Για τη σημερινή επέτειο της λήξης του Εμφυλίου Πολέμου, στις 29 Αυγούστου 1949, μια αναφορά στην αντικομμουνιστική τρομοκρατία των χρόνων 1945-46, που εξανάγκασε χιλιάδες αγωνιστές να καταφύγουν στα βουνά, από το βιβλίο του Γιώργου Αλεξάτου “Οι ελλαδέμποροι. Άκρα Δεξιά και φασισμός στην Ελλάδα του 20ού αιώνα”, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις “Άπαρσις”.
Καθοριστική για την ανασυγκρότηση της άκρας Δεξιάς και μάλιστα των ένοπλων τμημάτων της μετά την Απελευθέρωση, υπήρξε η σύγκρουση των Δεκεμβριανών του 1944, μεταξύ των δυνάμεων της εαμικής Αντίστασης και του συνόλου των αστικών δυνάμεων και των Βρετανών συμμάχων και πατρώνων τους. Τότε ήταν που απελευθερώθηκαν χιλιάδες ταγματασφαλίτες, που είχαν συλληφθεί ως αιχμάλωτοι από τον ΕΛΑΣ και κρατούνταν από τους Βρετανούς, και μαζί με τα κρυπτόμενα μέχρι τότε μέλη των δωσιλογικών οργανώσεων, εξοπλίστηκαν και συμμετείχαν στον αγώνα κατά του ΕΛΑΣ.
Η περίοδος που ακολούθησε τη Συμφωνία της Βάρκιζας και έως τη γενίκευση του Εμφυλίου, από την άνοιξη του 1945 και μέχρι τα τέλη του 1946, χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία της Λευκής Τρομοκρατίας, στην οποία, εκτός από τον κρατικό μηχανισμό, συμμετέχει ενεργά και μάλιστα πρωτοστατεί, πλήθος ένοπλων ακροδεξιών συμμοριών σ’ ολόκληρη της χώρα.
Η άκρα Δεξιά αυτών των χρόνων δεν είναι εύκολο να διαχωριστεί από το σύνολο της Δεξιάς, στους κόλπους της οποίας συγκροτείται και εκφράζεται, καθώς, ήδη από τις μέρες της Απελευθέρωσης, το φθινόπωρο του 1944, είχαν διαλυθεί οι ακραιφνείς και απροκάλυπτες φασιστικές οργανώσεις. Εντούτοις, ήταν ελάχιστοι οι φασίστες που, έχοντας στιγματιστεί ως συνεργάτες των κατακτητών, παραπέμφθηκαν σε δίκες στα ειδικά δικαστήρια δίωξης δωσιλόγων και ακόμη λιγότεροι εκείνοι που καταδικάστηκαν απ’ αυτά, σε ποινές που πολύ μικρό μέρος τους εξέτισαν. Ακόμη κι όταν καταδικάζονταν σε θάνατο ή σε ισόβια, μετά από λίγα χρόνια είχαν αποφυλακιστεί., ενώ μόνο 25 ήταν αυτοί που εκτελέστηκαν (1).
Σε όλη την Ευρώπη η άκρα Δεξιά θα περιθωριοποιηθεί, στιγματισμένη και ταυτιζόμενη με τον ναζισμό (2). Εντούτοις, επωφελούμενοι από την αντιπαράθεση μεταξύ Δύσης και Ανατολής, «οι ηττημένοι της Απελευθέρωσης θα εμφανίζονταν σαν πρωτοπαλίκαρα του αντικομμουνισμού προβάλλοντας το επιχείρημα ότι ήταν οι πρώτοι που είχαν στρατευτεί στην υπόθεση της υπεράσπισης των “αξιών της Δύσης”» (3).
Η τραγική ιδιαιτερότητα της Ελλάδας έγκειται στο ότι οι κατοχικοί δωσίλογοι, στην τεράστια πλειονότητά τους, αναγνωρίστηκαν από το ίδιο το κράτος για τη συμβολή τους στον αγώνα κατά του κομμουνισμού και ανταμείφθηκαν με θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, και κυρίως στον στρατό και τα Σώματα Ασφαλείας.
