Η ανακοίνωση της συγκρότησης της κυβέρνησης του Paolo Gentiloni στην Ιταλία επιβεβαίωσε ότι στην πραγματικότητα η επιλογή να του δοθεί το χρίσμα, ύστερα από την παραίτηση του Matteo Renzi, είναι μια επιλογή ουσιώδους συνέχειας με την προηγούμενη κατάσταση και συνεπώς ο τέως πρωθυπουργός κάθε άλλο παρά έχει απομακρυνθεί από τον σχεδιασμό του να επιστρέψει ως πρωταγωνιστής στην ιταλική πολιτική ζωή.
Άλλωστε, ο ίδιος ο μέχρι χθες υπουργός Εξωτερικών, είναι ένας βετεράνος του “μεταμορφισμού”, αυτής της ιδιαίτερης ιταλικής παράδοσης που θέλει τους πολιτικούς να αλλάζουν σταδιακά φυσιογνωμία μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Συνεπώς δεν μπορεί να εμπνεύσει ιδιαιτέρως, πέραν του να διαχειριστεί την κυβερνητική εξουσία εν αναμονή των επόμενων κινήσεων του ίδιου του Renzi.
Και το κυριότερο: τον Renzi που δεν είχε αναδειχθεί πρωθυπουργός από τις κάλπες, τον αντικαθιστά άλλος ένας πρωθυπουργός που επίσης δεν έχει εκλεγεί – πλην λιγότερο χαρισματικός και λιγότερο επιρρεπής στις ηχηρές διαμάχες με τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο που τώρα ίσως να τις επιβάλλει το ιταλικό εθνικό συμφέρον περισσότερο από ποτέ.
Γόνος ευγενούς οικογενείας, ο Gentiloni θα περάσει από την ιταλική εξωκοινοβουλευτική Αριστερά πριν προσεγγίσει τον ευρύτερο χώρο του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας στη δεκαετία του 1980, για να περάσει μετά στον χώρο της οικολογίας και στη στενή συνεργασία με τον Francesco Rutelli, τότε δήμαρχο Ρώμης και μετέπειτα ιδρυτή του κόμματος της “Μαργαρίτας”, που θέλησε να εκφράσει τους προερχόμενους από την αριστερή πτέρυγα της πάλαι ποτέ Χριστιανοδημοκρατίας. Ήταν ως υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου του Δήμου που έκανε το πέρασμα από την δημοσιογραφία στην επαγγελματική ενασχόληση με την πολιτική – εξ ού και το πρώτο υπουργικό χαρτοφυλάκιο που ανέλαβε (στην κυβέρνηση Prodi το 2004) ήταν του Τύπου.
Ο Gentiloni θα βρεθεί στο Δημοκρατικό Κόμμα μετά από τη συγχώνευση της “Μαργαρίτας” με τους “Δημοκρατικούς της Αριστεράς” (τη μετεξέλιξη του κύριου όγκου του ΚΚΙ). Στη σκιά για μεγάλο διάστημα, θα έρθει τρίτος το 2013 στις προκριματικές εκλογές για την επιλογή του υποψηφίου της κεντροαριστεράς στη Ρώμη.
Η θέση του υπουργού Εξωτερικών στην κυβέρνηση Renzi ήταν υπ’ αυτή την έννοια η πιο υψηλή που είχε λάβει. Μεγαλύτερο επίτευγμά του, το γεγονός ότι κατάφερε να υπερδιπλασιάσει τις εξαγωγές όπλων της Ιταλίας, από 2,9 δισεκατομμύρια ευρώ το 2014 στα 8,2 δισεκατομμύρια ευρώ το 2015, συμπεριλαμβανομένων και μαζικών πωλήσεων όπλων προς την Σαουδική Αραβία.
Η σύνθεση της κυβέρνησης Gentiloni επιβεβαιώνει το στοιχείο της συνέχειας. Η παραμονή του Pier Carlo Padoan, πρώην επικεφαλής οικονομολόγου του ΟΟΣΑ, στο υπουργείο Οικονομικών έρχεται να καθησυχάσει τις αγορές αλλά και τους διεθνείς οργανισμούς ότι δεν θα υπάρξει σημαντική αλλαγή πολιτικής – σε μια συγκυρία που τα βλέμματα στρέφονται στην κρίση του ιταλικού τραπεζικού συστήματος και ιδίως Monte dei Paschi di Siena που επιχειρεί αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ύψους 5 δισ. ευρώ από τον ιδιωτικό τομέα, ώστε να αποφύγει το bail out.
Η μετακίνηση του Angelino Alfano, πρώην υπουργού Δικαιοσύνης στην τελευταία κυβέρνηση Berlusconi και νυν ηγέτη του μικρού συγκυβερνώντος κόμματος της Νέας Κεντροδεξιάς, από το υπουργείο Εσωτερικών σε αυτό των Εξωτερικών, σε αντικατάσταση του ίδιου του Gentiloni, επίσης αποκλείει τις εκπλήξεις στην εξωτερική πολιτική της Ιταλίας. Συνολικά, μόνο 5 νέα πρόσωπα εισέρχονται στην κυβέρνηση.
Ήταν αυτός ο μικρός βαθμός ανανέωσης που προκάλεσε το καυστικό σχόλιο του πρώην πρωθυπουργού Massimo d’Alema (υποστηρικτή του “Όχι” στην συνταγματική μεταρρύθμιση) ότι “εάν η απάντηση στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι να βάλουν τον Alfano στο Εξωτερικών για να δώσουν χώρο στον Minniti [νέο υπουργό Εσωτερικών], τότε έχουμε ήδη χάσει 4 ή 5 ποσοστιαίες μονάδες”.
Μόνοι αδικημένοι στο νέο σχήμα, όσοι συμμετέχουν στο κεντροδεξιό σχήμα ALA γύρω από τον γερουσιαστή Denis Verdini, που συσπειρώνει και όσους είχαν στηρίξει στο παρελθόν τον κομματικό σχηματισμό του τέως πρωθυπουργού Mario Monti. Με την απομάκρυνση της υπουργού Παιδείας Stefania Giannini, το κόμμα εκπροσωπείται μόνο με μια θέση υφυπουργού και πλέον απειλεί ότι εν θα δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στη Γερουσία (ωστόσο η ομοθυμία εντός του Δημοκρατικού Κόμματος απαλλάσσει την κυβέρνηση Gentiloni από περιττά άγχη).
Πέραν της κρίσης του τραπεζικού συστήματος ο Gentiloni πρέπει να δει το συνολικό πρόβλημα του χρέους, τα μέτρα για την υποστήριξη των πληγέντων από τους πρόσφατους σεισμούς, τη διαμόρφωση των σχέσεων με τη Λιβύη και την Αίγυπτο στο φόντο της προσφυγικής κρίσης αλλά και την εναρμόνιση των εκλογικών νόμων για την ανάδειξη της Γερουσίας και της Βουλής, καθώς ο δεύτερος πρόκειται να κριθεί ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου στις 24 Ιανουαρίου. Και όλα αυτά με δεδομένο ότι θα έχει πολύ πιο έντονη αντιπολίτευση από μέρους του Κινήματος Πέντε Αστεριών του Beppe Grillo που συγκαταλέγεται στους μεγάλους κερδισμένους του δημοψηφίσματος.
Όμως, το μεγαλύτερο ερώτημα είναι τι θα κάνει ο ίδιος ο Renzi. Χωρίς επί της ουσίας αντίπαλο στο χώρο της Κεντροαριστεράς και χωρίς πραγματικά σκληρό αντίπαλο στην κεντροδεξιά είναι σαφές ότι ο 41χρονος τέως πρωθυπουργός ετοιμάζει τις επόμενες κινήσεις του. Σύμφωνα μάλιστα με τις πληροφορίες του Corriere della Sera, προτίθεται να παραιτηθεί από τη θέση του γραμματέα του Δημοκρατικού Κόμματος, ώστε να αναβαπτισθεί, επανεκλεγόμενος, στην ψήφο της κομματικής βάσης.
Πιθανόν να εκτιμά, όπως άλλωστε τόνιζαν αρκετοί προσκείμενοι σε αυτόν, ότι το 40% του Ναι στο δημοψήφισμα αποτελεί προσωπική του παρακαταθήκη. Όμως, την ίδια στιγμή έχει και το ίδιο το ηχηρό εμπόδιο του 60%, που σε μεγάλο βαθμό ήταν και αποδοκιμασία του ίδιου αλλά και συνολικά των επαγγελματιών της πολιτικής. Ο Renzi διατηρεί εμφανώς τον έλεγχο των πραγμάτων στο επίπεδο του κυβερνητικού συνασπισμού, αλλά καθόλου δεδομένο δεν είναι ότι αυτό αφορά, με τον ίδιο τρόπο, και το εκλογικό σώμα.