Στις 9 Μαΐου 2021 ξεκίνησε στο Στρασβούργο η Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης (βλ. «Η Διάσκεψη για το μέλλον της Ευρώπης», Χρήστος Ευαγγέλου, Geoeurope.org, 11/5/2021). Η ευρωπαϊκή ηγεσία θεωρεί ότι η μαζική εμπλοκή των Ευρωπαίων πολιτών σε έναν τέτοιου είδους διάλογο θα βοηθήσει την Ευρώπη να κινηθεί προς τα εμπρός. Οι Βρυξέλλες πιστεύουν ότι μία bottom-up διαδικασία θα μεταφέρει στα ευρωπαϊκά κέντρα αποφάσεων τις απόψεις των Ευρωπαίων, αλλά δεν μπορούν να εγγυηθούν ότι αυτές θα μετατραπούν σε πολιτικές προτάσεις και θα στηριχτούν.
Ωστόσο, όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε στα επόμενα, η ΕΕ δεν αλλάζει μέσα από συμμετοχικές διαδικασίες, όσο ευρείες και αν είναι αυτές. Επομένως και αυτή η διάσκεψη, δεν πρόκειται να αποδώσει τίποτα σημαντικό για το μέλλον της Ευρώπης.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εμφανίσθηκαν δύο διακριτές αντιλήψεις για την ευρωπαϊκή συνεργασία. Η πρώτη υποστηρίχθηκε από τους Ευρωπαίους φεντεραλιστές –μεγάλο μέρος των οποίων συμμετείχε στα κινήματα αντίστασης κατά τη διάρκεια του πολέμου– και προωθούσε την ιδέα μετεξέλιξης της Ευρώπης σε πολιτική ομοσπονδία. Οι προσπάθειες των φεντεραλιστών είχαν ως αποτέλεσμα την ίδρυση του Συμβουλίου της Ευρώπης το 1949· ενός σημαντικού θεσμού για τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την τήρηση του νόμου στην Ευρώπη [1]. Πρόκειται όμως για έναν διακυβερνητικό οργανισμό, ο οποίος ποτέ δεν εμφάνισε καμία δυναμική μετατροπής σε ομοσπονδιακό θεσμό. Με τα δεδομένα αυτά, οι φεντεραλιστικές προσδοκίες φαίνεται να χάνουν την ισχύ τους, ήδη από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’50.
Η δεύτερη αντίληψη, η οποία αποδείχτηκε επιτυχής, βασίστηκε κυρίως στον πραγματισμό της πολιτικής, και είχε ως αποτέλεσμα την έναρξη της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης το 1952 με τη Συνθήκη των Παρισίων, η οποία ίδρυσε την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα. Οι πρωταγωνιστές αυτής της κίνησης θεωρούσαν ότι ο έλεγχος της παραγωγής άνθρακα και χάλυβα από έναν υπερεθνικό θεσμό θα έκανε αδύνατο έναν μελλοντικό πόλεμο-με βάση τις στρατιωτικές τεχνολογίες της εποχής- μεταξύ των δύο παλιών ανταγωνιστών, της Γαλλίας και της Γερμανίας. Η δημιουργία της ΕΚΑΧ είχε ταυτόχρονα έναν αρνητικό στόχο –την αποφυγή ενός νέου ευρωπαϊκού πολέμου–, αλλά και έναν θετικό – τη θεμελίωση με συγκεκριμένους όρους μιας μελλοντικής ευρωπαϊκής ομοσπονδίας. Ταυτόχρονα, η ΕΚΑΧ συνέβαλε από την πλευρά των Ευρωπαίων στη μεγαλύτερη διασφάλιση της ειρήνης στην ευρωπαϊκή ήπειρο, της οποίας όμως το κυριότερο βάρος είχε ήδη αναλάβει το ΝΑΤΟ το οποίο ιδρύθηκε το 1949 [2]. Με βάση λοιπόν αυτή τη δεύτερη