Από τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις ήταν η ανάδειξη στη θέση του υποδιοικητή της Σχολής Ευελπίδων του Χρήστου Γερακίνη, ενός από τους επικεφαλής των ταγματασφαλιτών της Εύβοιας. Ήταν αυτός που μετά από μάχη με τον ΕΛΑΣ έγραφε σε έκθεσή του, «εκ των ημετέρων είς Γερμανός τραυματίας». Εξίσου προκλητική ήταν η ανάδειξη σε ηγετική θέση στην Αστυνομία Πόλεων του Νικολάου Μπουραντά, επικεφαλής, κατά την Κατοχή, του διαβόητου μηχανοκίνητου τμήματος της Αστυνομίας, που συμμετείχε ακόμη και σε μπλόκα, όπως αυτό της Κοκκινιάς. Εξάλλου, στις 28 Μαρτίου 1947, το δικαστήριο δωσιλόγων απάλλαξε από κάθε κατηγορία και τον Ιωάννη Πλυτζανόπουλο, επικεφαλής των ταγματασφαλιτών που συμμετείχαν, επίσης, στο Μπλόκο της Κοκκινιάς. Τελικά, με το ΚΘ΄ Ψήφισμα του 1947, απαλλάχτηκαν από κάθε κατηγορία για συνεργασία με τους κατακτητές όλοι όσοι πολέμησαν τους κομμουνιστές. Δηλαδή, τον ΕΛΑΣ.
Ήδη από το καλοκαίρι του 1946 είχαν ενταχθεί στον στρατό αξιωματικοί που υπηρέτησαν στα Τάγματα Ασφαλείας. Η συμμετοχή τους στα Τάγματα δεν θεωρούνταν, πλέον, ικανό στοιχείο παραμερισμού και δίωξης, ειμή μόνο αν υπήρχαν σε βάρος τους κατηγορίες για παράβαση του ποινικού δικαίου. Εντούτοις, και στις περιπτώσεις αυτές, ορίστηκε να κρίνονται από τον στρατό και όχι από την τακτική δικαιοσύνη.
Άλλωστε, στον υπό ανασύσταση στρατό σημαντική ήταν η επιρροή του Ιερού Δεσμού Ελλήνων Αξιωματικών (ΙΔΕΑ), της βασιλικής συνωμοτικής οργάνωσης που είχε συγκροτηθεί ήδη από το 1944 στη Μέση Ανατολή. Από την ηγεσία του ΙΔΕΑ προερχόταν ο Αλέξανδρος Παπάγος, ο οποίος, τον Ιανουάριο 1949 θα αναλάβει τη Γενική Αρχηγία των Ενόπλων Δυνάμεων και μετά τη λήξη του Εμφυλίου θα ανακηρυχθεί στρατάρχης.
Σύμφωνα με τον στρατηγό Γεώργιο Καραγιάννη, έναν από τους ιδρυτές του ΙΔΕΑ, οι ταγματασφαλίτες αξιωματικοί «παραμένοντες εις τας μονάδας των, όχι μόνον δεν εφυλακίζοντο, αλλά και εχρησιμοποιούντο εις τον κατά των κομμουνιστών αγώνα. Ότε όμως μετ’ ολίγον το ΚΚΕ ανέλαβεν υπευθύνως την διαχείρισιν του συμμοριτοπολέμου κατά της επισήμου ελληνικής εξουσίας, τα αδικήματα ταύτα ημνηστεύσθησαν και ούτοι απηλλάγησαν της βαρείας αυτής κατηγορίας» (4). Χαρακτηριστικό ήταν και το ότι το 1948 από τους 2.500 αξιωματικούς, μέλη του ΙΔΕΑ, οι 448 υπήρξαν συνεργάτες κατακτητών (5).
Ενώ, για το σύνολο του αστισμού, η απόκρουση του κινδύνου ανόδου στην εξουσία της Αριστεράς μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες στα 1945-46 και με την ένοπλη κατάληψή της στη συνέχεια, αποτελούσε βασική προτεραιότητα, για την άκρα Δεξιά επρόκειτο και για όρο που θα εξασφάλιζε την ατιμωρησία για τα κατοχικά της εγκλήματα.
Η συνεργασία με τους κατακτητές στα 1941-44 είχε ως συνέπεια την κοινωνική ανέλιξη και ένταξη στην αστική τάξη ενός πλήθους νέων φυσικών προσώπων (6). Συνάμα, ακόμη περισσότεροι ήταν αυτοί που, μέσω της συνεργασίας και της μαύρης αγοράς, είχαν ενταχθεί στα μεσοστρώματα.
Ο κίνδυνος απώλειας της νέας κοινωνικής θέσης, αλλά και τιμωρίας για την κατοχική δραστηριότητα, εξωθούσε αυτόν τον κόσμο στον έξαλλο αντικομμουνισμό και συνάμα στην αντίθεση προς όποια ομαλή δημοκρατική πολιτική εξέλιξη. Η διασφάλιση των όσων κερδήθηκαν στα χρόνια της Κατοχής και η εξασφάλιση της ατιμωρησίας, απαιτούσαν τη βίαιη εξουδετέρωση του ΚΚΕ και τη θωράκιση ενός καθεστώτος περιορισμένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, καθώς σε συνθήκες κυριαρχίας, σε παγκόσμιο επίπεδο, οξυμένων αντιφασιστικών αντανακλαστικών μετά την ήττα του φασισμού, δεν ευνοούνταν επιλογές απροκάλυπτης αντιδημοκρατικής εκτροπής. Εγγύηση της θωράκισης ενός καθεστώτος, που θα αντιμετώπιζε αποτελεσματικά τον κομμουνιστικό κίνδυνο και θα διασφάλιζε την ατιμωρησία, αποτελούσε η επάνοδος του βασιλιά Γεωργίου Β΄ Γλύξμπουργκ.
Με το μεγαλύτερο μέρος του παραδοσιακού βενιζελικού χώρου, εκφραζόμενου κυρίως από το Κόμμα των Φιλελευθέρων, του Θεμιστοκλή Σοφούλη, να αντιτάσσεται στην παλινόρθωση της βασιλείας, υπέρ της επανόδου του βασιλιά τάχθηκαν ακόμη και δυνάμεις αντιβασιλικής προέλευσης, που θα συμμετάσχουν, μάλιστα, στις εκλογές του 1946 ως Εθνική Πολιτική Ένωση, που αποτελέστηκε από το Κόμμα Βενιζελικών Φιλελευθέρων, του Σοφοκλή Βενιζέλου, το Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, του Γεωργίου Παπανδρέου, και το Εθνικό Ενωτικό Κόμμα, του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Είναι προφανές πως οι βασιλόφρονες της Δεξιάς και της άκρας Δεξιάς κάθε άλλο παρά απομονωμένοι αισθάνονταν.
Ακραιφνείς αντικομμουνιστές και φανατικοί βασιλόφρονες ήταν και οι δεκάδες χιλιάδες εκείνων που είχαν εκτεθεί επί Κατοχής ως ένοπλοι συνεργάτες των κατακτητών, τόσο ως ταγματασφαλίτες όσο και ως μέλη δωσιλογικών οργανώσεων. Αυτοί ήταν που αποτέλεσαν και το σύνολο, σχεδόν, των μελών των ένοπλων τρομοκρατικών συμμοριών, αμέσως μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και τον αφοπλισμό και διάλυση του ΕΛΑΣ.
Η συνύπαρξη κρατικής και παρακρατικής τρομοκρατίας αποτέλεσε αναγκαστική αλλά και σαφή πολιτική επιλογή, σε μια περίοδο κατά την οποία ο κατασταλτικός κρατικός μηχανισμός εμφάνιζε αδυναμία να αντιμετωπίσει τον κόσμο της Αριστεράς και της Αντίστασης, ενώ δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμη η ανασύσταση του στρατού.
Kατά τον πρώτο χρόνο μετά τη Βάρκιζα, από τον Μάρτιο 1945 έως και τον Φεβρουάριο 1946, είχαν σημειωθεί 1.289 δολοφονίες, 6.671 τραυματισμοί, 31.632 βασανισμοί, 84.931 συλλήψεις, 165 βιασμοί γυναικών, 6.567 ληστείες, 572 επιδρομές σε τυπογραφεία. 100.000 πολίτες ήταν καταδιωκόμενοι, ενώ στη χώρα δρούσαν 206 τρομοκρατικές συμμορίες (7). Από τους 1.289 δολοφονημένους, οι 953 υπήρξαν θύματα ακροδεξιών συμμοριών, 250 της Εθνοφυλακή, 82 της Χωροφυλακής και 4 των Βρετανών (8).
Μεταξύ των τρομοκρατικών παρακρατικών συμμοριών ξεχώριζαν αυτές που εντάσσονταν στη Χ και κατά τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες αποτελούνταν, τον Μάρτιο 1946, από 25.000 ένοπλους (9). Σύμφωνα με δηλώσεις του ίδιου του υπουργού Δημόσιας Τάξης Σταμάτη Μερκούρη, στις 20 Μαρτίου 1946, λίγες μέρες πριν τις εκλογές, οι τρομοκρατικές ομάδες της Δεξιάς κυριαρχούσαν πλήρως στην ύπαιθρο.
Οι πιο σημαντικές από τις συμμορίες που δρούσαν στην Πελοπόννησο ήταν αυτές του Πάνου Κατσαρέα (που μετά την εκτέλεσή του από αντάρτες τον διαδέχτηκαν στην ηγεσία ο δικηγόρος Πέτρος Πραστάκος και ο γιατρός Κυριάκος Κυριακόγκωνας), του Μπαθρέλλου και του Γερακάρη στη Λακωνία, του Μαγγανά (10) (που τον διαδέχτηκε στην ηγεσία ο Χρήστος Πετρόπουλος) και του Καμαρινέα στη Μεσσηνία, του Τσέκερη στην Αρκαδία, του Ταγάρη στην Ηλεία και του Δωρή στην Αργολίδα.
Στο Ξηρόμερο δρούσε η συμμορία του Λαϊνά, στη Φωκίδα η συμμορία του Δεδούση, στη Φθιώτιδα οι συμμορίες του Σούρλα (με υπαρχηγούς τον Αρχιμανδρίτη Σουμελέγκα, τον Μπομπότη και τον Μιχαλόπουλο), που ανέπτυσσε τρομοκρατική δραστηριότητα και στη Θεσσαλία, του Ιωάννου και του Βουρλάκη, και στη Θεσσαλία οι συμμορίες του Βελέντζα, του Παπαναξαγόρα, του Καλαμπαλίκη, του Τσαντούλα, του Καραλή, του Σκρέκα, του Λαδιά, του Σταμούλη, του Μπιζή, του Γιαννάκα, του Παπακόφα, του Κουγιουμτζή, του Μαϊμάνη κ.ά.
Στην Ήπειρο δρούσαν οι συμμορίες των Καλιοδημήτρη, Μπαλούμπα, Πανταλέων, Κάτσιου κ.ά., ενώ στη δυτική και κεντρική Μακεδονία συγκροτήθηκαν συμμορίες από τους κατοχικούς παοτζήδες, αποτελούμενες στην πλειονότητάς τους από τουρκόφωνους Πόντιους. Ανάλογη ήταν η σύνθεση των συμμοριών των Αντών-Τσαούς, Βαγγέλη, Κάππα κ.ά., στην ανατολική Μακεδονία.
Παρακρατικές τρομοκρατικές συμμορίες έδρασαν και στον νησιωτικό χώρο, όπως στην Κρήτη (Παύλου Γύπαρη, Εμμανουήλ Μπαντουβά κ.ά.), στη Λέσβο (Βιτούλια κ.ά.), στην Κεφαλονιά (Φωκίωνα Αλυσανδράτου ή Γάκια, που αργότερα επικηρύχθηκε από το κράτος ως εγκληματίας, Κηρυναίου Παπαδημάτου, Ζήσιμου Κοτροκόη κ.ά.), στη Λευκάδα (αδελφών Βέρη) κ.λπ.
Η διετία 1945-46 αποτέλεσε την περίοδο κατά την οποία το μεγαλύτερο μέρος της αντικομμουνιστικής δραστηριότητας διεξάγεται από τις παρακρατικές συμμορίες. Η δραστηριότητα αυτή θα συνεχιστεί το 1947, ως συμπληρωματική του κατασταλτικού κρατικού μηχανισμού, της Χωροφυλακής, της Αστυνομίας Πόλεων και κυρίως του ανασυγκροτημένου, πλέον, στρατού, για να περιοριστεί κατόπιν, όταν το σύνολο των μελών των παρακρατικών συμμοριών θα ενταχθεί στις παραστρατιωτικές Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου (ΜΑΥ) και Μονάδες Αποσπασμάτων Δίωξης (ΜΑΔ).
Οι παρακρατικές συμμορίες είχαν σύνθεση κυρίως αγροτική, ενώ στις πόλεις αποτελούνταν από νέους όλων των κοινωνικών τάξεων. Όπως αναφέρεται (11), στην αποτελούμενη από ακροδεξιούς βασιλόφρονες Χ, μεταξύ των μελών της συγκαταλέγονταν και νεαροί γόνοι αστών και μικροαστών, πρώην μέλη της ΕΟΝ, περίπου 200 αξιωματικοί του στρατού κ.λπ.
Αν και η αντικομμουνιστική υστερία δεν αρκούσε για την ένταξη στις ένοπλες συμμορίες της μεγάλης πλειονότητας των νέων της αστικής τάξης, που ήθελε να αποφύγει τους κινδύνους από μια τέτοια δραστηριότητα, είναι χαρακτηριστική η εκδήλωση της προσπάθειας διαφοροποίησης από την «εαμίτικη πλέμπα» ακόμη και εμφανισιακά. Στα 1945-46 στην αυτοαποκαλούμενη «Χρυσή Νεολαία» του Κολωνακίου είχε προσαφθεί ο χαρακτηρισμός «μακρησακάκηδες». Σε μια περίοδο τεράστιων στερήσεων και έλλειψης ρούχων και κυρίως χειμωνιάτικων, οι νέοι της μεγαλοαστικής και μεσοαστικής τάξης κυκλοφορούσαν με μακριά σακάκια, επιδεικνύοντας προκλητικά την οικονομική τους άνεση!
Ιδιαίτερη δραστηριότητα αναπτυσσόταν στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, μολονότι μέχρι και τα μέσα του 1946 η επιρροή της ΕΠΟΝ μεταξύ των φοιτητών εξακολουθούσε να είναι ισχυρή. Οι ακροδεξιοί φοιτητές, προερχόμενοι, στη μεγάλη πλειονότητά τους, από τα ανώτερα και μεσαία κοινωνικά στρώματα, ανέπτυσσαν ποικίλες δραστηριότητες, όπως απόπειρες τρομοκράτησης αριστερών συμφοιτητών τους, κατάδοση φοιτητών και καθηγητών στην αστυνομία κ.λπ. Στην κατεύθυνση αυτή διακρίθηκε, κυρίως, η Μορφωτική Ένωση Εθνικοφρόνων Φοιτητών, που ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1945.
Η Λευκή Τρομοκρατία προσέλαβε τέτοιες διαστάσεις, ώστε ακόμη και στον χώρο του Κέντρου να προκαλούνται αντιδράσεις. Πιο χαρακτηριστική ήταν η κοινή δήλωση των Θεμιστοκλή Σοφούλη, Γεωργίου Καφαντάρη και Εμμανουήλ Τσουδερού, στις 5 Ιουνίου 1945, κατά της τρομοκρατικής δράσης των ομάδων της άκρας Δεξιάς, στην οποία καταγγελλόταν η σύμπραξη των οργάνων της τάξης μαζί τους. Επιπλέον, λόγω του κλίματος τρομοκρατίας που επικρατούσε κυρίως στην ύπαιθρο, οι Σοφούλης, Καφαντάρης, Τσουδερός, Νικόλαος Πλαστήρας και Αλέξανδρος Μυλωνάς δήλωσαν, στις 29 Σεπτεμβρίου 1945, πως θα απέχουν από τις εκλογές, που θα διεξήγαγε η κυβέρνηση του ναύαρχου Πέτρου Βούλγαρη.
Τελικά, οι εκλογές θα διεξαχθούν τον Μάρτιο 1946 από κυβέρνηση του Σοφούλη, με το σύνολο της Αριστεράς, αλλά και τμήμα του Κέντρου (όπως το κόμμα του Καφαντάρη) να απέχει, καταγγέλλοντας τις συνθήκες τρομοκρατίας που κυριαρχούσαν, ιδιαίτερα στην ύπαιθρο.
- Υπολογίζεται ότι στην Ιταλία από το 1945 έως το 1948 εκτελέστηκαν, κυρίως από αντιφασίστες, 12.000 έως 15.000 φασίστες (Pierre Milza, Οι μελανοχίτωνες της Ευρώπης – Scripta, Αθήνα 2004, σ. 53), ενώ στη Γαλλία υπήρξαν 6.763 καταδίκες σε θάνατο από δικαστήρια δωσιλόγων και πραγματοποιήθηκαν 791 εκτελέσεις (JudtTony, H Ευρώπη μετά τον Πόλεμο – Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2012, σ. 52.).
- Pierre Milza, ό.π., σ. 56.
- Στο ίδιο, σ. 690.
- Αναφέρεται στο Σόλων Γρηγοριάδης, Εμφύλιος Πόλεμος 1944-1949 (Το δεύτερο αντάρτικο) – Νεόκοσμος, Αθήνα 1975, σ. 91.
- Αθανάσιος Γκανούλης, Ακροδεξιές οργανώσεις και παρακράτος στη μεταπολεμική Ελλάδα, 1949-1967 – Διπλωμ. εργασία, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Θεσσσαλονίκη 2016, σ. 58.
- Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το 50% των βιομηχανικών επιχειρήσεων που λειτουργούσαν το 1953 ιδρύθηκαν μετά το 1941 (Κώστας Βεργόπουλος, Η συγκρότηση της Νέας Αστικής Τάξης, στο Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950, Ένα έθνος σε κρίση – Θεμέλιο, Αθήνα 1984, σ. 546-547).
- Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ – 1ος τ., β΄ έκδ., Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1996, σ. 244.
- David Close, Η οικοδόμηση του κράτους της Δεξιάς, στο Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος (1943-1950) – Φιλίστωρ, Αθήνα 2000, σ. 121.
- Heinz Richter, Η επέμβαση των Άγγλων στην Ελλάδα – Εστία, Αθήνα 1997, σ. 452.
- Ο Βαγγέλης Μαγγανάς, γνωστός για την εγκληματική του δραστηριότητα ως ταγματασφαλίτης, φυλακίστηκε στα τέλη του 1945, αλλά δραπέτευσε με τη βοήθεια χωροφυλάκων. Συγκροτώντας πολυμελή συμμορία από πρώην ταγματασφαλίτες, εισέβαλε στις 20 Ιανουαρίου 1946 στην Καλαμάτα, καταλύοντας τις αρχές και δολοφονώντας εαμίτες κρατούμενους. Αποχώρησε μετά την κήρυξη στρατιωτικού νόμου στην πόλη και την αποστολή στρατιωτικής δύναμης. Καταδιωκόμενος στη συνέχεια, πιάστηκε τον Μάιο, αλλά στις δίκες που έγιναν το 1947 αθωώθηκε, για να συγκροτήσει ξανά συμμορία από 70-80 ένοπλους. Όταν επιχείρησε να επαναλάβει στην εισβολή στην Καλαμάτα, στις 9 Απριλίου 1949, συνελήφθη και φυλακίστηκε.
- Αθανάσιος Γκανούλης, ό.π., σ. 49.