Για να υπάρξει ψυχρός πόλεμος χρειάζονται σαφείς στόχοι και αρραγές μέτωπο. Τίποτε από τα δύο δεν προέκυψε όμως κατά τη συνάντηση που είχαν την Τετάρτη στο Λονδίνο, για πρώτη φορά δια ζώσης μετά την έναρξη της πανδημίας, οι υπουργοί Εξωτερικών της Ομάδας των Επτά (G7), σε προετοιμασία της αντίστοιχης συνάντησης κορυφής που θα διεξαχθεί τον Ιούνιο στην Κορνουάλη.
Παρά την ισχυρά αντιρωσική ρητορική που καλλιέργησε η φιλοξενούσα Βρετανία, οι επτά ισχυρότερες (δυτικές) οικονομίες του πλανήτη δεν δείχνουν να συμπίπτουν στη διάθεση για ανέβασμα των τόνων έναντι της Ρωσίας, όπως αποδείχθηκε και από το γεγονός ότι απέφυγαν να λάβουν οποιαδήποτε απόφαση για λήψη περαιτέρω κυρώσεων ή περιοριστικών μέτρων κατά της χώρας του Βλαντίμιρ Πούτιν. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, όταν ο ηγέτης της ισχυρότερης συμμετέχουσας χώρας, Τζο Μπάιντεν είχε γνωστοποιήσει την προηγουμένη ότι συνεχίζονται οι προετοιμασίες για μία πιθανή συνάντησή του με τον Ρώσο πρόεδρο, η οποία εκτιμάται ότι θα πραγματοποιηθεί στις 15-16 Ιουνίου.
Ούτως ή άλλως, την περίοδο εκείνη ο ένοικος του Λευκού Οίκου θα πραγματοποιεί ταξίδι στην δική μας πλευρά του Ατλαντικού, προκειμένου να παραστεί σε τρεις διαφορετικές συνόδους κορυφής: αυτήν τη G7, αυτή του ΝΑΤΟ, καθώς και το διάλογο υψηλού επιπέδου Ε.Ε.-ΗΠΑ, σε μία προφανή οπτικοποίηση της διακήρυξής του ότι “η Αμερική επέστρεψε” στις διεθνείς και δη τις διατλαντικές υποθέσεις.
Όμως οι εξελίξεις αυτές δεν είναι οι μόνες που “έβαλαν φρένο” στους υπουργούς Εξωτερικών της “συλλογικής Δύσης”, όπως την αποκαλεί ολοένα και συχνότερα η Μόσχα. Τουλάχιστον μία συμμετέχουσα χώρα ήταν έτοιμη να δώσει “μάχη υπέρ βωμών και εστιών”, προκειμένου να ακυρώσει τα βρετανικά σχέδια για έκδοση κοινής απόφασης περί τερματισμού της κατασκευής του υποθαλάσσιου αγωγού ρωσικού φυσικού αερίου NordStream2, στον οποίο το Βερολίνο επενδύει την θωράκιση της ενεργειακής ασφάλειας και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας του.
Η αλήθεια είναι ότι το ζήτημα του NordStream2 δεν συγκίνησε αρκούντως τους συμμετέχοντες και προσπεράστηκε γρήγορα. Όπως άλλωστε και η πρόταση για ανάληψη πρωτοβουλίας συλλογικής χαλιναγώγησης της “ρωσικής προπαγάνδας”.
Μάλιστα ο Ιάπωνας υπουργός Εξωτερικών Τοσιμίτσου Μοτέγκι γνωστοποίησε παρεμπιπτόντως ότι η χώρα του προτίθεται να οικοδομήσει “ανεξάρτητο διάλογο” με την Ρωσία και έστρεψε αμέσως στην περισσότερο ενδιαφέρουσα για τον ίδιο “κινεζική απειλή”.
Και πράγματι, το ανακοινωθέν της συνάντησης της Τετάρτης συμπεριέλαβε αναφορές στην “ανάσχεση” της Κίνας, υπό τύπον υποκατάστατου στόχου…
Ωστόσο, μόλις την επομένη έμελλε να εκδηλωθεί, σε άλλο πεδίο, το σημαντικότερο σχίσμα των τελευταίων ετών στους κόλπους της “συλλογικής Δύσης”, με την απόρριψη από την Γερμανίδα καγκελάριο της θεαματικής πρότασης του Τζο Μπάιντεν για αναστολή των πνευματικών δικαιωμάτων για τα εμβόλια κατά της πανδημίας Covid-19. (Το ότι αντίστοιχα αρνητική τοποθέτηση είχε και η κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον στην Βρετανία δεν έχει το ίδιο βάρος, στον βαθμό που η τοποθέτηση της Μέρκελ προεξοφλεί τη στάση όλου του μπλοκ των “27” και πάντως σκιάζεται από τα συμφραζόμενα των πρόσφατων τριβών στις γερμανο-αμερικανικές σχέσεις.
Είναι πρόωρο να εκτιμήσουμε αν η πρώτη αντίδραση της Μέρκελ δια του εκπροσώπου της, μπορεί να αντέξει στις πιέσεις όσων (όπως λ.χ. η Γαλλία και η Ρωσία) συντάσσονται πίσω από την πρόταση Μπάιντεν. Ωστόσο ως διαπραγματευτικό “άνοιγμα” προιωνίζεται ακόμη μεγαλύτερες τριβές, με το Βερολίνο να διαμηνύει, με αφορμή μία πρόταση κορυφαίας πολιτικής σημασίας για τον Αμερικανό πρόεδρο στο εσωτερικό και το εξτωερικό, ότι δεν σκοπεύει να αλλάξει το εταιρικό, αναπτυξιακό, επενδυτικό και δημοσιονομικό του μοντέλο.