αντίληψη, η ευρωπαϊκή συνεργασία γίνονταν αντιληπτή σαν ένας δρόμος που οδηγούσε σε μια πολιτική ομοσπονδία. Αυτός ο δρόμος έπρεπε να σχεδιασθεί σαν ένα σύνολο υπερεθνικών θεσμών –εκ των οποίων η ΕΚΑΧ ήταν ο πρώτος–, ο καθένας εκ των οποίων θα λειτουργούσε σε έναν ειδικό τομέα. Η αλληλεξάρτηση μεταξύ αυτών των τομέων θα ενίσχυε τη λειτουργική τους συνεργασία, καθώς η ολοκλήρωση σε έναν τομέα θα δημιουργούσε ανάγκες ολοκλήρωσης σε έναν άλλο τομέα και η όλη διαδικασία θα μπορούσε να συνεχισθεί απρόσκοπτα. Αυτή η λογική της «εκχείλισης» –της οποίας υπόβαθρο αποτελεί ο οικονομικός ντετερμινισμός και που στην πραγματικότητα δεν συγκροτεί τίποτε περισσότερο από μία τροποποιημένη εκδοχή της «απογείωσης» του Ρόστοου– αποτελεί την ουσία όλων των λειτουργιστικών θεωριών για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, και δεν θεωρείται ότι περιορίζει την κυριαρχία των εθνικών κρατών-μελών [3].
Ο λειτουργισμός διαβεβαίωνε ότι η όλη διαδικασία ολοκλήρωσης θα είχε μια μη πολιτική, τεχνική υφή, και από αυτή θα πρόκυπτε με κάποιον ανεξήγητο τρόπο μια υπερεθνική Ευρώπη – το λειτουργικό ισοδύναμο μιας πολιτικής ομοσπονδίας. Παράλληλα, ο λειτουργισμός υποστήριζε ότι η αναγκαία προϋπόθεση για την πολιτική ολοκλήρωση, δηλαδή η ύπαρξη πλουραλιστικών κοινωνιών με τάσεις εσωτερικής αρμονίας, ήταν επαρκώς διαφοροποιημένη σε ιδεολογικό και κοινωνικό επίπεδο. Αυτή η διαφοροποίηση δίνει ένα κίνητρο στις άρχουσες κοινωνικές και πολιτικές ελίτ να επιδιώξουν την ολοκλήρωση των εθνικών κρατών σε μια ανώτερη πολιτική δομή [4].
Το σχήμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης κατά τομείς συνεχίσθηκε με τη δημιουργία ενός δεύτερου τομεακού υπερεθνικού θεσμού, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (ΕΥΡΑΤΟΜ) το 1958.
Ήδη όμως η λογική αυτή είχε αρχίσει να εγκαταλείπεται και να υιοθετείται μια διαφορετική στρατηγική – αυτή της δημιουργίας μίας κοινής αγοράς που θα διασφάλιζε την ελεύθερη μετακίνηση προσώπων, κεφαλαίου, υπηρεσιών και εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών-μελών. Ταυτόχρονα, η αγροτική πολιτική δεν οργανώθηκε μέσα στο πλαίσιο μιας άλλης κοινότητας, αλλά αντιμετωπίσθηκε ως μια επιπλέον επέκταση της τομεακής ολοκλήρωσης έχοντας μια ιδιαίτερη οντότητα, γεγονός που αντανακλάστηκε και στο ιδιαίτερο κεφάλαιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), που υπογράφηκε το 1958. Οι κυριότεροι στόχοι της ΕΟΚ ήταν η στενότερη προσέγγιση των λαών της Ευρώπης, η κατάργηση των εμποδίων που χωρίζουν την Ευρώπη, η συνεχής βελτίωση των συνθηκών ζωής και εργασίας και η δημιουργία μίας κοινής αγοράς με την κατάργηση των δασμών και των άλλων περιορισμών του ελεύθερου εμπορίου μεταξύ των κρατών-μελών.
Οι διαφορές ανάμεσα στην ΕΚΑΧ και την EΥΡΑΤΟΜ από τη μια πλευρά και την ΕΟΚ από την άλλη, είναι εμφανείς τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον τρόπο οργάνωσής τους. Οι δύο πρώτες συγκροτήθηκαν κυρίως ως δομές σχεδιασμού, ενώ η ΕΟΚ ως δομή η οποία θα καταργούσε τους περιορισμούς των εθνικών κρατών για την ελεύθερη διεξαγωγή του εμπορίου σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Αυτό βέβαια δεν σήμαινε καθόλου ότι υπήρξε κάποια μετακίνηση από μία λειτουργιστική σε μία πολιτική αντίληψη για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η επιρροή του λειτουργισμού γίνεται ιδιαίτερα εμφανής στον τρόπο με τον οποίο τα κράτη-μέλη θα λάμβαναν τις αποφάσεις. Δεν υιοθετήθηκε η αρχή της πλειοψηφίας, αλλά η «κοινοτική προσέγγιση», δηλαδή η λήψη αποφάσεων μέσα από μια ενιαία βούληση. Η βούληση αυτή θα ήταν πολιτική, ενώ οι λεπτομέρειες λειτουργίας θα αφορούσαν τους τεχνοκράτες.
Υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερις βασικές δυνάμεις πίσω από τη διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, με διακριτά συμφέροντα και στόχους: πρώτον, οι ΗΠΑ, των οποίων ο βασικός στόχος ήταν η δημιουργία του «δυτικοευρωπαϊκού κρηπιδώματος» για την ανάσχεση της ΕΣΣΔ· δεύτερον, η Γαλλία, που αποσκοπούσε στην πρόσδεση της Γερμανίας σε μια στρατηγική σχέση η οποία όμως θα της διασφάλιζε μια σχετική πρωτοκαθεδρία στη Δυτική Ευρώπη· τρίτον, η Γερμανία, η οποία επιθυμούσε την επιστροφή της στην ιεραρχία των κατεστημένων δυνάμεων και τη διατήρηση ανοικτού του θέματος της επανενοποίησης της· και τέταρτον, οι φεντεραλιστές γύρω από τον Ζαν Μονέ, που επιζητούσαν τη δημιουργία μίας ευρωπαϊκής τάξης πραγμάτων, η οποία θα απέτρεπε έναν νέο ευρωπαϊκό πόλεμο.
Η όλη διαδικασία ολοκλήρωσης ήταν επιτυχής στο βαθμό που γίνονταν αποδεκτή τόσο από τα συμμετέχοντα κράτη-μέλη όσο και από τα περισσότερο διεθνοποιημένα τμήματα του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Η βάση αυτής της επιτυχίας αποτελούνταν από δύο διακριτά επίπεδα: το πρώτο αφορούσε τη διασφάλιση των προϋποθέσεων ότι η ολοκλήρωση οδηγεί σε κάποιας μορφής υπερεθνική οντότητα· το δεύτερο συνδέονταν με το ότι η πρακτική της ολοκλήρωσης βοηθά το εθνικό κράτος να ανταποκριθεί στο ρόλο του μέσα στις νέες συνθήκες που διαμορφώνει η διεθνοποίηση του κεφαλαίου και αργότερα, η παγκοσμιοποίηση [5]. Παρά το γεγονός ότι η αντίθεση μεταξύ του εθνικού κράτους και της υπερεθνικής δομής είναι πάντοτε παρούσα, πολλές φορές συνυπάρχει με μια αντίστροφη αναγκαιότητα· δηλαδή, η συμπόρευση της κρατικής και περιφερειακής οικοδόμησης ως των απαραίτητων πολιτικών υποδομών για την επέκταση των παραγωγικών δυνάμεων και τη νομιμοποίηση της εξουσίας με την οργανική ολοκλήρωση των κοινωνικών σχέσεων μέσα στις ευρωπαϊκές κοινωνίες [6]. Η κοινή συνισταμένη αυτών των δύο τάσεων ήταν η δημιουργία μίας κοινής αγοράς.
Στο βαθμό που αυτό θα αποτελούσε το μεγάλο ζητούμενο για την ΕΟΚ από το 1958, όλα τα θέματα για την ευρύτερη αρχιτεκτονική μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης, τίθεντο σε δεύτερη μοίρα. Μόνο μετά το 1992, με την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς, άρχισε να τίθεται και πάλι το ζήτημα των επόμενων βημάτων και κατευθύνσεων της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Η ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΝΙΑΙΑΣ ΑΓΟΡΑΣ
Η απάντηση δίνεται το 1992 με τη δημιουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ). Με βάση την ΟΝΕ συγκροτείται ο γαλλογερμανικός άξονας μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ανάδειξης της ενοποιημένης πλέον Γερμανίας, μετά την διάλυση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού, ως «εταίρου εν ηγεμονία» των ΗΠΑ στη μετα-διπολική ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη.
Το ερώτημα του κατά πόσον η ΟΝΕ μπορεί να ενισχύσει την πολιτική διάσταση της ΕΕ παραμένει αναπάντητο. Από τη μία υπάρχουν αυτοί που υποστηρίζουν ότι η κεντρικά –από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα– ασκούμενη νομισματική πολιτική μπορεί να επιφέρει «εκχείλιση», η οποία θα βοηθήσει στη σύγκλιση των οικονομικών και κοινοτικών πολιτικών των κρατών-μελών. Από την άλλη, η κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη άποψη θεωρεί ότι η υπάρχουσα κατάσταση, δηλαδή μία κοινή αγορά με ένα κοινό νόμισμα, μπορεί να αποτελέσει το οριστικό τέρμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης – κυρίως λόγω της έλλειψης οποιουδήποτε ιστορικού προηγούμενου ύπαρξης μιας βιώσιμης νομισματικής ένωσης η οποία δεν βασίζεται πάνω σε μια πολιτική ένωση [7].
Με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ δημιουργούνται και οι άλλοι δύο πυλώνες της ΕΕ. Ο πρώτος αφορά την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ), και ο δεύτερος τη Δικαιοσύνης και τις Εσωτερικές Υποθέσεις. Σε αντίθεση με τον πρώτο πυλώνα –ο οποίος περιλαμβάνει τη ΕΥΡΑΤΟΜ, την ΕΚΑΧ και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα– που είναι οργανωμένος σε υπερεθνική βάση, οι άλλοι δύο πυλώνες είναι οργανωμένοι σε διακυβερνητική βάση. Και οι τρεις πυλώνες αποτελούν από κοινού την ΕΕ.
Με τα δεδομένα αυτά, οι εξουσίες της ΕΕ αυξήθηκαν υπέρμετρα, ενώ την ίδια στιγμή η διαδικασία αποφάσεων έγινε περισσότερο περίπλοκη. Τα στοιχεία της διακυβερνητικότητας αυξήθηκαν σε σχέση με αυτά της υπερεθνικότητας και οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των δύο, έγιναν λιγότερο διακριτές.
Μετά το 1992 η «κοινοτική προσέγγιση» στην επίλυση των προβλημάτων αρχίζει να γίνεται όλο και πιο αντιπαραγωγική και δεν μπορεί να ακολουθήσει τη διεύρυνση της ΕΕ, τόσο στο επίπεδο της συμμετοχής νέων μελών όσο και στην υιοθέτηση νέων στόχων.
Η πορεία αυτή δείχνει ότι η υποβόσκουσα αντίθεση ανάμεσα στη συγκρότηση της ΕΕ ως μιας υπερεθνικής πολιτικής οντότητας και στην ΕΕ ως ένα σύνολο χρηστικών θεσμών που θα ενισχύσουν το ρόλο του εθνικού κράτους, αρχίζει να εκδηλώνεται σε πολλαπλά επίπεδα.
Η ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ ΑΝΤΙΘΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΣΤΑΣΕΩΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗΣ
Με βάση την κυρίαρχη οικονομική θεωρία, η ΕΕ ακολούθησε πέντε στάδια ολοκλήρωσης: α) κοινούς εξωτερικούς δασμούς από το 1968 β) κοινή εξωτερική αγορά, η οποία είναι ακόμα διαφιλονικούμενη γ) ελεύθερη κίνηση των συντελεστών παραγωγής δ) οικονομική ένωση, η οποία λειτούργησε από το 1968 για τη γεωργία και τις μεταφορές, αλλά με πολύ αργότερους ρυθμούς για άλλους τομείς, ενώ εξακολουθεί να απουσιάζει μια «κοινή βιομηχανική πολιτική» και ε) νομισματική ένωση από το 1999 [8].
Η πρακτική λειτουργία της ΕΕ δείχνει ότι αυτή η διαδικασία ολοκλήρωσης δεν ήταν ευθύγραμμη, με τα «αποτελέσματα της εκχείλισης» να διαμορφώνουν το ένα στάδιο μετά το άλλο.
Στο σημείο αυτό μπορεί να εισαχθεί και ένα δεύτερο θεωρητικό σχήμα το οποίο χρησιμοποιεί η κυρίαρχη οικονομική θεωρία· αυτό της διάκρισης μεταξύ θετικής και αρνητικής ολοκλήρωσης [9]. Στο χώρο της οικονομικής πολιτικής, από τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, η αρνητική ολοκλήρωση ήταν αυτή που υιοθετούσαν οι θιασώτες του φιλελεύθερου και νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, ενώ η θετική ολοκλήρωση υποστηρίζονταν από τους θιασώτες του οργανωμένου καπιταλισμού – κυρίως, δε, από αυτούς που πίστευαν ότι ήταν δυνατή η λειτουργία ενός ευρωπαϊκού κεϋνσιανισμού.
Στο επίπεδο των συμφερόντων του κεφαλαίου και των επιχειρήσεων η αρνητική ολοκλήρωση ικανοποιούσε τα συμφέροντα του διεθνοποιημένου κεφαλαίου –αρχικά με τη δυνατότητα ελεύθερης κίνησης μέσα στα πλαίσια της Ευρώπης και αργότερα σε παγκόσμια κλίμακα–, πάντα σε συνδυασμό με τη λιγότερη δυνατή κρατική παρέμβαση στην οικονομία στα πλαίσια του εθνικού κράτους. Αντίθετα, τα μικρότερα κεφάλαια επιζητούσαν πάντα όρους επιβίωσης μέσα στα πλαίσια της θετικής ολοκλήρωσης, καθώς και διευρυμένη κρατική παρέμβαση στην οικονομία. Μια παρόμοια στάση εκφράζονταν και από τις δυνάμεις της εργασίας, αφού η αρνητική ολοκλήρωση σήμαινε ότι μια σειρά κατακτήσεων θα αναιρούνταν, ενώ η ελεύθερη διακίνηση του συντελεστή εργασίας θα συντελούσε στη συμπίεση των μισθών και των συντάξεων. Η πρακτική λειτουργία της ΕΕ έχει δείξει ότι τις τελευταίες δεκαετίες διαμορφώθηκαν επιπρόσθετες διαφοροποιήσεις, αφού τα μεσαία στρώματα και οι εργατικές τάξεις των εθνικών κρατών–μελών έτειναν να ακολουθούν τις επιλογές των αστικών τους τάξεων, επιδιώκοντας την αναβάθμισή τους μέσα στον ενδοευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας. Ωστόσο, η πανδημία του COVID-19 δημιουργεί νέα δεδομένα στο επίπεδο των κοινωνικών τάξεων, διευρύνοντας τις κοινωνικές ανισότητες και εξαλείφοντας ένα μεγάλο μέρος των μεσαίων στρωμάτων. Το πώς θα δημιουργηθούν οι νέες κοινωνικές ισορροπίες στα κράτη μέλη και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αποτελούν διαδικασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη.
Σε γενικές γραμμές, η αρνητική ολοκλήρωση αναφέρεται στην εξάλειψη όλων των μέτρων που είχαν λάβει τα κράτη-μέλη και περιόριζαν την ελεύθερη διακίνηση των προσώπων, των αγαθών, των υπηρεσιών και του κεφαλαίου στην Ευρώπη. Αυτό ίσχυσε από τη δεκαετία του ’60 και εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα. Οι κεντρικοί θεσμοί της ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο λειτουργούν προωθώντας την περαιτέρω αρνητική ολοκλήρωση. Απαγορεύουν την κρατική παρέμβαση και επιβάλλουν ποινές σε οτιδήποτε μπορεί να ερμηνευθεί ότι αντιτίθεται στην αρνητική ολοκλήρωση. Η λογική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι τέτοια ώστε η φιλελευθεροποίηση της αγοράς έχει προτεραιότητα απέναντι στην κρατική παρέμβαση.
Έτσι ενώ η αρνητική ολοκλήρωση έχει ενσωματωθεί διά των συνθηκών στην καθημερινή λειτουργία της ΕΕ, η θετική ολοκλήρωση –δηλαδή η υιοθέτηση μέτρων και η δημιουργία θεσμών ρύθμισης σε ευρωπαϊκό επίπεδο– εξαρτάται από τη δυνατότητα διαμόρφωσης συναίνεσης μεταξύ πολλαπλών παραγόντων οι οποίοι εμπλέκονται στην ευρωπαϊκή διαδικασία λήψης αποφάσεων. Στην πράξη, η αρνητική ολοκλήρωση αφαιρεί την εξουσία από τα εθνικά κράτη να παρέμβουν για να αποκαταστήσουν τις ζημιές που προκαλεί η λειτουργία της αγοράς, ενώ την ίδια στιγμή, αυτή η απώλεια στο επίπεδο του εθνικού κράτους δεν αντιμετωπίζεται σε υπερεθνικό επίπεδο, εκτός και αν όλα τα κράτη της Ένωσης αποφασίσουν να λάβουν ειδικά μέτρα για την αντιμετώπιση του συγκεκριμένου προβλήματος. Η πίεση των επιχειρήσεων για διεθνοποίηση σε συνδυασμό με τον συγκεκριμένο τρόπο οικοδόμησης της ΕΕ, δημιουργούν μια ασυμμετρία μεταξύ αρνητικής και θετικής ολοκλήρωσης, η οποία έχει καταστεί δομική τα τελευταία 50 χρόνια [10].
Αναλύοντας την ιστορία της ΕΕ, μπορούμε να ανιχνεύσουμε τις ρίζες αυτής της ασυμμετρίας: α) το αρχικό πείραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, δηλαδή η δημιουργία της ΕΚΑΧ είχε ταυτόχρονα στοιχεία θετικής και αρνητικής ολοκλήρωσης β) το προσχέδιο για τη Συνθήκη της Ρώμης, όπως παρουσιάσθηκε από τον Πολ Ανρί Σπάακ στη Σύνοδο της Μεσσίνας το 1956, είχε ισχυρά στοιχεία θετικής ολοκλήρωσης γ) η Συνθήκη της Ρώμης θέτει τα θεμέλια της αρνητικής ολοκλήρωσης. Παράλληλα, οι δύο άλλες πολιτικές που ενσωμάτωσε, δηλαδή η ΚΑΠ και η Κοινή Πολιτική των Μεταφορών ήταν φορείς διαφορετικών τάσεων ολοκλήρωσης: η μεν πρώτη ήταν φορέας θετικής ολοκλήρωσης, η δε δεύτερη φορέας αρνητικής ολοκλήρωσης.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για το μέλλον της ΕΕ; Η διεύρυνση της Ένωσης αποτελεί πλέον μια αυτοτροφοδοτούμενη διαδικασία η οποία θεμελιώνεται στις υπάρχουσες συνθήκες και επιτηρείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο [11]. Αυτό σημαίνει ότι η νομική θεμελίωση της αρνητικής ολοκλήρωσης βασίζεται στις συνθήκες της ΕΕ –δηλαδή την δυνατότητα να ελέγχει η ΕΕ τις δραστηριότητες των εθνικών αγορών και της συνολικής ευρωπαϊκής αγοράς–, ενώ αντίθετα η νομική θεμελίωση έκδοσης κανόνων σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα πρέπει να δημιουργείται μέσα από συναίνεση – και μάλιστα σε δευτερεύοντες νόμους, όπως είναι οι «ντιρεκτίβες» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής [12]. Στην πράξη, αυτό ακυρώνει τις κεϋνσιανές ψευδαισθήσεις περί λειτουργίας της ΕΕ με βάση έναν κύκλο δύο φάσεων: αυτών της διεύρυνσης και της εμβάθυνσης, στο βαθμό που αντιπροσωπεύουν την αρνητική και θετική ολοκλήρωση [13]. Με τα έως σήμερα δεδομένα η πορεία των διευρύνσεων της ΕΕ ακολούθησε ένα συγκεκριμένο πρότυπο, πολύ περισσότερο γιατί σχετίζεται –στην πραγματικότητα ακολουθεί– με την πορεία διεύρυνσης του ΝΑΤΟ, μέσα σε ένα γενικότερο σχέδιο ενίσχυσης των θεσμών της Δύσης [14]. Το αν αυτό το πρότυπο μπορεί να συνεχιστεί, δεν είναι εύκολο να απαντηθεί, αλλά προς το παρόν οι σχετικές διαδικασίες εξελίσσονται με αργούς ρυθμούς, λόγω των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν η ΕΕ και το ΝΑΤΟ.
Η ασυμμετρία μεταξύ θετικής και αρνητικής ολοκλήρωσης συμβάλλει αποφασιστικά στο επίπεδο του εθνικού κράτους, στην απαξίωση των θεσμών και των κανονιστικών προτύπων, καθώς και στη μείωση της λαϊκής υποστήριξης για τα υπάρχοντα δημοκρατικά συστήματα στο βαθμό που υπονομεύεται η δημοκρατική νομιμοποίηση και η λογοδοσία των κυβερνήσεων.
Παράλληλα, αυτή η ασυμμετρία αποτελεί έναν από τους λόγους που διευρύνουν το επονομαζόμενο δημοκρατικό έλλειμμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το τελευταίο, καθορίζεται κυρίως από την δυσαναλογία μεταξύ των εξουσιών των ευρωπαϊκών διοικητικών οργάνων και των εξουσιών που έχουν τα εθνικά κοινοβούλια και το ευρωκοινοβούλιο. Η απώλεια εξουσιών από τα εθνικά κράτη και η μεταφορά τους στους υπερεθνικούς ευρωπαϊκούς θεσμούς δεν συνεπάγεται μόνο απώλεια κυριαρχίας, αλλά και απώλεια λογοδοσίας σε εθνικό επίπεδο. Από τις εξουσίες που μεταφέρονται σε υπερεθνικό επίπεδο, λίγες καταλήγουν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – γεγονός που σημαίνει ότι δεν υπάρχει μια διαδικασία ευρωπαϊκής υποκατάστασης αυτών των εξουσιών. Η πλειοψηφία καταλήγει στα όργανα τα οποία συνθέτουν το μηχανισμό λήψης αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κυρίως στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το οποίο δεν λογοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Τυπικά τα μέλη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου λογοδοτούν στα εθνικά τους κοινοβούλια. Με δεδομένη όμως τη διαδικασία «καρτελοποίησης της πολιτικής» στο επίπεδο των εθνικών κρατών [15], αυτού του τύπου η λογοδοσία είναι άνευ περιεχομένου, αφού τα κόμματα εξουσίας στα δικομματικά –ή και στα πολυκομματικά αν παραστεί ανάγκη– συστήματα των εθνικών κρατών, συμφωνούν σχεδόν πλήρως για τον τρόπο λειτουργίας και την εξέλιξη της ΕΕ. Όλες αυτές οι παράμετροι, συντείνουν στη δημιουργία ενός suis generis πολιτικού μηχανισμού, αποτελούμενου από τους ηγέτες των κρατών-μελών και τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενός σώματος λήψης αποφάσεων –στην ουσία ενός ευρωπαϊκού πολιτικού καρτέλ– το οποίο λειτουργεί έξω από τα πλαίσια οποιασδήποτε δημοκρατίας σε εθνικό επίπεδο.