Ροδίτισσα Λ.Καλλιγά:H ιστορία μιας γυναίκας που ενάντια στις κακουχίες έμεινε όρθια

570
H ιστορία μιας γυναίκας

Αφιερωμένο στην ημέρα της γυναίκας

Η εξορία, οι αγώνες, η δύσκολη συνέχεια που τη Λελέκα Καλλιγά, την έβγαλαν νικήτρια

Η Λελέκα Καλλιγά, ψηλή, περήφανη, ξεχώριζε για το παράστημα και την περπατησιά της, μέσα στη Ρόδο. Για όλους ήταν «η Αριστερή», που έκανε πέντε χρόνια σε τόπους εξορίας, χωρίς να αγανακτήσει ούτε στις δύσκολες στιγμές του Αγώνα ούτε στις άλλες, τις μετέπειτα που της επεφύλαξε η ζωή. Κι έτσι όρθια, λίγο πριν από το τέλος της το 2017, αφηγήθηκε στα παιδιά της, αποσπασματικά, τι πέρασε, πώς έζησε, πόσο μεγάλο σχολείο ήταν η εξορία, κι οι κακουχίες της δικής της ζωής.

Είναι η Γιορτή της Γυναίκας τη Δευτέρα και η «Λελέκα» για τη Χάλκη το νησί της, η «Λιλίκα» για την εξορία, ήταν μια αγωνίστρια στον στίβο της ζωής, σε έναν αγώνα μαραθώνιο που τον τερμάτισε επιτυχώς, μόνο που εμείς δεν γνωρίζουμε τίποτα γι αυτήν!

Το ίδιο παράστημα με εκείνην έχει η κόρη της η Κλαίρη, που συνάντησα το προηγούμενο Σάββατο, μετά από χρόνια που είχε πρωτοειπωθεί ότι «κάποιος πρέπει να μιλήσει πια για εκείνη».

«Δεν ξέρω πολλά» μου είπε, κι εγώ ξέρω γιατί δεν ξέρει: γιατί όπως μου έχει δείξει αυτή η δουλειά, αλλά και η ζωή, αυτοί που «κάνουν» δεν μιλούν, γιατί είναι γεμάτοι: από μνήμες, από εμπειρίες και στην περίπτωση της Λελέκας, από πληγές.  «Δεν γνωρίζω πολλά πράγματα γιατί δεν μιλούσε η μάνα μας για τον εαυτό της,  μου λέει, ήταν όμως ένας άνθρωπος που τάχτηκε στο δίκιο και την αλήθεια των πολλών και αγωνίστηκε γι’ αυτά. Μ’ αυτά πορεύτηκε ως το τέλος, περήφανη και αξιοπρεπής. Και μιας και ήταν δακτυλοδεικτούμενη δεν ήθελε στη ζωή της όλη να δώσει αφορμή για το παραμικρό».

Τι σας είπε τελικά, οι αγώνες της πήγαν στράφι, μετάνιωσε;  Πέντε χρόνια από τη ζωή της σε εξορίες, ήταν αυτά!
Όχι, ποτέ δεν το είπε. Πίστευε ότι οι θυσίες ποτέ δεν πάνε χαμένες. Πάντα λίγοι μπαίνουν μπροστά και ανοίγουν οι δρόμοι για αλλαγές.

Σήμερα, τα όσα πέρασε φαντάζουν εξωπραγματικά: φάλαγγα, ξυλοδαρμοί, πέντε χρόνια – αυτά της νιότης- χαμένα, και μετά ο χωροφύλακας κατά πόδας… Πότε τα μάθατε εσείς;

Αυτά μας τα είπε όταν ήμασταν πια μεγάλοι και μάλιστα τα μάθαμε από άλλους! Το μόνο που γνωρίζαμε ήταν ότι πιστεύουμε σε κάτι διαφορετικό από την πλειονότητα των ανθρώπων. Θυμάμαι ότι εκείνη ήταν στην ΕΔΑ κι εγώ πήγαινα στο Δημοτικό. Πάντα ήμουν η πιο ψηλή κι όταν τα παιδιά φώναζαν τα κόμματα, κι έλεγαν «ΕΡΕ, ΕΡΕ»…, εγώ φώναζα «ΕΔΑ,ΕΔΑ»… Θυμάμαι ακόμα πώς μου εκσφενδονίζονταν  οι τσάντες των άλλων παιδιών, αλλά ήμουν περήφανη γιατί αφού η μαμά μου πίστευε ότι ήταν το καλύτερο, το φώναζα κι εγώ με περηφάνια.

Ως μέλος του Δ.Σ. της Πανελλήνιες Ένωσης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης-παράρτημα Δωδεκανήσου

Ως μέλος του Δ.Σ. της Πανελλήνιες Ένωσης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης-παράρτημα Δωδεκανήσου

Η ίδια, τι σας έχει πει;

Της λέγαμε: «πες μας τι έκανες μαμά και σε πιάσανε και πέντε χρόνια ήσουν μακριά από τον κόσμο κι εμείς δεν γνωρίζουμε τίποτα γι ‘αυτά…».  Κι εκείνη λίγο πριν καταπέσει, όχι στο μυαλό που ήταν μέχρι τέλους πολύ δυνατό το μυαλό της, αλλά στις σωματικές δυνάμεις, μας είπε: «ό,τι έκανα, το έκανα για τα πιστεύω μου. Ούτε επειδή περίμενα κάτι, ούτε για καμιά ανταμοιβή. Δεν έβλαψα κανέναν και ήξερα ότι έκανα το καλό για τους πολλούς». Μόνο όταν έβλεπε στις κάλπες τα εκλογικά αποτελέσματα την άκουγα που απορούσε  «πώς είναι δυνατόν οι εργαζόμενοι να είναι με το κόμμα των αφεντικών»! Γι’ αυτήν  ήταν ασύλληπτο. Και σ’ όλη της ζωή της ποτέ δεν μας πίεσε για γάμους και οικογένεια. Αυτό που ήθελε ήταν να μορφωθούμε για να έχουμε δική μας κρίση και να εργαζόμαστε για να είμαστε ανεξάρτητες. Η ίδια δεν μπόρεσε να δουλέψει κι  αυτό το έφερε βαρέως.

Από πού ξεκίνησε η Λελέκα, ποια ήταν η αφετηρία αυτής της δύσκολης διαδρομής;

Γεννήθηκε στη Χάλκη το 1921. Η οικογένειά της ήρθε για λίγο στη Ρόδο ακολουθώντας τον παπά πατέρα της ο οποίος της είχε μεγάλη αδυναμία γιατί διέκρινε την ακεραιότητα του χαρακτήρα της, τον τρόπο με τον οποίο υπερασπιζόταν τον αδύναμο, αλλά και την άποψή της. Σε ηλικία επτά ετών ακολούθησε την οικογένεια στον Πειραιά, για να σπουδάσει ο αδελφός της Γιάννης. Πολλοί Χαλκίτες πήγαιναν τότε να ζήσουν στον Πειραιά. Φοίτησε στο Αρσάκειο μέχρι τη Γ’ Γυμνασίου ήταν συμμαθήτριες με τη Μελίνα Μερκούρη, στην ίδια τάξη. Οι Δωδεκανήσιοι ως γνωστόν φοιτούσαν χωρίς εξετάσεις όπου ήθελαν. Αρρώστησε όμως η γιαγιά μου, κι έβγαλε τη μαμά μου από το σχολείο.

Στην κατοχή, αν και ανοργάνωτη, την εμπιστεύτηκαν φίλοι ΕΑΜίτες να κρύβει όπλα στο σπίτι της. Τον Μάρτιο του 1943 οργανώθηκε στο ΕΑΜ κι αυτό που την  συγκλόνισε και την έκανε να προσχωρήσει στον αγώνα ήταν οι κουκουλοφόροι που «έδιναν» τα παλικάρια που ήταν στην αντίσταση, στους Γερμανούς.

