Η αναταραχή στο Χονγκ Κονγκ, η οποία ήδη μετρά δέκα εβδομάδες, έχει εισέλθει σε μια κρίσιμη φάση, με αισθητό τον διεθνή αντίκτυπό της. Ό,τι ξεκίνησε ως ένα κίνημα διαδηλώσεων εναντίον του νόμου που θα επέτρεπε την έκδοση κατηγορουμένων στην ηπειρωτική Κίνα έχει μετατραπεί σε πολύ περισσότερο βίαιο, καίτοι λιγότερο μαζικό.
Οι κάτοικοι του Χονγκ Κονγκ έχουν πολλούς λόγους να δυσφορούν. Σε αντίθεση με την ηπειρωτική Κίνα, όπου οι βάσιμες προσδοκίες οικονομικής ανέλιξης του πληθυσμού εξασφαλίζουν πολιτική σταθερότητα, η πρώην βρετανική αποικία αποτελεί μια ανεπτυγμένη οικονομία δυτικού τύπου που βλέπει το ειδικό της βάρος διαρκώς να υποχωρεί (από 27% του όλου κινεζικού ΑΕΠ την δεκαετία του ’90 στο 3% σήμερα).
Και σε αντίθεση με άλλες δυτικές κοινωνίες, το Χονγκ Κονγκ βιώνει πολιτικά μια παρωδία αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, όπου μόνο τα μισά μέλη του τοπικού κοινοβουλίου αναδεικνύονται από τη λαϊκή ψήφο, ενώ τα άλλα μισά από επαγγελματικές ενώσεις που έχουν κάθε λόγο να θέλουν να εξευμενίζουν το Πεκίνο. Σε ένα περιβάλλον ανεπαρκούς ρυθμιστικού πλαισίου για τον ανταγωνισμό, η οικονομία του Χονγκ Κονγκ βρίσκεται στα χέρια ενός περιορισμένου αριθμού ολιγαρχών διαπλεκόμενων με την τοπική πολιτική εξουσία. Η κατάσταση της στεγαστικής αγοράς, η οποία είναι άκρως χρηματοπιστωτικοποιημένη, αποτελεί πηγή μεγάλων κοινωνικών εντάσεων, ενώ η εισροή αγοραστών κατοικίας που φυγαδεύουν τα κεφάλαιά τους από την ηπειρωτική Κίνα δημιουργεί εχθρότητα προς όσους ομιλούν την μανδαρινική αντί της καντονέζικης γλώσσας.
Ωστόσο, αφότου η πρωθυπουργός Κάρι Λαμ υποχρεώθηκε να βάλει στο ψυγείο το επίμαχο νομοσχέδιο περί έκδοσης κατηγορουμένων, το κίνημα διαμαρτυρίας άλλαξε χαρακτήρα. Οι πρωταγωνιστές του προέρχονται πλέον σχεδόν αποκλειστικά από την φοιτητική νεολαία και υιοθετούν τακτικές που αποσκοπούν ευθέως στο να προκαλέσουν μεγαλύτερη καταστολή, αν όχι και εισβολή των δυνάμεων της ηπειρωτικής Κίνας.
Η επί διήμερο κατάληψη του αεροδρομίου του Χονγκ Κονγκ από λίγες χιλιάδες βίαιους διαδηλωτές και η διακοπή των πτήσεων από και προς το πέμπτο μεγαλύτερο χρηματοπιστωτικό κέντρο του πλανήτη αποτέλεσαν την κορύφωση αυτής της τακτικής. Μια απλή νοητική άσκηση του τι αντίδραση θα προκαλούσε αυτό σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου είναι αρκετή για να σχετικοποιήσει τις καταγγελίες όσων (συμπεριλαμβανομένης της Ύπατης Αρμοστού του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα Μισέλ Μπατσελέτ) στέκονται αποκλειστικά στην κρατική καταστολή.
Τα επτά εκατομμύρια κατοίκων του Χονγκ Κονγκ μάλλον αποξενώνονται από κινήσεις που απειλούν την οικονομία της πόλης ή από την εμφάνιση διαδηλωτών με χαρακτηριστικά “μπλακ μπλοκ” που φέρουν υπερηφάνως ξενικά σύμβολα (την σημαία της εποχής της βρετανικής κυριαρχίας ή την αμερικανική αστερόεσσα).
Στην πραγματικότητα η Κάρι Λαμ (και πίσω από αυτήν το Πεκίνο) περισσότερο επενδύουν στην εξαγορά χρόνου, υπολογίζοντας ότι η επανέναρξη του ακαδημαϊκού έτους στις 2 Σεπτεμβρίου θα διασκορπίσει τα πλήθη των φοιτητών. Η εκφοβιστική συγκέντρωση ειδικών δυνάμεων στα σύνορα της ηπειρωτικής Κίνας με το Χονγκ Κονγκ είναι πολύ αμφίβολο αν θα καταλήξει σε πραγματική επέμβαση, γιατί κάτι τέτοιο θα κινητοποιούσε πολιτικές και οικονομικές κυρώσεις της Δύσης εναντίον της Κίνας, όπως φαίνεται να είναι για κάποιους το ζητούμενο σε αυτούς τους καιρούς του σινο-αμερικανικού εμπορικού και τεχνολογικού πολέμου.
Το ίδιο το Πεκίνο πάντως έχει σκληρύνει την ρητορική του σε δύο μέτωπα. Αφενός αποκαλεί τους διαδηλωτές “τρομοκράτες που αποζητούν την αυτοκαταστροφή τους”, με όσα συνεπάγεται αυτή η φρασεολογία, αφετέρου δε αποδίδει ευθέως την αναταραχή στο “μαύρο χέρι” των ΗΠΑ.
Πράγματι η άρτια επιμελητειακή οργάνωση των διαδηλωτών παραπέμπει σε στήριξη από κρατικό δρώντα, ενώ η συνάντηση της διευθύντριας του πολιτικού τμήματος του αμερικανικού προξενείου του Χονγκ Κονγκ (του μεγαλύτερου στον κόσμο) με ηγέτες των φοιτητών αξιοποιήθηκε καταλλήλως από την κινεζική επικοινωνιακή μηχανή.
Είναι πάντως αληθές ότι και ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικλ Πομπέο έχει συναντηθεί στο παρελθόν με παράγοντες της αντιπολίτευσης του Χονγκ Κονγκ, ενώ και το αμερικανικό National Endowment for Democracy έχει χρηματοδοτήσει δράσεις στην περιοχή.
Ακόμη και η Ρωσία παρεμβλήθηκε, διά της εκπροσώπου του υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα, η οποία παραλληλίζοντας τα συμβαίνοντα με τις πρόσφατες διαδηλώσεις στη Μόσχα, έκανε γνωστό ότι η χώρα της και η Κίνα προχωρούν σε συστηματική ανταλλαγή πληροφοριών για τις “αμερικανικές προσπάθειες ανάμειξης” στα εσωτερικά τους.
Είναι ωστόσο προφανές ότι η υποχώρηση της καταναλωτικής και επιχειρηματικής εμπιστοσύνης στο Χονγκ Κονγκ (πόσω μάλλον τυχόν κινεζική επέμβαση) κινδυνεύει να έχει αλυσιδωτές αντιδράσεις στις διεθνείς αγορές. Ήδη ο δείκτης Hang Seng έχει χάσει 9% σε έναν μήνα, ενώ και η πρόσδεση της ισοτιμίας του δολαρίου Χονγκ Κονγκ προς το αμερικανικό ενδέχεται να απειληθεί. Μοιάζει σαν η πόλη-έμβλημα της παγκοσμιοποίησης στην Ασία να προορίζεται για ριζική υποβάθμιση.