Κατά τους κλασικούς θεωρητικούς του πολέμου, κορωνίδα της πολεμικής τέχνης αποτελεί το να κατορθώνει ένα μέρος να επιβάλει τη βούλησή του σε ένα άλλο, χωρίς να χρειαστεί καν να αρχίσουν εχθροπραξίες. Η Τουρκία προφανώς θεωρεί ότι απέναντι στην Ελλάδα βρίσκεται κοντά σε αυτό το σημείο.
Εξού και τα μηνύματα που απέστειλαν αφενός ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου, με δηλώσεις αντίστοιχου περιεχομένου δύο φορές μέσα σε ένα 24ωρο, όσο και ο πρεσβευτής της Τουρκίας στην Αθήνα, Μπουράκ Οζουγκέργκιν, με συνέντευξή του στην “Καθημερινή” αποτελούν κάτι περισσότερο από επικοινωνιακούς ελιγμούς. Περιγράφουν το πλαίσιο ενός διαλόγου, όπως τον αντιλαμβάνεται η τουρκική πλευρά, υπό το βάρος των τετελεσμένων και των απειλών που έχουν προηγηθεί.
“Δεν υπάρχει συμφωνία στην Ανατολική Μεσόγειο χωρίς την Τουρκία”, η οποία “ό,τι δεν κατάφερε να εξηγήσει με τα λόγια, το εξήγησε εμπράκτως με τα πλοία και τις συμφωνίες της”, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επιθυμεί να συνεχίσει να κινείται μονομερώς, τόνισε ο Τσαβούσογλου, δηλώνοντας ετοιμότητα για διάλογο με όλους, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας.
“Η Τουρκία ό,τι λέει το κάνει και ό,τι κάνει το λέει” συμπλήρωσε από την πλευρά του ο Τούρκος πρεσβευτής, υπογραμμίζοντας, με παραδείγματα από τα θαλάσσια σύνορα ΗΠΑ-Καναδά, Ρουμανίας-Ουκρανίας και Βρετανίας-Γαλλίας στη Μάγχη, ότι η οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών δεν είναι “τόσο απλή όσο η χάραξη μιας μέσης γραμμής ανάμεσα σε δύο ακτές, με απόδοση επήρειας στα νησιά όπως στις ηπειρωτικές ακτές”.
Το ενδιαφέρον έγκειται στο ότι οι Τούρκοι ιθύνοντες χρησιμοποιούν όσα η Αθήνα θεωρεί διπλωματικές της επιτυχίες για να τα στρέψει εναντίον της. Οι μεν τριμερείς συμπράξεις με την Κύπρο, την Αίγυπτο και το Ισραήλ παρουσιάζονται ως κινήσεις περικύκλωσης με αντιτουρκική αιχμή, που προορίζονται να μην λειτουργήσουν και αντιπαρατίθενται προς ένα σχήμα συμπεριληπτικής περιφερειακής συνεργασίας, η δε πρόσφατη ελληνοϊταλική συμφωνία οριοθέτησης Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών αντιμετωπίζεται ως ένα ενδιαφέρον προηγούμενο δούναι και λαβείν το οποίο “προσφέρει ιδέες”. Με τα λόγια του Μπουράκ Οζουγκέργκιν, είναι ”πολύ ενθαρρυντικό ότι η Ελλάδα εντέλει άρχισε να επιλύει τα μακροχρόνια ζητήματα οριοθέτησης με τους γείτονές της”, ενώ η ελληνοϊταλική συμφωνία και τα συνοδευτικά της κείμενα αποτελούν “μια περαιτέρω απόδειξη ότι το διεθνές δίκαιο δεν αποτελείται απλά από τη χάραξη μέσων γραμμών, με την απόδοση πλήρους επήρειας σε νησιά, αγνοώντας όλους τους υπόλοιπους παράγοντες”.
Το ότι η ελληνοϊταλική συμφωνία πατά στην οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας του 1977, που συνάφθηκε πριν από τη Διεθνή Σύμβαση του Montego Bay του 1982 και δεν αποδίδει πλήρη επήρεια στο σύμπλεγμα των Οθωνών, μετατρέπεται έτσι σε επιχείρημα για να κληθεί η Αθήνα να επιδείξει αντίστοιχη “ευελιξία” και στο Αιγαίο. Οι πληροφορίες ότι η Ιταλία, με την οποία η Τουρκία έχει ευρεία συναντίληψη στα ζητήματα της Λιβύης, επιθυμεί να αναλάβει μεσολαβητική πρωτοβουλία στα ελληνο-τουρκικά εντάσσεται σε αυτά τα συμφραζόμενα.
Επιπλέον, έχει τη σημασία του ότι οι Τούρκοι ιθύνοντες διαχωρίζουν και πάλι τα ελληνοτουρκικά, τα οποία εμφανίζονται επιλύσιμα, από το Κυπριακό, στο οποίο επιβεβαιώνουν το αδιέξοδο.
Με άλλα λόγια, δημιουργούν ένα σκηνικό στο οποίο η Αθήνα εμφανίζεται ως αθεράπευτα “μαξιμαλιστική” και επιρρεπής στα μονομερή τετελεσμένα, μολονότι ο συνολικός συσχετισμός ισχύος και το διεθνές περιβάλλον δεν την ευνοεί. Το πλαίσιο διαλόγου που προσφέρει η Άγκυρα (εφ’ όλης της ύλης και “χωρίς αγκυλώσεις”), λειτουργεί τόσο ως εναλλακτική σε μία κλιμάκωση την οποία δεν έχει λόγους να αποζητά, όσο και ως πιθανή έκβασή της.