Η Βρετανία, μετά την έξοδό της από την Ε.Ε., αναζητεί ρόλο στο διεθνές σκηνικό. Είναι σαφές πως το Κυπριακό προσφέρεται καθώς το Λονδίνο έχει συμφέροντα στο νησί και διατηρεί και την ξεχασμένη ιδιότητα της εγγυήτριας δύναμης. Ενόψει της άτυπης Πενταμερούς Διάσκεψης για το Κυπριακό, που χρονικά τοποθετείται στις 27-29 Απριλίου, στη Γενεύη, αναπτύσσει σε διάφορα επίπεδα πρωτοβουλίες.
Την Κύπρο επισκέφθηκε ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Ντόμινικ Ράαμπ, στις 4 Φεβρουαρίου. Σήμερα Τετάρτη, 7 Απριλίου, θα πραγματοποιήσει επίσκεψη η υπουργός Ευρώπης, Wendy Morton. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι πραγματοποιήθηκαν από τον περασμένο Νοέμβριο και τρία ταξίδια της ομάδας του Φόρεϊν Όφις, υπό τον αναπληρωτή πολιτικό διευθυντή του Φόρεϊν Όφις, Ajay Sharma. Ο αξιωματούχος του Φόρεϊν Όφις θα είναι ο επικεφαλής επταμελούς ομάδας που έχει συσταθεί και θα έχει την ευθύνη για τη διαχείριση από βρετανικής πλευράς των εξελίξεων στο Κυπριακό.
Με την κινητικότητα το Λονδίνο επιδιώκει να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στις διεργασίες. Θεωρεί πως διαθέτει την… αποκλειστική πατέντα του Κυπριακού. Για κάποιον περίεργο λόγο όλοι αποδέχονται αυτόν τον ρόλο, που θέλει η Βρετανία. Ακόμη και η κατοχική Τουρκία, η οποία δεν δέχεται «συνεταίρους» στους επεκτατισμούς της. Το Φόρεϊν Όφις, λοιπόν, έχει και για αυτή τη φάση ιδέες, που αφορούν όλο το πακέτο του Κυπριακού, αναδεικνύοντας το θέμα της πολιτικής ισότητας. Ζητά επί τούτου ευελιξία από τη Λευκωσία, ώστε να… διευκολυνθεί η διαδικασία. Υπάρχει μια ακόμη περίεργη προσέγγιση από τους Βρετανούς. Θεωρούν πως μπορούν να εξασφαλίσουν τα συμφέροντά τους στην Κύπρο διατηρώντας γέφυρες συνεννόησης με την Άγκυρα και όχι με τη Λευκωσία. Επιδιώκουν να εξασφαλίσουν την εσαεί παρουσία τους στο νησί, υπομονεύοντας την Κυπριακή Δημοκρατία. Επί του τούτου υπάρχουν πολλά παραδείγματα.
Είναι ξεκάθαρο πως οι λεγόμενες εγγυήτριες δυνάμεις δεν μπορούν να έχουν λόγο στις εσωτερικές πτυχές του Κυπριακού, αλλά τη διεθνή διάσταση. Αυτή που αφορά στην άρση της κατοχής και την κατάργηση των εγγυήσεων, την απομάκρυνση των στρατευμάτων.
Την ίδια ώρα, το θέμα των Βάσεων, ένα από τα τελευταία κατάλοιπα της αποικιοκρατίας στο νησί, θα πρέπει να τεθεί, όχι «κάποια στιγμή» αλλά τώρα. Είναι ένα ζήτημα το οποίο αφορά στην πλήρη ανεξαρτησία της Κύπρου, που ενδιαφέρει όλους τους κατοίκους της χώρας. Είναι, ασφαλώς, ένα ζήτημα που καίει το Λονδίνο. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, θεωρεί πως η βρετανική παρουσία στην Κύπρο συνδέεται άρρηκτα με τους στρατηγικούς τους σχεδιασμούς, το νέο -μετά Brexit εποχή- πλάνο για τον «παγκόσμιο ρόλο».
Το θέμα των Βάσεων δεν εγείρεται εκδικητικά επειδή η αγγλική στάση στο Κυπριακό είναι αρνητική και εν πολλοίς εχθρική. Είναι ζήτημα αποαποικιοποίησης και αποτελεί απαίτηση και της εποχής που διανύουμε. Σημειώνεται συναφώς ότι, μετά την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών και τη γνωμάτευση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης για τον Μαυρίκιο, ο δρόμος έχει ανοίξει διάπλατα. Η στρατιωτική παρουσία των Βρετανών στον Μαυρίκιο, όπως και στην Κύπρο, με τις στρατιωτικές βάσεις, θεωρείται εφεξής παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου.
Αυτό που μπορούν να κάνουν οι Βρετανοί είναι να ζητήσουν να υπάρξει μια νέα συμφωνία με την Κυπριακή Δημοκρατία. Μόνο με την Κυπριακή Δημοκρατία.
Το 1971, το υπουργείο Εξωτερικών της Βρετανίας παραδέχτηκε (όχι δημόσια) ότι «οτιδήποτε αμφισβητούσε τη διευθέτηση του 1960 συνολικά θα μας εξέθετε (τη Βρετανία) σε πίεση εναντίον του ηθικού (σε αντίθεση με το νομικό) δικαιώματός μας (της Βρετανίας) να διατηρήσουμε τις περιοχές μας (βάσεις)» (Ουίλιαμ Μάλινσον, 25/4/2004).
Είναι καλά εάν τα πιο πάνω δεν εξηγήθηκαν μέχρι στιγμής προς τους Βρετανούς, η Λευκωσία πρέπει να το κάνει τώρα. Εκτός κι εάν θέλει να παραμένει στην πεπατημένη ότι «δεν ανοίγουμε δεύτερο μέτωπο», έστω κι εάν οι άλλοι το διατηρούν ολάνοικτο. Άλλωστε δεν είναι θέμα μετώπου, αντιπαράθεσης, αλλά αποαποικιοποίησης, την οποία δικαιούμαστε. Δεν μπορούν οι Βρετανοί να βλέπουν – μόνο- στην Κύπρο τη διατήρηση του «λαμπρού» αποικιακού, ιμπεριαλιστικού παρελθόντος τους.