Nέο μανιφέστο διεκδικήσεων έχουμε από την Τουρκία. Σε επιστολή με ημερομηνία 15 Ιουνίου που δημοσιεύθηκε ως επίσημο έγγραφο του ΟΗΕ στις 22 Ιουνίου, η Τουρκία όχι μόνο απορρίπτει την ελληνική θέση για ύπαρξη μίας μόνο διαφοράς, αυτής της οριοθέτησης Υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, αλλά παρουσιάζει την ατζέντα του διαλόγου όπως τον εννοεί η ίδια.
Η επιστολή:
Επιστολή της 15ης Ιουνίου 2021 του Μόνιμου Αντιπροσώπου της Τουρκίας προς τα Ηνωμένα Έθνη απευθυνόμενη στον Γενικό Γραμματέα Αναφορικά με την επιστολή του Μόνιμου Αντιπροσώπου της Ελλάδας της 15ης Φεβρουαρίου 2021 (A/75/753) και κατόπιν οδηγιών της Κυβέρνησής μου, θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή σας στα ακόλουθα.
Είναι λυπηρό το γεγονός ότι ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Ελλάδας και η ελληνική κυβέρνηση αντιλαμβάνονται τα Ηνωμένα Έθνη ως εθνικό μέσο ενημέρωσης για την προώθηση της ελληνικής ατζέντας. Η Τουρκία απορρίπτει τους ισχυρισμούς που διατυπώθηκαν στην προαναφερθείσα επιστολή, οι οποίοι είναι αβάσιμοι και ανακριβείς στο σύνολό τους.
Η σωστή παρουσίαση της κατάστασης και του ιστορικού της παρέχεται παρακάτω. Η Δημοκρατία της Τουρκίας έχει επανειλημμένα εμπλακεί σε διάλογο με την Ελλάδα για την αντιμετώπιση και επίλυση όλων των εκκρεμών ζητημάτων.
Οι συνομιλίες που προορίζονταν για τον σκοπό αυτό, οι οποίες αναφέρονται στην προαναφερθείσα επιστολή, ξεκίνησαν το 2002, ωστόσο, διακόπηκαν το 2016 κατόπιν αιτήματος της ελληνικής πλευράς και μπόρεσαν να επαναληφθούν μόλις το 2021 μετά τις επίμονες εκκλήσεις της Τουρκίας για διάλογο και συνεργασία.
Πιο συγκεκριμένα, όπως ανέφερα στην επιστολή μου της 21ης Αυγούστου 2020 (A/74/997-S/2020/826), οι δύο πλευρές είχαν ήδη συμφωνήσει να αναβιώσουν τις διμερείς συνομιλίες τον Αύγουστο του 2020. Ωστόσο, μία ημέρα πριν από την ταυτόχρονη ανακοίνωση της επανέναρξης των συνομιλιών, η Ελλάδα υπέγραψε τη λεγόμενη συμφωνία οριοθέτησης με την Αίγυπτο, η οποία παραβιάζει τα εγγενή δικαιώματα της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, η οποία σαφώς έρχεται σε αντίθεση με το πνεύμα των σχέσεων καλής γειτονίας.
Η Τουρκία πιστεύει ότι οι μηχανισμοί διαλόγου που εφαρμόζονται είναι εξαιρετικά καθοριστικής και ζωτικής σημασίας για την αντιμετώπιση των θεμάτων διαφωνίας και πρέπει να διατηρηθούν με τη μέγιστη προσοχή.
Η Τουρκία έχει συμμετάσχει στον εξηκοστό δεύτερο γύρο συμβουλευτικών συνομιλιών καθώς και στις πολιτικές διαβουλεύσεις με την Ελλάδα, σύμφωνα με αυτή την εποικοδομητική προσέγγιση, και θα συνεχίσει να το πράττει.
Η Ελλάδα, από την άλλη πλευρά, προσπαθεί να υπονομεύσει τους μηχανισμούς διαλόγου παρουσιάζοντας την κατάσταση σαν να υπάρχει μόνο ένα πρόβλημα μεταξύ των δύο κρατών, δηλαδή η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης.
Στην πραγματικότητα, αυτό είναι μόνο ένα από τα πολλά μακροχρόνια ζητήματα μεταξύ των δύο κρατών, τα οποία περιλαμβάνουν το εύρος των χωρικών υδάτων και του εθνικού εναέριου χώρου, την κυριαρχία των νησιών, των νησίδων και των βράχων που δεν παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα μέσω έγκυρων διεθνών μέσων, την παραβίαση του αποστρατιωτικοποιημένου καθεστώτος των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου από την Ελλάδα και το ζήτημα των περιοχών αρμοδιοτήτων (FIR, SAR και NAVTEX).
Όσον αφορά τις αξιώσεις του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου, θα ήθελα να αναφερθώ στην επιστολή μου της 14ης Οκτωβρίου 2020 (A/75/521). Η εγγενής ασυνέπεια σε όλο το φάσμα των ελληνικών επιχειρημάτων σχετικά με τα εκκρεμή ζητήματα με την Τουρκία είναι πιο εμφανής στις ελληνικές αξιώσεις του εθνικού εναέριου χώρου.
Η Ελλάδα εφαρμόζει σήμερα 6 ναυτικά μίλια χωρικών υδάτων στο Αιγαίο Πέλαγος, ενώ ο ελληνικός εθνικός εναέριος χώρος στην περιοχή θεωρείται ότι είναι 10 ναυτικά μίλια, γεγονός που καθιστά την Ελλάδα τη μοναδική χώρα στον κόσμο με αταίριαστο και αυθαίρετο εθνικό εναέριο χώρο.
Αυτή η ασυνέπεια δεν συνάδει με το διεθνές δίκαιο, το οποίο ορίζει ότι ο εθνικός εναέριος χώρος μιας χώρας δεν πρέπει να υπερβαίνει το όριο χωρικών υδάτων της.
Ο ελληνικός ισχυρισμός ότι τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη που πετούν εντός της λωρίδας των 6-10 μιλίων παραβιάζουν τον ελληνικό εναέριο χώρο είναι αβάσιμος, καθώς τα αεροσκάφη αυτά πετούν στον διεθνή εναέριο χώρο του Αιγαίου.
Επιπλέον, η Τουρκία δεν γνωρίζει καμία άλλη χώρα που να αναγνωρίζει και να ανέχεται τέτοιου είδους αυθαίρετες αξιώσεις.
Όσον αφορά τις μαξιμαλιστικές και υπερβολικές αξιώσεις θαλάσσιων συνόρων, η Ελλάδα προσπαθεί επίμονα να επιβάλει αυτόματη πλήρη επήρεια για όλα τα νησιά στη δημιουργία της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης και της υφαλοκρηπίδας, συμπεριλαμβανομένου του νησιού του Καστελλόριζου.
Σύμφωνα με αυτόν τον παράλογο ισχυρισμό, ένα νησί 10 km2, το οποίο απέχει μόλις 2 χιλιόμετρα από την τουρκική ηπειρωτική χώρα και 580 χιλιόμετρα μακριά από την ελληνική ηπειρωτική χώρα, υποτίθεται ότι θα δημιουργήσει μια περιοχή υφαλοκρηπίδας/αποκλειστικής οικονομικής ζώνης 40.000 km2.
Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει πράγματι να θεωρηθεί ένα αξιοσημείωτο βήμα για την Ελλάδα να αναφερθεί στον “Χάρτη της Σεβίλλης” ως “ιδιωτικό χάρτη”, αποφεύγοντας φαινομενικά να του χορηγήσει επίσημη έγκριση.
Η περιγραφή του χάρτη αυτού, ωστόσο, κωδικοποιείται στην ελληνική εθνική νομοθεσία (νόμος 2289/1995, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 4001/2011), βάσει της εφαρμογής της μεθόδου ίσης απόστασης, αν και δεν αναγνωρίζεται και θεωρείται άκυρη από την Τουρκία.
Επιπλέον, οι κανόνες του διεθνούς δικαίου που διέπουν την παραπομπή διαφορών από κράτη στο Διεθνές Δικαστήριο, συμπεριλαμβανομένης της θεμελιώδους αναγκαιότητας της αμοιβαίας συναίνεσης, είναι σαφείς.
Η Ελλάδα, ωστόσο, παραβιάζοντας αυτόν τον κανόνα, προχώρησε μονομερώς στο Διεθνές Δικαστήριο, παρόλο που η Τουρκία και η Ελλάδα δεν είχαν συμμετάσχει σε διμερείς διαπραγματεύσεις για την αντιμετώπισή του εκείνη την εποχή.
Το 1978, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν ήταν αρμόδιο να κρίνει την ελληνική αίτηση επί της ουσίας του ερωτήματος, δεδομένης της έλλειψης συναίνεσης και από τις δύο πλευρές.
Ως εκ τούτου, οι ελληνικοί ισχυρισμοί που περιέχονται στην προαναφερθείσα επιστολή είναι εντελώς αβάσιμοι και παραπλανητικοί.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί σχετικά ότι η Ελλάδα διατηρεί μέχρι σήμερα τις επιφυλάξεις της για την υποχρεωτική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου σε θέματα οριοθέτησης των θαλάσσιων συνόρων, του εύρους του εθνικού εναέριου χώρου και της αποστρατικοποίησης των νησιών.