Τα καλύτερα έφυγαν έτσι, τους ντουφέκιζαν. Δεν το άντεξε αυτό. Στη δική της γειτονιά του Πειραιά, σ’  αυτήν όπου μεγάλωσε στην Καλλίπολη, ο κουκουλοφόρος που πήρε στον λαιμό του πολλά παλικάρια, λεγόταν Σάββας, ήταν κυρτός κι είχε ελαττωματική κοψιά, χαρακτηριστική φυσιογνωμία. Μέχρι το τέλος της δεν τον ξέχασε.

Τον Δεκέμβριο του 1944 συλλαμβάνεται με την κατηγορία ότι έκρυβε όπλα κι ενώ είχαν ήδη συλληφθεί φίλοι και συναγωνιστές της. Την άφησαν ελεύθερη, δεν τους είπε τίποτα και συνέχιζε να κρύβει όπλα στο σπίτι της. Φεύγει για τη Χάλκη προκειμένου να κρυφτεί, να μην  δίνει στόχο, αλλά το 1946 συλλαμβάνεται εκεί, μεταφέρεται στη Ρόδο και από εδώ στον Πειραιά. Αφήνεται ελεύθερη, αλλά συλλαμβάνεται ξανά τον Νοέμβριο του 1948,  οπότε και μεταφέρεται στα υπόγεια της Ασφάλειας. Βασανίστηκε επί ένα μήνα χωρίς να λυγίσει και τον Δεκέμβριο όταν άδειασε το στρατόπεδο στο Τρίκερι από άνδρες και έγινε στρατόπεδο για γυναίκες μεταφέρθηκε εκεί μαζί με 1.500. Μετά στην Μακρόνησο, ξανά στο Τρίκερι, μαζί με 150 γυναίκες κι έτσι πέρασαν πέντε χρόνια! Τον Ιούλιο του 1953 δικάστηκε και αφέθηκε ελεύθερη.

 

Το 1952 στο Τρίκερι με άλλες συνεξόριστες  έξω από τη σκηνή. (Η πιο ψιλή)

Το 1952 στο Τρίκερι με άλλες συνεξόριστες έξω από τη σκηνή. (Η πιο ψιλή)

 

Δεν είναι τα 15 χρόνια εξορίας του Πάνου Μιχαηλίδη, αλλά και τα πέντε χρόνια σε τόπους εξορίας είναι πολλά, κυρίως όταν πρόκειται για μια γυναίκα!
Η εξορία ήταν μεγάλο σχολείο. Πολλοί πήγανε νέα παιδιά και βγήκανε μεγάλοι. Ο Μιχαηλίδης από τη Ρόδο ήταν μια μεγάλη φυσιογνωμία,  ένας σοφός άνθρωπος. Κι εκείνη στις δικές της εξορίες είχε σπουδαίες γυναίκες: ήταν η Καρπαθιά Μαριγούλα Μαστρολέων, που αργότερα έγραψε βιβλία για την εξορία, με τα γράμματα που έμαθε εκεί, ήταν ποιήτριες, ηθοποιοί, μουσικοί, τεχνίτριες. Μια φορά τους πήγαν ρούχα, μέσω Ερυθρού Σταυρού από την Αμερική, αλλά ήταν δαντέλες, βελούδα, ψηλοτάκουνες γόβες, τι να τα κάνουν αυτά οι εξόριστες;  Τα μεταποίησαν και τα φόραγαν σε εκδηλώσεις που κάνανε για να περνά ο καιρός και να μην τρελαθούν. Τις ζητούσαν να κάνουν δήλωση μετανοίας που δεν έκαναν ποτέ. Τις χτυπούσαν, τις έβριζαν, τις έλεγαν «Βουλγάρες», έφαγαν πολύ ξύλο. Τη μάνα μου την κατρακύλησαν στις σκάλες όταν τελείωσαν μαζί της, από την Ασφάλεια του Πειραιά για να τη στείλουν στην εξορία.

 

Η Λελέκα ως Χαλκίτισα, η Λιλίκα στην εξορία! Πώς άντεξε;
Την ρώτησα: «πώς άντεξες;». Μου είπε, τραγουδούσαμε και παίρναμε δύναμη. Είχε φυματικές που τις βοηθούσαν οι υγιείς γυναίκες, είχε άρρωστες… Από το 1948 στη Χίο έως το 1953 ήταν ανάμεσα στις 5.000 γυναίκες πολιτικές εξόριστες στο Τρίκερι, ένα ερημονήσι και στο Μακρονήσι, το διαολονήσι όπως το έλεγε που ήταν το χειρότερο. Κάποια Χριστούγεννα έδωσαν στις γυναίκες ρέγκες αντί για άλλο φαγητό χωρίς καθόλου νερό.

Όλο το στρατόπεδο, όλες οι γυναίκες ούρλιαζαν για νερό. Οι ανταρτομάνες, τα παιδιά, πολλές είχαν τα παιδιά τους μαζί… Άκουσαν τα ουρλιαχτά τους από κοντινό χωριό «δώστε στις γυναίκες νερό…», τους έλεγαν. Κι όμως άντεξαν. Οι φύλακες έκαναν τις νύχτες επιδρομές, έμπαιναν στις σκηνές τους, τις έβρεχαν τα ρούχα, κι εκείνες να τα βγάζουν έξω, να τα απλώνουν να στεγνώσουν… Τις έλεγαν να τα βάλουν μέσα και πάλι απ’ την αρχή.

Τα ρούχα που έστειλε στις εξόριστες ο Ερυθρός Σταυρός  και μεταποίησαν για τις ανάγκες των θεατρικών παραστάσεων που διοργάνωναν. Η Λελέκα Καλλιγά μόνη της δεξιά.

Τα ρούχα που έστειλε στις εξόριστες ο Ερυθρός Σταυρός και μεταποίησαν για τις ανάγκες των θεατρικών παραστάσεων που διοργάνωναν. Η Λελέκα Καλλιγά μόνη της δεξιά.

Και μετά από όλα αυτά, πώς έζησες, πώς τα κατάφερε να ζήσει;

Επέστρεψε στην Αθήνα κι η οικογένειά της ποτέ δεν την πίεσε να υπογράψει δήλωση μετανοίας. Παντρεύτηκε με τον πατέρα μου, τον Ροδίτη Δημήτρη Καλλιγά κι ήρθαν να μείνουν μόνιμα στη Ρόδο. Ξεχώριζε η Λελέκα, για την κορμοστασιά και το αγέρωχο περπάτημά της. Το 1971 σε ηλικία 45 ετών ο πατέρας μου πέθανε κι εκείνη στα 47 της έμεινε με τρία παιδιά, χωρίς δουλειά και 900 δραχμές σύνταξη, τον μήνα. Μας σπούδασε και τους τρεις και δεν έδωσε δικαίωμα ποτέ να την πουν «η καημένη»  ή να μας πουν «τα ορφανά».

Στη δικτατορία δεν την έπιασαν, όμως στο διπλανό διαμέρισμα από εμάς, στο Νιοχώρι όπου μέναμε- η μάνα με τα τρία παιδιά- ήρθε και έμεινε ο ασφαλίτης ο Γρηγόρης, μέρα-νύχτα μπροστά μας, κι όπου πηγαίναμε ήταν κι αυτός!  Έτσι ήταν τότε για εκείνην η ζωή.

Εδώ, με τον πατέρα μου παντρεύτηκαν από έρωτα κι όμως  τον πρώτο χρόνο του γάμου τους, πριν γεννηθούμε εμείς, λίγο πριν κοιμηθούν έβλεπε πάντα κάτω από το στρώμα. Απορούσε εκείνη και μια φορά τον ρώτησε.
Της απάντησε: «η μάνα μου, μού είπε ότι μιά νύχτα θα με σφάξεις, με το κονσερβοκούτι». Και της το είπε αυτό ένας  μορφωμένος κι ερωτευμένος άνθρωπος

Πηγή: Ροδιακή

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας