης τις Fed που ξεκινά σήμερα Παρασκευή στο θέρετρο του Jackson Hole στο Ουαϊόμινγκ, θα προσφέρει ενδεχομένως περισσότερη σαφήνεια στην κατεύθυνση που θα ακολουθήσει η νομισματική πολιτική. Εξού και οι επενδυτές έχουν πολύ περισσότερο στραμμένα τα βλέμματά τους, εκεί παρά στο μιντιακό θόρυβο σχετικά με τις δικαστικές περιπέτειες των πρώην συνεργατών του Τραμπ, Πολ Μάναφορτ και Μάικλ Κόεν.
Άλλωστε, η μεταστροφή του Κόεν από δικηγόρο του Τραμπ σε συνεργαζόμενο μάρτυρα εναντίον του, συνέπεσε με ένα ρεκόρ, καθώς η άνοδος της Wall Street μόλις ξεπέρασε σε διάρκεια τη δεκαετία της bullish market, που έληξε με το σπάσιμο της φούσκας των dot com το 2000. Τα δε νεώτερα επεισόδια του Russiagate και των συναφών σκανδάλων μικρό αντίκτυπο είχαν στη συμπεριφορά των αγορών, που αν νοιάζονται για κάτι είναι η (πρακτικά ανύπαρκτη) πιθανότητα αντιστροφής των τεράστιων φοροαπαλλαγών που θέσπισε ο Τραμπ.
Οι αιχμές του Αμερικανού προέδρου εναντίον του Πάουελ είχαν ξεκινήσει από τον Ιούλιο όταν μιλώντας προς το CNBC δήλωνε ότι δεν είναι “διόλου ευτυχής” με τις επιλογές της Fed: “Κάνουμε ό,τι κάνουμε και μετά βλέπω τα επιτόκια να ανεβαίνουν” είχε τονίσει χαρακτηριστικά.
Είναι προφανές ότι η ενδυνάμωση του δολαρίου δεν συμβαδίζει με τη λογική των εμπορικών πολέμων. Ωστόσο, η πολιτική της Fed συνιστά ενδεχομένως μεγαλύτερο πλήγμα προς τους διεθνείς ανταγωνιστές των ΗΠΑ (οι οποίοι βρίσκονται αντιμέτωποι με ολοένα και μεγαλύτερες δυσκολίες στην εξυπηρέτηση του χρέους τους σε δολάρια), απ’ ό,τι οι δασμοί του Τραμπ, πού κυριότερο αποτέλεσμα τους μέχρι τώρα έχουν λ.χ. τη μεγαλύτερη διείσδυση της γερμανικής και ιαπωνικής αυτοκινητοβιομηχανίας στην αχανή κινεζική αγορά.
Το να παραπονείται ο ένοικος του Λευκού Οίκου ότι η κεντρική τράπεζα δεν “διευκολύνει” ακούγεται οξύμωρο, όταν επί μία δεκαετία η Fed κάνει ακριβώς αυτό, με αποτέλεσμα μία πρωτοφανή στα χρονικά διόγκωση του ισολογισμού της. Η τωρινή επιφυλακτικότητά της δεν ακούγεται παράλογη, στο τέλος ενός δεκαετούς κύκλου θετικών αναπτυξιακών ρυθμών.
Άλλωστε οι στόχοι της για τον πληθωρισμό (1,75%-2%) δείχνουν να εκπληρώνονται, σε μία συγκυρία κατά την οποία η ανεργία έχει περιοριστεί στο 3,9%, το κόστος εργασίας κινείται ανοδικά και ο ρυθμός ανάπτυξης (4,1%) είναι διπλάσιος τoυ κόστους δανεισμού των ΗΠΑ.
Μόνο ιστορικό προηγούμενο παρόμοιων τριβών ανάμεσα στην εκτελεστική εξουσία και την κεντρική τράπεζα αποτελεί η προσπάθεια του Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου στις αρχές της δεκαετίας του ’90 να παροτρύνει με διακριτικούς δημόσιους υπαινιγμούς τον τότε κεντρικό τραπεζίτη Άλαν Γκρίνσπαν να φανεί ελαστικός στην αύξηση των επιτοκίων. Ο ίδιος αργότερα απέδωσε στις κινήσεις της κεντρικής τράπεζας την ήττα του στις προεδρικές εκλογές του 1992.
Τα Trumponomics διακρίνονται βέβαια εξ ορισμού από περισσότερο άγαρμπο στυλ. Όμως τη φάση της επίθεσης του Τραμπ στον Πάουελ φαίνεται ότι βρίσκονται ανάλογοι πολιτικοί υπολογισμοί. Η περισσότερο περιοριστική νομισματική πολιτική θα μπορούσε να βλάψει τους Ρεπουμπλικάνους στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου. Αυτές ακριβώς από τις οποίες κρίνεται άλλωστε και η τύχη των προσπαθειών καθαίρεσης του Ντόναλντ Τραμπ.