Συνέντευξη – ποταμός του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου για το Ισλάμ

1958
ποταμός

Ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας Αναστάσιος Γιαννουλάτος έγραψε ένα σπουδαίο βιβλίο – ανάλυση του Ισλάμ. Ένα βιβλίο που προσφέρουν «Τα ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» εκτάκτως την Παρασκευή.

Πρόκειται για την αποκάλυψή του μέσα από τη διεισδυτική μάτια του πεφωτισμένου Ηγέτη της Ορθοδοξίας. Μια σπάνια σκληρόδετη έκδοση με τη σφραγίδα του Αναστασίου.

Ο Αρχιεπίσκοπος σε παλαιότερη συνέντευξή του στα ΝΕΑ (2001) έχει αναφερθεί στο Ισλάμ λέγοντας:

«Γεγονός παραμένει ότι πλήθη μουσουλμάνων έχουν πεισθεί ότι αυτό που κάνουν είναι πόλεμος και μάλιστα ιερός πόλεμος, «τζιχάντ». Σ’ αυτό τους εξυπηρετεί και η πρόσφατη ορολογία των Δυτικών. Και τον «ιερό πόλεμο» όχι μόνο δεν τον καταδικάζει το «αληθινό Ισλάμ», αλλά τον απαιτεί από τους πιστούς μουσουλμάνους.

Αυτή την εποχή, λοιπόν, υπάρχει ένα ήπιο Ισλάμ που αποκηρύσσει την τρομοκρατική δράση και ένα άλλο που ανεπιφύλακτα την κηρύσσει. Και το πιο επικίνδυνο είναι ότι οι οπαδοί της δεύτερης αυτής τάσης έχουν πεισθεί ότι δίνοντας τη ζωή τους για το Ισλάμ εξασφαλίζουν το ύψιστο ζητούμενο από έναν πιστό, μια βέβαιη είσοδο στον παράδεισο.

Και οι δύο τάσεις είναι σε θέση να δικαιώσουν την άποψή τους με εδάφια και επιχειρήματα από το Κοράνιο. Ανεξάρτητα από το ποιο και από ποιους θεωρείται αληθινό Ισλάμ, γεγονός είναι ότι και το άλλο Ισλάμ αποτελεί μια πραγματικότητα. Και στο σημείο αυτό επιβάλλεται ψύχραιμη και νηφάλια αντιμετώπιση. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις έχουν τη δική τους λογική και δυναμική.

Έχει επίσης αναφέρει:

Σήμερα, εμφανίζεται ένας άλλος πόλος έλξης πολλών που κινούνται στο όριο της πείνας, ιδιαίτερα στην Ασία και στην Αφρική: ένα Ισλάμ που χρησιμοποιεί τη θρησκευτική πίστη με ακραίο τρόπο. Έτσι, μπορεί να οδηγηθούμε σ’ έναν άλλο τύπο σύγκρουσης. Οι πλούσιες κοινωνίες της Δύσης, που ξεκίνησαν από μια χριστιανική παράδοση ­ χωρίς να μείνουν συνεπείς προς αυτή ­ πρέπει να φροντίσουν να γίνουν ουσιαστικά δίκαιες στο παγκόσμιο χρέος τους. Πιστεύω ότι σήμερα τα δύο άλλα ονόματα της ειρήνης είναι δικαιοσύνη και ανάπτυξη. Αν συνεχίσουν τα πλούσια έθνη να αδιαφορούν γι’ αυτά τα δύο, μπορεί να δούμε πολλές εκπλήξεις και πολλές αναστατώσεις σε διάφορα σημεία του πλανήτη.

Προφανώς το Ισλάμ είναι πιο κοντά στον Χριστιανισμό από ό,τι ο Ινδουισμός, ο Βουδισμός, τα παραδοσιακά Κινεζικά ή Ιαπωνικά θρησκεύματα, που στηρίζονται σε εντελώς διαφορετικές φιλοσοφικές προϋποθέσεις και συστήματα σκέψης. Το Ισλάμ όσο και ο Χριστιανισμός έχουν τροφοδοτηθεί από το θρησκευτικό στρώμα που ξεκινά από την παράδοση του Αβραάμ. Κοινά στοιχεία είναι, σε γενικές γραμμές, η βεβαιότητα στην ύπαρξη του Θεού, η πεποίθηση για την κοινή καταγωγή της ανθρωπότητας, η πίστη στο μήνυμα των προφητών που μίλησαν εξ ονόματος του Θεού, η πίστη στην ανάσταση των νεκρών και στην έσχατη κρίση. Πολλές επίσης μορφές έκφρασης της θρησκευτικής εμπειρίας ακολουθούν παράλληλους δρόμους: προσευχή, ελεημοσύνη, νηστεία, αποδημίες, ομολογία πίστεως, διάφορες εορτές, σεβασμός της τιμής και περιουσίας. Όπως η αντίληψη περί Θεού, το δόγμα της Αγίας Τριάδος, η θεότητα του Ιησού Χριστού και όλα όσα αυτή συνεπάγεται, η πίστη ότι «ο Θεός αγάπη εστί ». Στις κοινωνικές αντιλήψεις οι διαφορές κορυφώνονται κυρίως στην αντίληψη σχετικά με την αξία και τη θέση της γυναίκας, καθώς και τη μορφή της θρησκευτικής ελευθερίας. ΄Αλλωστε, γι’ αυτό δεν είμαστε μία θρησκεία, αλλά διαφορετικές. Επί πολλούς αιώνες, πάντως, οι Ορθόδοξοι συμβιώσαμε με μουσουλμανικούς πληθυσμούς, παρά τις διαφορές και, σε πολλές περιοχές, όπως στη σημερινή Αλβανία, η συνύπαρξη αυτή διατηρεί ειρηνική μορφή.

Υπήρξαν εποχές κατά τις οποίες καλλιεργήθηκε η αντίληψη ότι η ενότητα της ανθρωπότητας θα εδραιωθεί με την επιβολή διά της βίας της μίας ή της άλλης θρησκείας. Μια τέτοια άποψη δεν υποστηρίζεται πλέον σήμερα. Πιστεύω ότι με τη βία εν ονόματι της θρησκείας βιάζεται η ουσία της θρησκείας. Για να καλλιεργηθεί θετικότερο κλίμα στις σχέσεις χριστιανών και μουσουλμάνων πρέπει να ενταθεί ο χριστιανο -ισλαμικός διάλογος με κέντρο τη μελέτη και την έξαρση των ουσιαστικών ανθρωπολογικών αρχών των δύο θρησκειών: π.χ. ένας στίχος του Κορανίου (κεφ.49. Τα δώματα, στ.13) τονίζει: «Ω άνθρωποι! Σας έχουμε πλάσει από έναν (μόνο) άνδρα και μία (μόνο) γυναίκα και από σας κάναμε λαούς, φυλές, για να αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλο. Ο πιο τιμημένος ανάμεσά σας ενώπιον του Αλλάχ είναι ο πιο ενάρετος». Όσο για τη φοβερή ραδιενέργεια μίσους που εξαπλώνεται στις διάφορες περιοχές, το ιδιαίτερο χρέος των ευσυνείδητων χριστιανών είναι να αντισταθούν με πρωτοβουλίες αγάπης. Στη σύγχρονη πλουραλιστική κοινωνία η μόνη δυνατότητα για ειρηνική συμβίωση είναι η αποδοχή της ιδιαιτερότητας του άλλου, ο σεβασμός της αξιοπρέπειας και της θρησκευτικής ελευθερίας του κάθε ανθρώπου.

Ένα δώρο προς τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο προσφέρει μια μουσουλμάνα πρόσφυγας από το Κόσοβο που σήμερα ζει στην Αλβανία.

Όχι βία στο όνομα της θρησκείας.

Ήταν Ιούλιος του 1991, όταν έφτασε στην Αλβανία ως Πατριαρχικός Έξαρχος. Παρ’ όλα αυτά, «για να έχω μια επικοινωνία με τους ανθρώπους, είπα «Χριστός Ανέστη «. Και τους είδα να κλαίνε. ΄Ακουσα συγκλονιστικές ιστορίες για το πώς κράτησαν την πίστη τους όλα αυτά τα 23 χρόνια, για το πώς περίμεναν αυτή τη μέρα»… Λίγο αργότερα, οι ορθόδοξοι της Αλβανίας τον άκουσαν να τους καθησυχάζει: «Μην ανησυχείτε, δεν πιστεύω ότι ένα δάσος είναι πιο όμορφο όταν έχει μόνο ένα είδος δέντρου. Ξέρω ότι είναι ευλογία να υπάρχουν πολλά δέντρα και πολλοί θάμνοι, αρκεί να είναι υγιή».

Με τους ανθρώπους της Αλβανίας, εδραιώθηκε, από την πρώτη στιγμή, μια σχέση αγάπης. Σε μια εποχή, όπου «το τίποτα είναι αρνητικός αριθμός. Όχι απλώς δεν έχουμε τίποτα, έχουμε χίλιες δυο δυσκολίες. Φοβερή δυσπιστία, συνθήκες πολύ σκληρές. Βρισκόμαστε απέναντι στο άγνωστο, αντιμετωπίζουμε εχθρότητα για τον θρησκευτικό βίο, ανθρώπους που βρίσκονται ακόμη υπό την επίδραση ιδεών με τις οποίες τους είχαν βομβαρδίσει επί τρεις γενιές. Αυτό έπρεπε να το καταλάβει κανείς, να το σεβαστεί και να το αποδεχθεί. Έπρεπε, κατ’ αρχήν, οι ορθόδοξοι να μην επαναλάβουν τα λάθη του παρελθόντος».

Προσπάθησε για την ενίσχυση και την ενότητα όλων των ορθοδόξων. Με τη σκέψη ότι «αυτός ο τόπος που στερήθηκε την πίστη στον Θεό, χρειάζεται μια σωστή πίστη στον Θεό. Αυτός ο τόπος που στερήθηκε την αγάπη, χρειάζεται ειλικρινή και ανιδιοτελή αγάπη». Η Ορθόδοξη Εκκλησία είχε επίσης απέναντί της τις άλλες θρησκείες. «Όταν επισκέπτεσαι τα Τίρανα ή άλλα χωριά, βλέπεις αυτές τις μεγάλες πολυκατοικίες που τις λένε «παλάτι». Εκεί ζουν 100 οικογένειες μουσουλμανικές και μόνο 10 ή 20 ορθόδοξες. Κι όταν έχεις δίπλα σου το Σεράγεβο , στις αρχές της δεκαετίας του ’90, σκέφτεσαι τι φοβερή τραγωδία θα ήταν να πέσει ένα τέτοιο μίσος ανάμεσά μας».

Το βάρος της ευθύνης ήταν μεγάλο. «Γιατί, άλλο να μιλάς θεωρητικά για τον διάλογο και τη συνύπαρξη κι άλλο να έχεις και την αίσθηση της ευθύνης των ανθρώπων που ο Θεός σού εμπιστεύεται. Εμείς θελήσαμε να είμαστε πρωτεργάτες όχι μόνο της συνύπαρξης αλλά και της συναδέλφωσης. Υπάρχει ο θεωρητικός διάλογος μεταξύ των θρησκειών, αλλά υπάρχει κι ένας διάλογος ζωής, όταν συμβιώνεις με ανθρώπους άλλων θρησκειών. Αυτό που προσπάθησε συνειδητά, εδώ, η Ορθόδοξη Εκκλησία και πέτυχε, ήταν η συνύπαρξη, η θρησκευτική ανοχή, αλλά και η συνεργασία στα κοινά θέματα μιας κοινωνίας, που πρέπει και πάλι να βαδίσει προς τη δικαιοσύνη και την αγάπη».

Τη ζουν αυτή τη συνύπαρξη οι Αλβανοί. Βλέπουν την πράξη, πίσω από τη θεωρία, την εικόνα του «μοιράζεσθαι». «Η πρώτη μας βοήθεια πήγε στον Βορρά, όπου οι περισσότεροι είναι καθολικοί ή μουσουλμάνοι. Είπαμε, εμείς το ψωμί μας το μοιράζουμε χωρίς να ρωτάμε ποιος είσαι, τι είσαι, είσαι καλός, είσαι κακός, πιστεύεις όπως εγώ ή δεν πιστεύεις… Αυτή είναι η Ορθοδοξία. Το παράδειγμα που έδωσε ο Χριστός, είναι αυτό του Σαμαρείτη. Δεν είναι τυχαίο ότι στην παραβολή, ο Χριστός χρησιμοποιεί ως πρότυπο αγάπης έναν αλλόφυλο κι έναν αλλόθρησκο. Κι εκεί μιλά για μια αγάπη, η οποία δεν ξέρει σύνορα. Αυτή είναι η αγάπη η Χριστιανική».

Η Αλβανία

Από τότε μέχρι σήμερα, η Αλβανία έχει αλλάξει. Η χώρα περνά σε μια νέα εποχή, οι κρίσεις, ωστόσο, συνεχίζονται. «Πιστεύω όμως πως είναι κρίσεις εφηβικής ηλικίας και όχι κρίσεις ενός γερασμένου κράτους. Γι’ αυτό και υπάρχουν ξεσπάσματα που αιφνιδιάζουν..Ένα κράτος σε συνεχείς ζυμώσεις, αυτή είναι σήμερα η Αλβανία. Συνεχής είναι και η αναζήτηση. Υπάρχουν μεν βελτιώσεις, οι ρυθμοί όμως είναι αργοί. Έχουμε πετύχει μια πολυθρησκευτική κοινωνία, ειρηνική συνύπαρξη και συνεργασία. Αυτό που δεν θα ήθελα, είναι να δω στα Βαλκάνια τα άλλα ενδιαφέροντα ­ τα εθνικά ή τα οποιαδήποτε άλλα ­ να χρησιμοποιήσουν το λάδι της θρησκείας για επιθετικούς σκοπούς. Το λάδι της θρησκείας είναι για να επουλώνει τις πληγές και να μαλακώνει τις καρδιές. Για να βοηθά τους ανθρώπους να βρουν την ελπίδα».

Ο κίνδυνος που περιγράφει σχετίζεται «με τους παράγοντες εκείνους που πυροδοτούν την ένταση. Είναι εύκολο να αναζητάς σε μια σύγκρουση συμμάχους. Όμως, αν ζητήσεις σύμμαχο το θρησκευτικό συναίσθημα, το προδίδεις και, επιπλέον, δημιουργείς μεγάλες περιπέτειες. Δεν δικαιολογείται κανένας πόλεμος, καμία αδικία, επιθετικότητα ή βία στο όνομα της θρησκείας. Πρέπει να δουλέψουμε για την ειρήνη. Και για την ειρήνη χρειάζεται υποδομή. Αυτή χτίζουμε υπομονετικά, τόσα χρόνια, βοηθώντας να ανέβει το επίπεδο ζωής, σκέψης, μόρφωσης, υγείας, πολιτισμού. Όλα αυτά είναι υποδομές ειρήνης, που βοηθούν τους ανθρώπους να βρουν την αξιοπρέπειά τους».

Ο πειρασμός ήταν ορατός, από την πρώτη στιγμή, στην πικρία των ανθρώπων που βασανίστηκαν από το προηγούμενο καθεστώς. «Αυτή η πίκρα, αναζητούσε τρόπο να εκφραστεί», θυμάται ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος. «Η αρχική σκέψη ήταν όλοι εκείνοι που καταδιώχθηκαν, να συσπειρωθούν. Παντού συμβαίνει. Εμείς αντισταθήκαμε. Είπαμε ότι δεν θα κάνουμε ένα μέτωπο ενάντια σε όσους έχουν μια διαφορετική κοσμοθεωρία. Θα πρωτοτυπήσουμε στο εξής: θα δούμε τον κάθε άνθρωπο με σεβασμό, ανεξαρτήτως του τι πιστεύει και το αν πιστεύει».

Είναι βαθιά ριζωμένη η πεποίθηση του κ. Αναστάσιου πως «ο μόνος τρόπος να καλλιεργηθεί η ειρήνη είναι ο σεβασμός στον άλλον». Με αυτή την πεποίθηση ξεκίνησαν και συνεχίζουν. Βρέθηκαν αμέσως κοντά στους Κοσοβάρους πρόσφυγες, ξέροντας ότι στη συντριπτική τους πλειονότητα είναι μουσουλμάνοι. Οι περισσότεροι, ιερείς, φοιτητές της Θεολογικής Ακαδημίας, έκρυβαν τον σταυρό μέσα από τα ρούχα τους, για να μην τους τρομάξουν. Ξεκίνησαν με μια και μόνη συμβουλή: «Μιλήστε τη γλώσσα της αγάπης, αυτή την καταλαβαίνουν όλοι».

Σήμερα, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας έχει ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων που έρχονται από άλλες θρησκευτικές κοινότητες ή από άθρησκες οικογένειες. Ο όρος «άθεος» δεν τρομάζει τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο. «Ενδεχομένως κάποιος που αυτοπροσδιορίζεται ως άθεος να είναι πολύ πιο κοντά στον Θεό από εμένα που φαίνομαι και είμαι εκπρόσωπός Του. Τα σύνορα μεταξύ του καλού και του κακού βρίσκονται μέσα στην καρδιά μας. Εξαρτάται από το ποιό, κάθε φορά, παίρνει τη δύναμη. Κι αυτή η αίσθηση της ταπεινοσύνης είναι ένα βασικό στοιχείο της Ορθοδοξίας. Πορεύεται μαζί με την ελευθερία και την αγάπη».

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας