Υστερα από 16 χρόνια στην εξουσία, ο Ταγίπ Ερντογάν υπέστη το πρώτο εκλογικό ράπισμα στις εκλογές της περασμένης Κυριακής. Το κυβερνών κόμμα ΑΚΡ έχασε την Αγκυρα, την Κωνσταντινούπολη και σειρά άλλων μεγάλων αστικών κέντρων, όπως η Αττάλεια, τα Αδανα και η Μερσίνη. Το γεγονός ότι επρόκειτο περί δημοτικών εκλογών θα μπορούσε να παρηγορήσει οποιονδήποτε άλλον ηγέτη εκτός από τον πρόεδρο της Τουρκίας. Ο ίδιος έδωσε ξεκάθαρα πολιτικό χαρακτήρα στην αναμέτρηση, αναγορεύοντάς την σε μάχη «εθνικής επιβίωσης» απέναντι σε καταχθόνιους συνωμότες. Επιπλέον, έθεσε το προσωπικό του κύρος στο τραπέζι με μια φρενήρη προεκλογική εκστρατεία σε όλη τη χώρα και κατέβασε τον πρώην πρωθυπουργό του Μπεναλί Γιλντιρίμ στην Κωνσταντινούπολη. Υπό αυτό το πρίσμα, το εκλογικό αποτέλεσμα αποτέλεσε επώδυνο πολιτικό πλήγμα για το ΑΚΡ και για τον ίδιο τον πρόεδρο.
Και μόνο η απώλεια της Κωνσταντινούπολης θα αρκούσε για να κάνει εφιαλτική τη νύχτα της περασμένης Κυριακής για τον Ερντογάν. Η γενέτειρά του, αυτή η μεγαλούπολη των 15 εκατομμυρίων, έγινε η πλατφόρμα εκτόξευσής του στο εθνικό πολιτικό στερέωμα μετά τη νίκη του στις δημοτικές εκλογές του 1994. Η παλιά πρωτεύουσα των σουλτάνων καταλαμβάνει κεντρική θέση στις νεοθωμανικές φαντασιώσεις του ισλαμοεθνικισμού. Επιπλέον, αποτελεί τον ισχυρότερο οικονομικό κινητήρα της χώρας, καθώς προσφέρει το 40% των φορολογικών εσόδων της. Η απώλειά της, σε συνδυασμό με τις ήττες του ΑΚΡ σε άλλες δυναμικές πόλεις, σημαίνει ότι το κυβερνών κόμμα θα χάσει τον έλεγχο σειράς μεγάλων έργων και των πελατειακών δικτύων που παρασιτούν πάνω τους.
Ο Εκρέμ Ιμάμογλου
Η προσωπικότητα και η προϊστορία του Εκρέμ Ιμάμογλου, υποψήφιου του Κεμαλικού Κόμματος CHP και νικητή των εκλογών στην Κωνσταντινούπολη, γεννούν δυσοίωνους συνειρμούς στο ΑΚΡ. Οπως ο Ταγίπ Ερντογάν, έτσι και ο Ιμάμογλου έχει ρίζες στον Πόντο, δηλώνει πιστός μουσουλμάνος και συμπεριφέρεται ως αιρετικό στοιχείο μέσα στην παράταξή του, γεγονός που του δίνει τη δυνατότητα να διεμβολίσει το αντίπαλο στρατόπεδο. Κερδίζοντας οριακά, και πάλι όπως ο Ερντογάν, τη δημαρχία της Κωνσταντινούπολης, φιλοδοξεί να δώσει δυναμική νίκης σε μια μέχρι χθες αναξιόπιστη αντιπολίτευση, με γερασμένη ηγεσία. Τις αναλογίες αυτές επικαλούνται όσοι εκτιμούν ότι το 2019 θα μπορούσε να αποδειχθεί ένα αντεστραμμένο 1994: την αρχή του τέλους για το καθεστώς Ερντογάν-ΑΚΡ. Πολλοί αναλυτές έγραψαν σε ανύποπτο χρόνο ότι ο πρόεδρος της Τουρκίας δεν απειλούνταν παρά μόνο από δύο επίφοβους εχθρούς: μια ενδεχόμενη οικονομική κρίση και τον κακό εαυτό του. Αυτές οι εκλογές το επιβεβαίωσαν. Η κρίση ήρθε το 2018, με αποτέλεσμα η λίρα να χάσει το 30% της αξίας της, η ανεργία να ανέβει στο 13,5% και ο πληθωρισμός στο 20%, στέλνοντας πλήθη πολιτών στις ουρές των δημοτικών πάγκων για την προμήθεια φτηνών, επιδοτούμενων οπωροκηπευτικών. Ο πολιτικός βολονταρισμός του Ερντογάν έκανε τα πράγματα ακόμη χειρότερα καθώς, αντί για ορθολογικά μέτρα σταθεροποίησης και ανάταξης της οικονομίας, κατέφυγε σε εθνικιστικό παραλήρημα: η Τουρκία απειλείται από τους «τρομοκράτες» του Γκιουλέν και του φιλοκουρδικού κόμματος HDP, οι κεμαλικοί είναι συνοδοιπόροι των τρομοκρατών και των μεγάλων δυνάμεων της Δύσης που θέλουν να μας συρρικνώσουν, και πάει λέγοντας.
Αυτή η ακραία διχαστική στρατηγική έχει αρχίσει να κουράζει μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος, όπως έδειξε το εκλογικό αποτέλεσμα. Καταλυτικό ρόλο στην έκβαση της αναμέτρησης έπαιξε το κουρδικό στοιχείο. Παρά τον απηνή διωγμό που δέχεται, το HDP κυριάρχησε και πάλι στις περισσότερες πόλεις της νοτιοανατολικής Τουρκίας, με μόνη σημαντική εξαίρεση το Σιρνάκ, που ισοπεδώθηκε από τον τουρκικό στρατό το 2015-16 και στο οποίο ψήφισαν 16.000 Τούρκοι στρατιωτικοί και αστυνομικοί. Στις άλλες πόλεις, της δυτικής και νότιας Τουρκίας, με μεγάλους κουρδικούς πληθυσμούς (Κωνσταντινούπολη, Αττάλεια, Αδανα, Μερσίνη), το HDP δεν κατέβασε υποψήφιους, αλλά έγειρε την πλάστιγγα υπέρ της αντιπολίτευσης, ακολουθώντας την προτροπή του φυλακισμένου ηγέτη του, Σελαχατίν Ντεμιρτάς.
Παρ’ όλα αυτά, θα ήταν πρόωρο να μιλήσει κανείς για τέλος εποχής. Το γεγονός ότι το ΑΚΡ κέρδισε, σε περίοδο οικονομικής δυσπραγίας, το 44% των ψήφων σε πανεθνική κλίμακα έναντι 30% του CHP μαρτυρά ότι διατηρεί, για την ώρα, ισχυρή κοινωνική βάση. Αλλωστε, οι αντίπαλοι του Ερντογάν είχαν βιαστεί να μιλήσουν για «αρχή του τέλους» πολλές φορές στο πρόσφατο παρελθόν: με την εξέγερση της πλατείας Ταξίμ, τον Ιούνιο του 2013, με την υπόθεση των μεγάλων σκανδάλων και τη ρήξη με τον Γκιουλέν, τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, με την απώλεια αυτοδυναμίας από το ΑΚΡ τον Ιούνιο του 2015 και με το πραξικόπημα του επόμενου χρόνου. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο Ερντογάν κατάφερε να αντέξει στη θύελλα και να βγει στην αντεπίθεση.
