Τα Ίμια του 2017

1733
Μάτι

Η παραβίαση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα Ίμια για την οποία επιστρατεύθηκε σύσσωμη η ηγεσία των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων και η οποία διεξήχθη κατά έναν συμβολικό τρόπο δύο ημέρες πριν την «επέτειο» της γνωστής πρόκλησης του 1996 δεν μπορεί να ερμηνευθεί σαν – ένα ακόμη – αποτέλεσμα της συγκυρίας και των προβλημάτων που αντιμετωπίζει στο εσωτερικό της η Τουρκία.

Δεν μπορεί να ιδωθεί σαν μια σπασμωδική κίνηση αντιποίνων για την μη έκδοση των οκτώ Τούρκων αξιωματικών ή για την μη τήρηση της υπόσχεσης της κυβέρνησης να τους παραδώσει όπως ισχυρίζονται οι εκπρόσωποι της Ν.Δ. Ούτε μπορεί να ιδωθεί σαν μια επικοινωνιακού χαρακτήρα ενέργεια με σκοπό να στηρίξει τον Ερντογάν ενόψει του επερχόμενου δημοψηφίσματος όπως διατείνεται η κυβέρνηση μέσα από τις στήλες της Αυγής.

Και τούτο γιατί δεν υπήρξε πολεμική επίθεση η οποία να μην χρησιμοποίησε κάποια δικαιολογία, κάποια αφορμή, όπως δεν υπήρξε και πολεμική επίθεση που να μην αντανακλούσε και να μην εκτόνωνε εσωτερικές κοινωνικές αντιθέσεις της επιτιθέμενης χώρας.

Η πρόσφατη πρόκληση στα Ίμια αποτελεί την συνέχεια μιας ολόκληρης πορείας. Μιας στρατηγικής που ακολουθεί σταθερά η Τουρκία, ανεξάρτητα από το ποια μερίδα του κοινωνικοπολιτικού κατεστημένου της βρίσκεται στην εξουσία (ισλαμιστές, κεμαλιστές, εθνικιστές κ.ά.) με σκοπό τον κατακερματισμό της ζώνης Κύπρος – Αιγαίο – Θράκη, και συνολικά της Βαλκανικής.

Στρατηγικής που από το 1990 ενισχύεται με τον στόχο της ανάδειξής της σε περιφερειακή «υπερδύναμη» της ιμπεριαλιστικής Νέας Τάξης πραγμάτων. Ενός στόχου που δεν αποτελεί καθόλου επικοινωνιακή επινόηση αφού εκφράσθηκε με στρατιωτική απειλή εναντίον χωρών όπως η Γιουγκοσλαβία, η Λιβύη κ.ά. με 44.000 στρατό κατοχής στην Κύπρο και εισβολές σε βάρος χωρών όπως η Συρία και το Ιράκ, ενώ αποτυπώνεται στις δαπάνες της για τους τομείς των εξοπλισμών, της αστυνόμευσης και των πληροφοριών.

Από τις αρχές του 2016 (πολύ πριν την μη έκδοση των τούρκων αξιωματικών) έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο αναβάθμισης των Τουρκικής επιθετικότητας και στο Αιγαίο.

Αναβάθμισης όπου πέρα απ΄ τις συνεχείς παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου και θαλάσσιου χώρου και του F.I.R. Αθηνών, πέρα από τις χαμηλές πτήσεις εξοπλισμένων πολεμικών αεροσκαφών πάνω από κατοικημένα ή μη ελληνικά νησιά και τις απειλές που επικρέμανται για έρευνα στον υποθαλάσσιο χώρο σε περιοχές εμφανώς εντός της Ελληνικής και της Κυπριακής υφαλοκρηπίδας και Α.Ο.Ζ. έχουμε και τις απόπειρες συνεχούς δέσμευσης (δέσμευσης καθ΄ όλη σχεδόν την διάρκεια του έτους) του μεγαλύτερου μέρους του Αιγαίου με έκδοση παράνομων NOTAM και NAVTEX, αντίθετων με όσα προβλέπουν οι διεθνείς Οργανισμοί (ICAO, IMO κ.ά.)

Επακολούθησε το γνωστό «μπαράζ» των δηλώσεων Ερντογάν που αμφισβητούν επίσημα την Συνθήκη της Λοζάνης και θέτουν θέμα επαναχάραξης των συνόρων και δηλώσεων, αρχικά του Ερντογάν και στην συνέχεια του αρχηγού της Α/Αντιπολίτευσης Κιλιτσντάρογλου, που αμφισβητούν την ελληνικότητα 16 ελληνικών νησιών.

Σε αυτά τα πλαίσια εντάσσεται και η πρόσφατη πρόκληση στα Ίμια η σημειολογία της οποίας αρκεί για να καταδείξει την πρόθεση της Τουρκικής ηγεσίας να κλιμακώσει περαιτέρω τον προηγούμενο κύκλο έντασης.

Θα πρόκειται επομένως πολιτική αφέλεια, και ιστορικών διαστάσεων λάθος αν συνεχίσει η κυβέρνηση να «κρύβει το πρόβλημα κάτω από το χαλί»

Αν συνεχίσει να παραιτείται από τα διπλωματικά και νομικοπολιτικά μέσα αποτροπής τα οποία διαθέτει η χώρα και από την δυνατότητα να θέσει το θέμα των τουρκικών προκλήσεων στα διεθνή φόρα, για να μην διαταραχθεί το καλό κλίμα με τους «συμμάχους»! Για να μην διαρραγεί η πολυπόθητη ενότητα της Ν. Α. Πτέρυγας του ΝΑΤΟ και ο άξονας Βερολίνου – Άγκυρας που φαίνεται ότι οικοδομείται επάνω στην βάση του προσφυγικού.

Ωστόσο και σε αυτόν τον τομέα ο ΣΥΡΙΖΑ έχει «πάρει την σκυτάλη» από τους προηγούμενους. Ακολουθεί την γραμμή της συγκυριαρχίας στα Ανατολικά σύνορα μέχρι τον 25ο Μεσημβρινό που θεμελιώθηκε με την υπογραφή της νέας δομής του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο το 1992 από την δεξιά των Μητσοτάκη – Βαρβιτσιώτη και εδραιώθηκε στη πορεία με τις συμφωνίες του Ελσίνκι και του Ερζερούμ της κεντροαριστεράς των Σημίτη και Γ. Παπανδρέου.

Ο ΣΥΡΙΖΑ συναγωνίζεται τώρα με τα άλλα τμήματα του πολιτικού κατεστημένου για να αποσπάσει την εύνοια των δύο κέντρων του Ευρωατλαντισμού. Επιζητεί την συγκατάθεσή τους για την παραμονή του στην κυβερνητική εξουσία πράγμα απαγορευτικό για κάθε άλλη σκέψη στην εξωτερική πολιτική πέραν του «Ανήκουμε στην Δύση». Ενδεικτικά, αποφεύγει να θίξει ακόμα και το θέμα της απαγόρευσης της ελληνικής γλώσσας στους έλληνες της Ουκρανίας από τους νεοναζί του Δυτικού τομέα εφόσον οι τελευταίοι τυγχάνουν εκλεκτοί των μητροπολιτικών κέντρων της Δύσης!

Άλλωστε η εξωτερική πολιτική του δεν θα μπορούσε να είναι κάτι διαφορετικό από την άλλη όψη του νομίσματος της Ευρωαποικίας και της πλήρους αλλοτρίωσης από το λαϊκό αίσθημα. Το αφήγημα των «έγκλειστων» πλέον του Μαξίμου ότι μέσω της πολιτικής αυτής, μέσω της πολιτικής που επιτρέπει να οικοδομούνται προηγούμενα σε βάρος της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας και να σφίγγει ολοένα περισσότερο ο κλοιός, συνεισφέρουν στην υπόθεση της ειρήνης δεν πείθει ούτε τους παροικούντες στο Μέγαρο αυτό. Δεν πείθει βέβαια και την χούντα του Ερντογάν.

Η τελευταία, μετά τις ήττες που υπέστη στην Συρία και στο Ιράκ διαβλέπει στο υποτελές, μνημονιακό καθεστώς της Αθήνας και στη καθημαγμένη Ελλάδα της Ευρωκρατίας μια «εύκολη λεία» για τον σοβινισμό της. Μια ευκαιρία επιβολής νέων «τετελεσμένων». Αυτό δείχνουν οι εξελίξεις. Και δεν πρόκειται να τις αποτρέψουν οι… κατ΄ ευφημισμό «σύμμαχοι». Η ιστορία των Ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι πολύ διδακτική επ΄ αυτού.

Δεν πρόκειται να τις αποτρέψει ούτε το νέο «ευχαριστούμε τους Αμερικανούς», που ετοιμάζεται να εκφέρει στην θέση του Σημίτη των Ιμίων του 1996 0 Α. Τσίπρας.

Τότε, επακολούθησε η συμφωνία της Μαδρίτης του 1997 η οποία επετεύχθη στο περιθώριο της συνόδου του ΝΑΤΟ υπό την αιγίδα και την προεδρία της Αμερικανίδας ΥΠΕΞ Μαντλίν Ολμπράιτ και άνοιξε διάπλατα τον δρόμο για την «γκριζοποίηση» του Αιγαίου. Τώρα, στα Ίμια του 2017 τι θα επακολουθήσει; Ένα είναι βέβαιο:

Η χώρα μας χρειάζεται να αποτινάξει τα δεσμά της εξάρτησης,

να ακολουθήσει μια πολιτική «μη αλλαγής των υπαρχόντων συνόρων» και υπεράσπισης της ειρήνης από τον ιμπεριαλισμό και τους υποδαυλιζόμενους εθνικισμούς στην Βαλκανική και την ευρύτερη περιοχή της Ν.Α. Μεσογείου.

Χρειάζεται παράλληλα να επανατοποθετήσει την πορεία της στο διεθνές γίγνεσθαι, στην κατεύθυνση αξιοποίησης των σημαντικών δυνατοτήτων που της παρέχει ο σημερινός πολυπολικός Κόσμος. Στην κατεύθυνση μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, ικανής να δημιουργεί – με βάση το διεθνές δίκαιο – συσχετισμούς υπεράσπισης της κυριαρχίας της και της σταθερότητας στην περιοχή.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας