Ο Σταύρος Ξαρχάκος γεννήθηκε στα Εξάρχεια στις 14 Μαρτίου 1939
Το Δεκέμβριο του 2019 ο συνθέτης και μαέστρος Σταύρος Ξαρχάκος αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Μουσικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στο πλαίσιο της τιμητικής αυτής τελετής, μετά την προσφώνηση του πρύτανη και την παρουσίαση του έργου και της προσωπικότητας του τιμωμένου, ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης, έχοντας πλέον περιενδυθεί την τήβεννο της Φιλοσοφικής Σχολής, είπε μεταξύ άλλων στην ομιλία του τα εξής:
Ζούμε την έλλειψη της γνώσης και την επιβολή της άποψης. Η εποχή μας, εποχή μηχανοκρατίας και πολεοδομικής φυλάκισης, βιομηχανοποιεί ιδέες, πρόσωπα και γεγονότα. Είναι μια εποχή πρωτοφανούς πνευματικού ελλείμματος στο σύνολο των θεσμών, συμπεριλαμβανομένων ενίοτε και εκείνων που από τη φύση τους παράγουν γνώση και πολιτισμό.
Στο όνομα του υλισμού εχθροποιούνται η γνώση και ο πολιτισμός. Αποτέλεσμα της εχθροποίησης αυτής είναι η εξαφάνιση της χώρας σαν εθνική πολιτιστική συλλογικότητα. Η κυριαρχία του υλισμού και του ατομικισμού στις γενιές των τελευταίων ετών δημιουργεί ασαφή διαχωρισμό τέχνης και διασκέδασης.
Το θείο δαιμόνιο της ανθρωπότητας οφείλει να ξεπεράσει όλα τούτα εφόσον κινητοποιήσει τις πνευματικές, ηθικές δυνάμεις και αξίες που τρέφονται από εκείνες τις άχρονες και άχραντες πηγές.
Ο δρόμος της ελληνικής μουσικής πραγματικότητας προς μια άλλη πορεία περνάει από το τραχύ μονοπάτι του μουσικού εκφυλισμού αλλοτριώνοντας και αλώνοντάς μας. Δεν στέρεψαν οι μουσικοί δημιουργοί. Η Ελλάδα μας στέρεψε από το λάλον ύδωρ της Κασταλίας Πηγής, το ύδωρ το αλλόμενον της Ορθοδοξίας, της ζωντανής ψυχής του μαχόμενου δημιουργικά πολιτισμού μας. Βυθιστήκαμε σ’ ένα άηχο και αποξεραμένο τοπίο περιμένοντας την έλευση των βαρβάρων. Και ήρθαν.
Εμείς, άβουλα ανθρωπάκια, βουτηγμένα στη μικροαστική μας μακροβιότητα και μακαριότητα, περιμένουμε ακόμα τον Γκοντό. «Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» είναι αυτά που δίχασαν και εξακολουθούν να διχάζουν τη μήτρα της κοινωνίας. Η Ελλάδα, μάνα του καημού.
Η έξοδος από τούτη την κρίση προϋποθέτει την υπέρβαση των πολιτικών και πολιτισμικών αιτίων της. Ο αλληθωρισμός σαν αίτιο είναι που μετατρέπει την κρίση σε εγγενές πρόβλημα της χώρας. Το μέλλον επιτάσσει: φαντασία, όραμα, αρχές, αξίες, ιστορική γνώση και σεβασμό στις παραδόσεις.
Γιατί στην ιστορία και στην παράδοση κουμπώνει η ψυχή μας. Η ολική επίθεση φωτονίων στον τόπο μας, η θάλασσα και η μουσική φέρνουν ελπίδα. Χρέος μας είναι αυτή την ελπίδα να την κάνουμε πράξη για να ξαναβρεθούμε στην πλευρά της Ελλάδας του πολιτισμού και όχι στην Ελλάδα που πνίγει τα παιδιά της.
Προηγουμένως σας ανέφερα την ολική επίθεση φωτονίων. Προφανώς εννοούσα το αττικό φως. Κι εδώ επιτρέψτε μου να σας απαγγείλω ένα απόσπασμα από το ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου «Εις την Οδόν των Φιλελλήνων»:
«Το φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνη μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Ελλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου».
Γεννήθηκα στα Εξάρχεια στις 14 Μαρτίου του 1939. Ήταν μια εποχή που οι ήχοι και οι εικόνες καταγράφονταν έντονα, ακόμα και σε ένα παιδί της ηλικίας μου. Ήταν ανατριχιαστικός ο ήχος της σειρήνας και απάνθρωπο το θέαμα μιας τεράστιας ουράς σκελετωμένων ανθρώπων για να πάρουν ένα κομμάτι μπομπότα. Και τραγικός ο ρόγχος του θανάτου στα πεζοδρόμια της Θεμιστοκλέους.
Όμως, η γιαγιά τα ξόρκιζε όλα αυτά με την κιθάρα της και το τραγούδι της. Ο οργανισμός Ελλάς βγήκε από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο με ένα ανύπαρκτο ανοσοποιητικό σύστημα, τραυματισμένος, ερειπωμένος, κατακερματισμένος, αδύναμος.
Και σαν Αρμαγεδδών έπεσε για να αποτελειώσει οτιδήποτε είχε μείνει μια επιδημία, ένας ιός που ακόμα δυστυχώς είναι εν δυνάμει. Ο Εμφύλιος.
Όμως, η γιαγιά τα ξόρκιζε όλα τούτα με την κιθάρα της και το τραγούδι της. Να λοιπόν γιατί η Μουσική ήταν θέμα ζωής και θανάτου για μένα. Τα χρόνια πέρασαν, πολύ δύσκολα χρόνια. Η Μουσική ήταν η απόλυτη και καθημερινή μου ενασχόληση.
Ευτύχησα να έχω σπουδαίους και εμπνευσμένους δασκάλους: τον Στράτο Παγιουμτζή, τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Νίκο Γκάτσο, την Nadia Boulanger, τον David Diamond, τον Leonard Bernstein.
Έτσι έμαθα να μιλώ όσο μπορώ λιγότερο. Έτσι έμαθα να ακούω και να αφουγκράζομαι όσο μπορώ περισσότερο. Έτσι έμαθα ότι στις πέντε οριζόντιες γραμμές του πενταγράμμου δεν κάθονται μαύρα στίγματα, αλλά χελιδόνια που τραγουδούν αδιάκοπα. Αλλά για να τα ακούσεις πρέπει να αποκτήσεις την εμπιστοσύνη τους.
Έτσι έμαθα πως η Μουσική αρχίζει από σιωπή και καταλήγει σε σιωπή. Άρα οι παύσεις έχουν ήχο. Άρα δεν υπάρχει σκοτεινή ύλη. Διότι εν αρχή ην ο ήχος.
Τέλος, έμαθα ότι δικαίωμα στην έπαρση έχει μόνο η σημαία. Απέκτησα φίλους και εχθρούς, άσπονδους φίλους και ασπόνδυλους φίλους. Απέκτησα βραβεία, εύσημα, φήμη. Όμως, σε κάποια στιγμή απέκτησα και την κόρη μου Πανδώρα.
Πέρασα περιόδους σιωπής, δημιουργικής σιωπής. Η αμφισβήτηση και η αναζήτηση ήταν και είναι για μένα οι κέρβεροι που φυλάσσουν τον εσωτερικό μου χώρο και χρόνο από τον εξωτερικό μου χώρο και χρόνο.
Πριν από περίπου δέκα χρόνια είχα μπει πάλι στο καβούκι μου. Είχα γίνει δυσπρόσιτος, δυσκολονόητος, δυσβίωτος, ιδιότροπος, με λίγα λόγια αυτό που λέμε αντικοινωνικός. Κάποια στιγμή ανησύχησα, γιατί ήταν μεγάλο το διάστημα της σιωπής.
Όμως ήρθε να τα ξορκίσει όλα αυτά με το τραγούδι της όχι πια η γιαγιά μου, αλλά η Ηρώ. Πριν από τρία χρόνια αποκτήσαμε δίδυμα. Τον Σταύρο και την Μαρία-Ιζόλδη. Σήμερα είχα την τιμή να γίνω μέλος της πανεπιστημιακής σας κοινότητας. Τα γεγονότα αυτά μου δίνουν κουράγιο για το επέκεινα και θάρρος για την πορεία προς το άγνωστο.
Και πάλι σας ευχαριστώ από τα βάθη της καρδίας μου.