Επαφές της Τουρκίας με την Αίγυπτο και τη Σαουδική Αραβία, της Σαουδικής Αραβίας με το Ιράν, αλλά και με την Συρία του Άσαντ, του Ιράν με τις δυνάμεις που συνυπέγραψαν τη διεθνή συμφωνία του 2015 για το πυρηνικό του πρόγραμμα, της Ρωσίας με τη Χεζμπολλάχ.
Σε αυτό το μεγάλο παζάρι όλων με όλους στη Μέση Ανατολή, αφότου κέρδισε τις αμερικανικές εκλογές ο Τζο Μπάιντεν, ένας περιφερειακός παίκτης, το Ισραήλ του Μπενιαμίν Νετανιάχου, έμοιαζε να έχει παραγκωνιστεί. Και μάλιστα λίγους μήνες αφότου είχε φτάσει πολύ κοντά στην εκπλήρωση του μέγιστου των φιλοδοξιών του, με τις “Συμφωνίες του Αβραάμ”, τις οποίες εκμαίευσε ο Ντόναλντ Τραμπ επιτυγχάνοντας την ομαλοποίηση των σχέσεων του εβραϊκού κράτους με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν, το Μαρόκο και το Σουδάν.
Έκτοτε, τα πάντα μοιάζουν να ταλαντεύονται σε ένα διπλό κενό. Αφενός το κενό που δημιουργεί ο διαφαινόμενος αναπροσανατολισμός της αμερικανικής μεσανατολικής πολιτικής υπό τον νέο ένοικο του Λευκού Οίκου και αφετέρου το κενό που χαίνει στην ισραηλινή πολιτική σκηνή, μετά την διεξαγωγή των τέταρτων κατά σειρά βουλευτικών εκλογών μέσα σε δύο χρόνια.
Η επιθυμία του Τζο Μπάιντεν να οριοθετήσει τη σχέση του με παραδοσιακούς (αλλά δύστροπους, σχετικά αυτονομημένους και εξαιρετικά εκτεθειμένους στην συμπόρευσή τους με τον Τραμπ) συμμάχους των ΗΠΑ στην περιοχή, όπως η Τουρκία του Ερντογάν, η Σαουδική Αραβία του πρίγκιπα Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν και το ίδιο το Ισραήλ του Νετανιάχου, καθώς και η διαφαινόμενη προσπάθειά του να μειώσει εντάσεις που περισπούν την Ουάσιγκτον από τον κύριο μέτωπό της με τους Κινέζους και Ρώσους ανταγωνιστές της, με κυριότερη την επιχειρούμενη αναβίωση της αμερικανικής συμμετοχής στην συμφωνία του 2015 για το ιρανικό πρόγραμμα (το μεγαλύτερο διπλωματικό επίτευγμα της προεδρίας Ομπάμα), προκαλούν συναγερμό σε εκείνο το τμήμα του συστήματος εξουσίας του εβραϊκού κράτους που επένδυε στο πολεμικό κλίμα έναντι της Τεχεράνης.
Πόσο μάλλον που οι εξελίξεις αυτές όχι μόνο προιωνίζονται έξοδο της Ισλαμικής Δημοκρατίας (του κύριου στρατηγικού ανταγωνιστή του Ισραήλ) από την τωρινή απομόνωσή της, αλλά διαπλέκονται και με την ρευστότητα των εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών.
Η μάχη του Νετανιάχου
Αντιμέτωπος με κατηγορίες περί διαφθοράς, ο εσαεί υπηρεσιακός Ισραηλινός πρωθυπουργός δίνει την κορυφαία προσωπική του μάχη για να μην αποκολληθεί από την εξουσία, εν μέσω ενός πολιτικού σκηνικού του οποίου το κέντρο βάρους έχει μετακινηθεί στην άκρα δεξιά, με ποικίλους εθνικιστικούς, θρησκευτικούς και εποικιστικούς πολιτικούς σχηματισμούς να κρατούν το κλειδί του σχηματισμού νέου κυβερνητικού συνασπισμού.
Ο Νετανιάχου έχει κάθε λόγο να λειτουργήσει προς τα έξω ως ο spoiler των κυοφορούμενων νέων συμβιβασμών και προς τα μέσα ως ο “αναντικατάστατος” εθνικός ηγέτης σε καιρούς συναγερμού ασφαλείας.
Με αυτή την έννοια, η ταχεία κλιμάκωση και εξάπλωση των εντάσεων που ξεκίνησαν από τη Σεϊχ Τζάρα της Ιερουσαλήμ, επεκτάθηκαν στο Τέμενος Αλ Άκσα (ιερό τόπο για τους μουσουλμάνους όπου γης) εν μέσω Ραμαζανίου και καταλήγουν σε εκτοξεύσεις ρουκετών από την Λωρίδα της Γάζας και απάντηση με μαζικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς λειτουργούν ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία, σχεδιασμένη θαρρείς να προκαλέσει το μέγιστο της οργής στους Παλαιστινίους και τους περιφερειακούς τους φίλους.
Το ότι στην πυροδότηση των συγκρούσεων πρωταγωνίστησαν ομάδες Ισραηλινών ακροδεξιών με την ανοχή των κρατικών οργάνων δείχνει επίσης ποιός ελέγχει το παιχνίδι εντός της ισραηλινής κοινωνίας.
Όπως σε όλες τις αντίστοιχες περιστάσεις το Ισραήλ διατηρεί την escalation dominance, ενώ απέναντί του έχει ένα παλαιστινιακό στοιχείο χωρίς ηγεσία, στρατηγική και διεθνή στηρίγματα. Το ότι άλλωστε οι σχεδιαζόμενες παλαιστινιακές εκλογές αναβλήθηκαν και πάλι, με αφορμή την αδυναμία εξασφάλισης συμμετοχής στην ψηφοφορία των κατοίκων της ανατολικής Ιερουσαλήμ, διαιωνίζει τη διαίρεση ανάμεσα στην Δυτική Όχθη και την ελεγχόμενη από τη Χαμάς Λωρίδα της Γάζας και εμποδίζει την ανάδυση μιας πανεθνικής ηγεσίας με νέα νομιμοποίηση.