Ανοιχτά όλα τα σενάρια
Το βέβαιο είναι ότι μετά την περασμένη Κυριακή, ο μύθος του αήττητου Ερντογάν αποτελεί παρελθόν και ο Τούρκος πρόεδρος βρίσκεται ενώπιον κρίσιμων διλημμάτων. Η σταθεροποίηση της οικονομίας ενδέχεται να τον οδηγήσει σε επώδυνα μέτρα λιτότητας, ίσως ακόμη και σε προσφυγή στο ΔΝΤ, ενώ πιέζει για κάποιας μορφής συνδιαλλαγή με τη Δύση, ιδιαίτερα με τις ΗΠΑ. Είναι έτοιμος ο Ερντογάν για μια τέτοια πραγματιστική στροφή; Στο παρελθόν έχει δώσει δείγματα πραγματισμού, αλλά τίποτα δεν αποκλείει μια φυγή προς τα εμπρός, με κυνήγι μαγισσών εναντίον της αντιπολίτευσης και εξωτερικούς τυχοδιωκτισμούς. Η αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος σε Κωνσταντινούπολη και Αγκυρα από το ΑΚΡ, που ελπίζει να κερδίζει στα δικαστήρια ό,τι δεν κέρδισε στις κάλπες συνιστά έναν πρώτο, άσχημο οιωνό και εγγράφει στην ημερήσια διάταξη τον κίνδυνο εκρηκτικής πυράκτωσης της πολιτικής ατμόσφαιρας.
Το θετικό για τον Ερντογάν είναι ότι δεν έχει μπροστά του καμία εκλογική αναμέτρηση έως το 2023. Μέχρι τότε, όμως, είναι πιθανό να αντιμετωπίσει ισχυρή αμφισβήτηση μέσα από το ίδιο το ισλαμικό στρατόπεδο, αν επιβεβαιωθούν οι φήμες που θέλουν τους παροπλισμένους βαρώνους του χώρου, όπως ο Αμπντουλάχ Γκιουλ και ο Αχμέτ Νταβούτογλου, να δημιουργούν καινούργιο κόμμα.
Οι S-400 και η βόμβα Πενς
Βρίσκοντας τον Ερντογάν τραυματισμένο από το εκλογικό αποτέλεσμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες βάλθηκαν σε χρόνο μηδέν να στείλουν προειδοποιητικά μηνύματα, ελέγχοντας τα αντανακλαστικά του. Tη Δευτέρα, το Πεντάγωνο ανακοίνωσε ότι αναστέλλει την αποστολή στην Τουρκία εκπαιδευτικού υλικού που συνδέεται με τα F-35, απειλώντας ότι το επόμενο βήμα θα είναι να ματαιώσει την πώληση των αεροσκαφών, αν δεν ακυρωθεί η αγορά ρωσικών πυραύλων S-400. Παρότι ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου δήλωσε ότι δεν υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο, ο Αμερικανός αντιπρόεδρος Μάικ Πενς επανήλθε, την Τετάρτη, με μια δήλωση-βόμβα. «Η Τουρκία οφείλει να διαλέξει. Θέλει να παραμείνει σημαντικός εταίρος στην πιο πετυχημένη στρατιωτική συμμαχία της Ιστορίας ή είναι διατεθειμένη να ρισκάρει τα οφέλη αυτής της εταιρικής σχέσης με τέτοιες, ανεύθυνες αποφάσεις, που υπονομεύουν τη συμμαχία μας;», δήλωσε ο Πενς στη διάρκεια υπουργικής συνόδου που συνέπεσε με τα 70 χρόνια του ΝΑΤΟ, στην Ουάσιγκτον. Με άλλα λόγια, ο Αμερικανός αντιπρόεδρος απείλησε την Τουρκία όχι απλώς με τη ματαίωση της πώλησης F-35, αλλά ακόμη και με τον εξοστρακισμό από το ΝΑΤΟ. Αν συνέβαινε ποτέ κάτι τέτοιο, θα προκαλούσε ατμόσφαιρα εθνικής κρίσης στην Τουρκία και ιδιαίτερα στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας. Ας προσθέσουμε τις προειδοποιήσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τις επιπτώσεις που θα έχουν τυχόν ανατροπή του εκλογικού αποτελέσματος στην Κωνσταντινούπολη και μια μονομερής ενέργεια εναντίον των Κούρδων στη Συρία. Ωστόσο, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε την Παρασκευή ότι δεν υπάρχει περίπτωση ακύρωσης της αγοράς των S-400 και ετοιμάζεται να συναντήσει αύριο τον Βλαντιμίρ Πούτιν στη Μόσχα, διακινδυνεύοντας μια μετωπική ρήξη με την Ουάσιγκτον.
*Πηγή: Καθημερινή