Σύμπτωμα σήψης, η νίκη Trump

αντιθέσεις

Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου 
Διάχυτη είναι η αίσθηση ότι η αλλαγή σελίδας από τον Ομπάμα στον Τραμπδεν είναι μια συνηθισμένη πολιτική μεταβολή, αλλά μια σεισμική ανατροπή– γι αυτό άλλωστε προκαλεί τόσα πάθη, μέσα κι έξω από τις ΗΠΑ. Για πρώτη φορά στην αμερικανική ιστορία, στοιχειακές δυνάμεις εκτόξευσαν στο Λευκό Οίκο έναν άνθρωπο χωρίς την παραμικρή πολιτική εμπειρία, μεγαλοαστόμεν, αλλά κάτι σαν παρία για το μεγαλύτερο τμήμα των ελίτ. Περνώντας σαν μπουλντόζα πάνω από 16 “σοβαρούς” υποψήφιους των Ρεπουμπλικανών, αυτός ο ωμός τύπος που έμοιαζε με παλιάτσο και δυσκολευόταν να αρθώσει περισσότερες από πέντε λέξεις στη σειρά, κατάφερε να οργανώσει πολύ μεγάλες, για τα αμερικανικά δεδομένα, συγκεντρώσεις σε όλη τη χώρα, δίνοντας στην καμπάνια του χαρακτηριστικά κινήματος. Ενός κινήματος αντιδραστικού μεν, μαζικού δε- μια μετεξέλιξη του Tea Party, αλλά αυτή τη φορά νικηφόρου.
Η νίκη αυτού του Αμερικανού “Μπερλουσκόνι στον κύβο” αποτελεί, πρώτα απ’ όλα, σύμπτωμα κρίσης και αποσταθεροποίησης του πολιτικού συστήματος μιας χώρας που θέλει να εμφανίζεται ως η ισχυρότερη και σταθερότερη δημοκρατία του κόσμου. Οι συγκρίσεις με την εκλογή του Ρόναλντ Ρίγκανείναι εντελώς άστοχες. Εκτός από ηθοποιός του Χόλιγουντ (και καταδότης συναδέλφων του επί Μακαρθισμού), ο Ρίγκαν υπήρξε έμπειρο στέλεχος των Ρεπουμπλικανών και κυβερνήτης της μεγαλύτερης αμερικανικής Πολιτείας, της Καλιφόρνιας, πριν εκλεγεί. Το κυριότερο, εξέφραζε ένα πολύ συγκροτημένο, “ανατρεπτικό” ρεύμα του αμερικανικού καπιταλισμού, το ρεύμα του νεοφιλελευθερισμού και της παγκόσμιας, ιμπεριαλιστικής αντεπίθεσης, που είχε ήδη κατακτήσει την ιδεολογική ηγεμονία στο “βαθύ κράτος” και τα πανεπιστήμια.
Τίποτα από αυτά δεν ισχύει στην περίπτωση του Τραμπ. Τις εκλογές αυτές δεν τις κέρδισε τούτος ο πολιτικός χαμαιλέοντας, που έχει αλλάξει επτά φορές πολιτική ταυτότητα (Δημοκρατικός και μάλιστα χρηματοδότης της… Κλίντον στο πρόσφατο παρελθόν, έπειτα Ρεπουμπλικανός, έπειτα Ανεξάρτητος και πάει λέγοντας), αλλά τις έχασε η Χίλαρι Κλίντον, η πιο τυπική ενσάρκωση του μισητού, για την πλειονότητα των Αμερικανών, κατεστημένου της Γουόλ Στριτ και της Ουάσιγκτον. Η επικράτηση του Τραμπ δεν αποτυπώνει καμία νέα ηγεμονία, παρά μόνο τη βαθύτατη κρίση της παλιάς. Άλλωστε, ο Τραμπ ηττήθηκε, έστω οριακά, στη λαϊκή ψήφο (η Κλίντον πήρε 400.000 παραπάνω ψήφους από αυτόν) και οφείλει την εκλογή του στο αναχρονιστικό σύστημα των εκλεκτόρων, στη μεγάλη αποχή (42%) και εν μέρει στην τύχη (κέρδισε τέσσερις κρίσιμες Πολιτείες με διαφορά μεταξύ 0,3% και 1,3%).
