Πού έγκειται η δύναμη και πού η αδυναμία των πρωταγωνιστών της κρίσης που ξέσπασε με τη δολοφονία του Ιρανού στρατηγού Κάσεμ Σουλεϊμανί και των συντρόφων του στο αεροδρόμιο της Βαγδάτης; Για να δοθεί η απάντηση χρειάζεται να ανατρέξει κανείς στα προηγηθέντα, καθώς Ιράν και ΗΠΑ βρίσκονται ούτως ή άλλως σε έναν ακήρυχτο πόλεμο από τη στιγμή που ο Ντόναλντ Τραμπ υπαναχώρησε από τη διεθνή συμφωνία του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης και επέβαλε σκληρές κυρώσεις εναντίον της Ισλαμικής Δημοκρατίας.
Πιστός στο στυλ του, ο ένοικος του Λευκού Οίκου απέβλεπε σε μια “μυώδη” επαναδιαπραγμάτευση, η οποία θα έβαζε στο τραπέζι όσα κατεξοχήν απασχολούν τα παραδοσιακά στηρίγματα των ΗΠΑ στην περιοχή (Ισραήλ, Σαουδική Αραβία) και δεν αποτελούσαν αντικείμενο της συμφωνίας του 2015: αφενός τους βαλλιστικούς πυραύλους του Ιράν και αφετέρου την “περιφερειακή του συμπεριφορά”, δηλ. το πλέγμα συμμαχιών που οικοδόμησε με παίκτες όπως η Χεζμπολλάχ του Λιβάνου, οι ιρακινές Μονάδες Λαϊκής Κινητοποίησης, οι Χούθι της Υεμένης κ.ο.κ.
Πρόκειται ακριβώς για την “κληρονομιά” του Κάσεμ Σουλεϊμανί, ο οποίος διακρίθηκε όχι απλώς για τις στρατιωτικές του δεξιότητες (για τις οποίες αξιοποιήθηκε από τις ίδιες τις ΗΠΑ ως συμπολεμιστής στο Αφγανιστάν το 2001-2 ή στο Ιράκ εναντίον του “Ισλαμικού Κράτους”), αλλά και για τις διπλωματικές και πολιτικές. Ο Σουλεϊμανί φέρεται να ήταν ο άνθρωπος ο οποίος έπεισε τον Πούτιν να εμπλακεί στη Συρία, διεξήγαγε τη συριακή εκστρατεία εν μέσω εντονότατης εσωτερικής αμφισβήτησης από αντίπαλες φατρίες του ιρανικού καθεστώτος και σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις προοριζόταν από τον αγιατολλάχ Χαμενεϊ για την προεδρία του Ιράν.
Ο Τραμπ εκτιμούσε ότι με οικονομικά και μόνο μέσα θα ήταν σε θέση να κάμψει το Ιράν, που όμως καθόλου δεν συμμερίζεται το διαπραγματευτικό του στυλ. Η Ισλαμική Δημοκρατία μετέθεσε από ένα σημείο και μετά την αντιπαράθεση στο στρατιωτικό πεδίο, με κινήσεις, εμφανιζόμενες ως “ορφανές πατρός”, σαν τις επιθέσεις εναντίον δεξαμενοπλοίων στα Στενά του Ορμούζ αλλά και στην καρδιά της σαουδαραβικής πετρελαϊκής παραγωγής. Τα “όπλα του φτωχού”, όπως τα drones που φέρεται να έπληξαν την Aramco, έθεταν εν αμφιβόλω την ικανότητα των ΗΠΑ να προστατεύσουν τους περιφερειακούς τους συμμάχους, αλλά και την ευστάθεια της διεθνούς οικονομίας.
Η αμερικανική πλευρά έχει το πλεονέκτημα να μην είναι η δική της επικράτεια που θα απειληθεί ποτέ σε ενδεχόμενη ανάφλεξη. Έχει επίσης την πολυτέλεια απεριόριστων επιλογών κλιμάκωσης. Συνοδεύονται όμως αυτές από κόστος, υλικό και πολιτικό, που σχετικοποιεί το αμερικανικό πλεονέκτημα.
Για το Ιράν ως “αντάρτη” της διεθνούς σκηνής ισχύει ό,τι έχει ειπωθεί για κάθε αντάρτικο: αρκεί να μην χάνει (να μην συντρίβεται), για να νικήσει. Αντιθέτως, για τις ΗΠΑ είναι ήττα οτιδήποτε λιγότερο από μία ολοκληρωτική νίκη –που αναρωτιέται κανείς πώς θα μπορούσε εν προκειμένω να περιγραφεί.
Ούτως ή άλλως, εναπόκειται στο Ιράν να ορίσει τη συνέχεια, με την επιλογή που θα κάνει για να αντεκδικηθεί τον θάνατο του Σουλεϊμανί. Η απήχηση που είχε, με τις ευλογίες του Χαμενεϊ, ο στρατηγός ήδη πριν από τη δολοφονία του (ακόμη και ο Αρντεσίρ Ζαχεντί, γαμπρός και υπουργός Εξωτερικών του Σάχη, τον χαρακτήρισε “εθνικό ήρωα”), δημιουργεί μεγάλη λαϊκή πίεση στην ιρανική ηγεσία να αντεπιτεθεί. Φροντίζουν δε εκ των προτέρων οι Ιρανοί ιθύνοντες να κάνουν γνωστό ότι η απάντηση θα είναι στρατιωτική και όχι δι’ αντιπροσώπων (προφανώς για να προφυλαχθούν από προβοκάτσιες που θα μπορούσαν να αποδοθούν στο Ιράν). Δεν είναι βέβαιο ότι η γραμμή αυτή μπορεί να δεσμεύσει τις οργανώσεις του “Άξονα της Αντίστασης” του οποίου προϊστατο ο Σουλεϊμανί. Όμως ο επικεφαλής της Χεζμπολλάχ Χασάν Νασράλλα σε εκτενή του ομιλία επέμεινε ότι ο πραγματικός ένοχος για την δολοφονία Σουλεϊμανί, ο οποίος και θα πληρώσει το τίμημα, είναι ο αμερικανικός στρατός στην περιοχή.