Έστω κι έτσι, το σοκ Τραμπ αναδεικνύει τα βαθύτατα, τεκτονικά ρήγματα που έχουν ανοίξει στον κόσμο της μιας αγοράς, της μιας υπερδύναμης και της μιας σκέψης, το οποίο εδραιώθηκε τη δεκαετία του 1990 πάνω από τα ερείπια του “υπαρκτού σοσιαλισμού”. Ως εκπρόσωπος των “Νέων Δημοκρατικών”, ο Μπιλ Κλίντον ήρθε στα πράγματα την κατάλληλη εποχή, όταν η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση κάλπαζε διεθνώς, χαρίζοντας στον βασικό πολιτικό της εκπρόσωπο μια σχετικά εύκολη οκταετία. Αντίθετα, η σύζυγός του διεκδίκησε την προεδρία σε μια εντελώς διαφορετική εποχή, καθώς η μεγάλη κρίση του 2008 αποκάλυψε την εγγενή αστάθεια της “νέας παγκόσμιας τάξης”.
Παρακολουθώντας την προεκλογική της εκστρατεία, πολλοί, μη προνομιούχοι Αμερικανοί είχαν την αίσθηση ότι βλέπουν μια ταινία τρόμου, όπου, εκεί που έλεγαν ότι είχαν απαλλαγεί από το τέρας, το έβλεπαν να ξαναζωντανεύει, σαν βαμπίρ, μπροστά τους. Σε μια Αμερική που διψούσε για αλλαγή, όπως είχε ήδη γίνει φανερό με το απροσδόκητο λαϊκό ρεύμα υπέρ του Μπέρνι Σάντερς, η Κλίντον ενσάρκωνε την αυτάρεσκη αλαζονεία των κοσμοπολίτικων ελίτ, που θεωρούν ότι ζουν στον καλύτερο των δυνατών κόσμων και ότι όσοι δεν συμφωνούν με αυτό είναι καθυστερημένοι και αντιδραστικοί, “ένας κουβάς αξιοθρήνητων”, όπως η ίδια είχε πει στην προεκλογική της εκστρατεία. Απέναντι σ’ αυτή την εκπρόσωπο “της Αμερικής που κερδίζει”, ο Τραμπ βάλθηκε να εκπροσωπήσει “την Αμερική που χάνει” από την παγκοσμιοποίηση, εξαγγέλλοντας ακύρωση συμφωνιών ελευθέρου εμπορίου, εθνικούς προστατευτικούς δασμούς και εμπορικό πόλεμο στην Κίνα.
Ασφαλώς, οι ανά τον κόσμο αριστεροί δεν έχουν κανένα λόγο να πενθούν μαζί τη Χίλαρι Κλίντον ή να ανησυχούν για το μέλλον της NAFTA και της ΤΤΙΡ– το αντίθετο. Ακόμη περισσότερο, όμως, δεν έχουν κανένα λόγο να χαίρονται που νίκησε ο Τραμπ, εκτός κι αν έχουν χάσει τα λογικά τους. Όχι μόνο γιατί κανένας άνθρωπος που θέλει να λέγεται άνθρωπος δεν μπορεί να προσπερνά σαν “δευτερεύοντα” στοιχεία το Τείχος και τις μαζικές απελάσεις μεταναστών, την απαγόρευση εισόδου στους μουσουλμάνους, την περιφρόνηση των μειονοτήτων (που αντιστοιχούν σε περισσότερο από το ένα τρίτο των Αμερικανών), τον ανεκδιήγητο σεξισμό, την πολιτιστική βαρβαρότητα και τόσα άλλα στοιχεία της προεκλογικής ρητορικής του. Αλλά και γιατί θα ήταν ασυγχώρητη ελαφρότητα να δει κανείς τον Τραμπ ως έναν “χρήσιμο ηλίθιο”, που μέλλεται να κατεδαφίσει το αμερικανικό κατεστημένο και να εξαρθρώσει την θηριώδη, ιμπεριαλιστική μηχανή.
Γαλαζοαίματος του Μανχάταν, ο Τραμπ είχε την υποστήριξη μιας μειοψηφικής μεν, αλλά όχι αμελητέας μερίδας της αμερικανικής ολιγαρχίας και του “βαθέος κράτους” (η σχεδόν πραξικοπηματική παρέμβαση του διευθυντή του FBI εναντίον της Κλίντον στην τελική ευθεία της αναμέτρησης, προφανώς και δεν θα μπορούσε να είναι αποκλειστικά ατομική πρωτοβουλία). Ο αντιπρόεδρός του, Μάικ Πενς, ο οποίος ηγείται της ομάδας που θα προετοιμάσει την κυβέρνηση Τραμπκαι τη στελέχωση των βασικών υπουργείων και υπηρεσιών, είναι σάρκα εκ της σαρκός του Ρεπουμπλικανικού κατεστημένου, με πολύ “ορθόδοξες” νεοφιλελεύθερες και ατλαντικές απόψεις. Διευθυντικά στελέχη της Goldman Sachs και της JP Morgan βολιδοσκοπούνται για το υπουργείο Οικονομικών και την Ομοσπονδιακή Τράπεζα. Ο πρώην αρχηγός της DIA (ξαδελφάκι της CIA) αντιστράτηγος Μάικλ Φλιν, είναι στον στενό πυρήνα του Τραμπ και το γεγονός ότι υποστηρίζει ένα κάποιο modus vivendi με τη Ρωσία δεν τον κάνει λιγότερο “γεράκι”. Η τοποθέτηση του Τραμπ υπέρ της ακύρωσης της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και η πλήρης κάλυψή του στον Νετανιάχου και την εποικιστική πολιτική του προειδοποιούν για τους κινδύνους αναφορικά με τους- πολύ ασαφείς, ακόμη- προσανατολισμούς του στην εξωτερική πολιτική.
Ούτε και η διαδεδομένη ιδέα ότι η νίκη του Τραμπ εκφράζει, με ιδιόμορφο τρόπο, μια “πληβειακή εξέγερση της κάλπης”, κατ’ αναλογία με το Brexit, μπορεί να σταθεί στα σοβαρά. Πρώτα απ’ όλα, ένας αριστερός αντιιμπεριαλιστής στη Βρετανία θα ψήφιζε Brexit με καθαρή συνείδηση, έστω κι αν ήξερε ότι το βράδυ θα βρεθεί να χειροκροτεί μαζί με τα λάθος άτομα, αλλά ένας αριστερός στην Αμερική οπωσδήποτε δεν θα ψήφιζε Τραμπ, εκτός κι αν είχε καταληφθεί από μαζοχιστική μανία. Στην πραγματικότητα, η πλειοψηφία της αμερικανικής εργατικής ΔΕΝ ψήφισε Τραμπ– η Κλίντον πήρε σαφώς περισσότερες ψήφους, χώρια η αποχή και οι ψήφοι στην υποψήφια των Πρασίνων. Άλλωστε, το πρόγραμμα 100 ημερών του Τραμπ, που προβλέπει κατάργηση της μεταρρύθμισης Ομπάμα στο σύστημα υγείας, μείωση στο μισό της φορολογίας των επιχειρήσεων και σειρά άλλων μέτρων θα έχει ως πρώτο θύμα την αμερικανική εργατική τάξη, λευκή και έγχρωμη, γηγενή και μεταναστευτική. Εξ άλλου, η πλειοψηφία των αστικών στρωμάτων ψήφισαν τον Ρεπουμπλικανό υποψήφιο (έστω και σε μικρότερο ποσοστό από το παρελθόν), ενώ η ανησυχία της Γουόλ Στριτ για την εκλογή του κράτησε μόνο ένα δίωρο και μετά έδωσε τη σειρά της στο πάρτι.
Είναι λοιπόν όλα μαύρα στην Αμερική; Ασφαλώς και όχι. Το μεγάλο, αριστερόστροφο λαϊκό ρεύμα που αναδύθηκε με αφορμή την υποψηφιότητα Σάντερς δεν πρόκειται να αποσυρθεί. Αντίθετα, η ταπείνωση των Δημοκρατικών εξ αιτίας της Κλίντον θα εντείνει αναπόφευκτα τα ρήγματα και τις ριζοσπαστικότερες αναζητήσεις στο εσωτερικό τους, δημιουργώντας ευνοϊκότερες προϋποθέσεις για τη δημιουργία νέου πολιτικού κινήματος. Οι πρώτες δυναμικές κινητοποιήσεις εναντίον του Τραμπ σε σειρά πόλεων επιτρέπουν να ελπίζουμε ότι, εάν επιχειρήσει μεγάλες αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις, θα αναβιώσει, ίσως με άλλο τρόπο, τα ριζοσπαστικά κινήματα τύπου Occupy Wall Street. Πάνω απ’ όλα, αυτή η προεκλογική εκστρατεία μας έδειξε, με το φαινόμενο Σάντερς, ότι η Αριστερά έχει μέλλον μόνο όταν τολμά να ορθωθεί απέναντι στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και τον ιμπεριαλισμό, σε όλες τις εκφράσεις τους, χωρίς υποχωρήσεις στον εθνικισμό και το ρατσισμό. Κι αυτό το μήνυμα αφορά όχι μόνο τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, αλλά και τις υπόδουλες πολιτείες της Ευρώπης.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας