Η αριστερή στρατηγική στη θέση της τακτικής παρέμβασης
Στην ελληνική Αριστερά και ιδιαίτερα στους τρεις βασικούς της φορείς (ΚΚΕ, Λαϊκή Ενότητα, Ανταρσύα), ξεδιπλώνεται ένα σύνολο από σχέδια πολιτικής στρατηγικής, το οποίο και εκφέρεται συστηματικά, ερήμην όμως, ως επί το πλείστον, σχετικής πολιτικής τακτικής (στη συγκυρία και μεσοπρόθεσμα). Αυτό το γεγονός αποτελεί εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα, γιατί τα στρατηγικά σχέδια όταν στερούνται τακτικής γείωσης παραμένουν μετέωρα, και μάλιστα χωρίς αποτελεσματικότητα. Έτσι η κύρια πολιτική γραμμή της παραδοσιακής κομμουνιστικής Αριστεράς παραπέμπει την επίλυση των μεγάλων λαϊκών ζητημάτων στην μελλοντική προοπτική της «λαϊκής εξουσίας», δηλαδή της σοσιαλιστικής επανάστασης, που εκ των πραγμάτων τοποθετείται σε ένα απροσδιόριστο μέλλον. Μέχρι τότε, και επειδή κρίνεται ότι οι ζωτικές λαϊκές ανάγκες δεν μπορούν να προωθηθούν στη σημερινή καπιταλιστική πραγματικότητα, προκρίνεται η ενασχόληση με την ενίσχυση του υποκειμενικού πολιτικού παράγοντα, του κόμματος, έναντι του αντικειμενικού κοινωνικού παράγοντα, του κινήματος.
Το ίδιο συμβαίνει, από μια διαφορετική άποψη, με την αντικαπιταλιστική επαναστατική Αριστερά, η οποία στην κάθε φορά συγκυρία, τοποθετεί ένα συνολικό στρατηγικό πλαίσιο που περιλαμβάνει τα πάντα, ευελπιστώντας ότι τα λαϊκά στρώματα σε κάποια στιγμή θα ενστερνιστούν αυτό το συνολικό στρατηγικό σχέδιο, θα το στελεχώσουν και θα αναλάβουν την υλοποίησή του. Προφανώς αυτό, η απαίτηση δηλαδή της επίτευξης όλων των στρατηγικών στόχων στην άμεση συγκυρία (ανατροπή των μνημονίων, έξοδος από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, αντιπαλότητα στον ιμπεριαλισμό κλπ.), όχι μόνον δεν λειτουργεί συσπειρωτικά για τον εργαζόμενο κόσμο, αλλά απεναντίας τον αφήνει αδιάφορο. Γι’ αυτό και η συνήθης «έκπληξη» στους κόλπους αυτής της Αριστεράς «Τι χρειάζεται επιτέλους παραπάνω για να ξεσηκωθεί αυτός ο λαός ;», θαρρείς και η εργατική τάξη έχει υπογράψει κάποιο σύμφωνο με την αντικαπιταλιστική Αριστερά και αρνείται να το υλοποιήσει, θαρρείς και την βαρύνει η σχετική αυτή «υποχρέωση».
Τέλος η σημερινή ριζοσπαστική Αριστερά συναρτά οποιαδήποτε αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων, οποιαδήποτε διεκδικητική κατάκτηση αντιμνημονιακού χαρακτήρα, από την αποχώρηση από την ευρωζώνη και την δρομολόγηση μιας εθνικής ανεξάρτητης οικονομικής ανάπτυξης και παραγωγικής ανασυγκρότησης, με μια διαταξική πατριωτική συμμαχία, με πρόταξη την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έναντι του μετασχηματισμού των σχέσεων παραγωγής. Εντούτοις η αποχώρηση από την ζώνη του ευρώ δεν είναι στον άμεσο ορίζοντα, εφόσον ο γαλλογερμανικός άξονας, με όλους τους δορυφόρους του, συνεχίζει και κινείται στην τροχιά του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος. Και εξίσου οι πολιτικοί συσχετισμοί στη χώρα, στη μεγάλη πλειονότητα των πολιτικών δυνάμεων, πριμοδοτούν την παραμονή στην ευρωζώνη, εφόσον αυτή είναι η στρατηγική επιδίωξη της αστικής τάξης.
Καίριες κοινωνικές ανάγκες και πολιτικές διαμεσολαβήσεις
Διαπιστώνεται μ’ άλλες λέξεις ότι στις δύο περιπτώσεις (ΚΚΕ, Λαϊκή Ενότητα) οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή, κινηματική προώθηση, απόσπαση λαϊκών κατακτήσεων, τοποθετείται στο απώτερο μέλλον, έτσι ώστε στο ιστορικό παρόν εκφωνείται ένας πολιτικός λόγος που παραπέμπει σταθερά τις αλλαγές εκτός του τακτικού πεδίου της ταξικής διαπάλης. Στην άλλη πάλι περίπτωση (Ανταρσύα) ότι οι οποιεσδήποτε διαφοροποιήσεις ή προωθήσεις δεν μπορούν να γίνουν παρά με την συνολική επαναστατική χιονοστιβάδα της γενικευμένης εργατικής εξέγερσης. Κατά συνέπεια οι λαϊκές τάξεις που έχουν υποστεί τα πλήγματα των μνημονίων, που έχουν δεχτεί μια άνευ προηγουμένου εισοδηματική αφαίμαξη, που βρίσκονται στο τέλμα της ανεργίας, που βλέπουν τις δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες να αποψιλώνονται, δεν βλέπουν στην Αριστερά τη δυνατότητα ανάπτυξης μιας άμεσης κινηματικής δυναμικής που να μπορεί να απαντήσει υλικά σ’ αυτά τα ζωτικά προβλήματα. Απεναντίας γίνονται δέκτες ενός πολιτικού λόγου που θέτει συνεχώς «ενδιάμεσα στάδια και φάσεις», ή ενός πολιτικού λόγου που το μόνον που επιζητεί είναι η άμεση επαναστατική αλλαγή, τη στιγμή που δεν υφίστανται οι αντικειμενικοί και υποκειμενικοί όροι.
Μ’ αυτά τα δεδομένα, ένας εργαζόμενος, άνεργος, συνταξιούχος, νέος χωρίς επαγγελματική διέξοδο κλπ. που επιθυμεί να προωθήσει μια ζωτική του ανάγκη (π.χ. αύξηση του μισθού του, τερματισμός της περικοπής των συντάξεων, ανεύρεση εργασίας κ.ά.), δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί ουσιαστικά στο ελληνικό αριστερό κίνημα, εφόσον για να γίνει αυτό πρώτα θα πρέπει να αποδεχθεί διαφορετικούς προσανατολισμούς. Στη μία περίπτωση αντί της αύξησης των αποδοχών θα αντιμετωπίσει τον άμεσο στόχο της εξόδου από την ευρωζώνη και την εθνική παραγωγική ανασυγκρότηση. Στην άλλη περίπτωση αντί της αποκατάστασης των συντάξεων θα πρέπει να αποδεχθεί την μετατόπιση της ικανοποίησης αυτών των διεκδικήσεων στο απώτερο μέλλον. Τέλος στην τελευταία περίπτωση αντί της αναζήτησης διεξόδου για την απασχόληση θα είναι ανάγκη να ενστερνισθεί ολόκληρη τη θεωρία της κομμουνιστικής επανάστασης άμεσα.
Κατ’ αυτό τον τρόπο οι λαϊκές τάξεις δεν προσεγγίζουν τους σχηματισμούς της Αριστεράς, γιατί αντί να είναι φορείς προαγωγής, με τρόπο συγκεκριμένο και υλικό, της διεκδίκησης προώθησης ικανοποίησης των άμεσων ζωτικών λαϊκών αναγκών, συναντούν τείχη : Πρώτα η αποχώρηση από το ευρώ και μετά η καπιταλιστική ανάπτυξη, πρώτα η ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων και μετά η αντιμετώπιση των λαϊκών προβλημάτων, πρώτα η ρήξη με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και μετά η επίλυση των προβλημάτων της ανεργίας και της απασχόλησης. Κι’ αυτό γιατί η ελληνική Αριστερά στερείται τακτικής (στη συγκυρία και μεσοπρόθεσμα) και περιδινίζεται αποκλειστικά γύρω από την στρατηγική, ενώ η ένταξη στην στρατηγική της χειραφέτησης δεν μπορεί να γίνεται παρά ως συνέπεια της τακτικής ανάδειξης των ζωτικών λαϊκών αναγκών. Η απευθείας προσχώρηση των λαϊκών στρωμάτων στην αριστερή στρατηγική (στην όποια εκδοχή της) απλά δεν πραγματώνεται, με αποτέλεσμα η αριστερή πολιτική να παραμένει μετέωρη, χωρίς λαϊκή πλαισίωση.
Το αποτέλεσμα είναι η αστική μνημονιακή πολιτική να ασκείται ανενόχλητη : Το τέταρτο μνημόνιο, όπως και το τρίτο, ψηφίστηκε χωρίς να ανοίξει ρουθούνι. Και παράλληλα ο ελληνικός καπιταλισμός τοποθετείται στο απυρόβλητο και επιδίδεται χωρίς αντιστάσεις στην ανάκαμψη της κερδοφορίας του. Παρόλο που γίνονται τόσες αναφορές στα μονοπώλια, στην ολιγαρχία, στον καπιταλισμό, εντούτοις οι αριστερές τακτικές πρακτικές δεν θίγουν, δεν αμφισβητούν και δεν παρεμποδίζουν τη λειτουργία των καπιταλιστικών οικονομικών και κοινωνικών μηχανισμών. Στην τακτική παρέμβαση των αριστερών σχημάτων ο ελληνικός καπιταλισμός τίθεται στο απυρόβλητο. Η επίκληση μιας μελλοντικής αποχώρησης από τη ζώνη του ευρώ, η μετατόπιση της κατάργησης της εξουσίας των μονοπωλίων στο ιστορικό υπερπέραν και η προοιμιακή απαίτηση αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη δεν παρενοχλούν τις διαδικασίες τις καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, συσσώρευσης και κυριαρχίας, εφόσον άλλωστε παραμένουν στο επίπεδο της «καταγγελιολογίας». Έτσι σε ένα πλαίσιο όπου από τη μια κυριαρχεί ο κοινωνικός όλεθρος και εξαθλίωση των συνεχών μνημονίων, και από την άλλη η τακτική «εκτροπή» της Αριστεράς σε «αλλότρια πεδία», κι’ αυτές ακόμη οι ταξικές αντιπαραθέσεις και δυναμικές που αναδεικνύονται, παραμένουν χωρίς συνέχεια και πολιτικοποίηση.
Τακτική ενταγμένη στη στρατηγική,
στρατηγική με προϋπόθεση την τακτική
Προκύπτει ότι η σημασία της οργανικής αλληλοτροφοδότησης τακτικής (στη συγκυρία και μεσοπρόθεσμα) και στρατηγικής είναι καθοριστική. Δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί στρατηγική κοινωνικής απελευθέρωσης χωρίς τακτικές αντικαπιταλιστικές παρεμβάσεις, δεν μπορεί εξίσου μια τακτική να λειτουργήσει αποτελεσματικά χωρίς μια πυξίδα στρατηγικού προσανατολισμού. Για να αναδειχθεί η δραστηριοποίηση των εργαζομένων, ανέργων κλπ. δεν χρειάζεται αφετηριακά να είναι οπαδοί της δραχμής, είτε να αποδέχονται την υπεροχή του κρατικού καπιταλισμού του μέλλοντος με την κατάργηση των μονοπωλίων, ούτε να θεωρούν ότι για να προωθήσουν τα αιτήματά τους χρειάζεται πρώτα η διάλυση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, τότε η επιρροή της Αριστεράς θα παραμένει σε ένα στάσιμο και χαμηλό πολιτικό επίπεδο, αδυνατώντας να συνδεθεί με την κοινωνική πλειοψηφία του «όχι» της 15ης Ιουλίου 2015.
Ο στρατηγικός προσανατολισμός για την ταξική λαϊκή δράση δεν είναι δεδομένος. Απεναντίας διαμορφώνεται και συγκεκριμενοποιείται στην ίδια την ανάπτυξη της διαδικασίας της τακτικής ταξικής κίνησης, η οποία και αλλάζει τους συσχετισμούς, μετασχηματίζει τις συνειδήσεις, δίνει την πρωτοβουλία στα εργατικά στρώματα (έναντι της πριμοδότησης της προτεραιότητας των πολιτικών γραφειοκρατιών), κι’ έτσι λειτουργώντας κάνει υλικά ορατή την στρατηγική προοπτική. Η αντικατάσταση της τακτικής με την στρατηγική αναφορά στη συγκυρία καθιστά την Αριστερά αναποτελεσματική να συσπειρώσει ευρύτερα εργατικά στρώματα, και καταλήγει σε ένα είδος «ιδεολογικής παρέμβασης» χωρίς υλικά κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά. Βέβαια ολόκληρο το αριστερό κίνημα θέτει το ζήτημα της κατάργησης των μνημονίων και της παύσης πληρωμών του δημόσιου χρέους στην προοπτική της ριζικής του απομείωσης ή διαγραφής. Ωστόσο αυτή η αναφορά δεν καταλήγει σε καμία περίπτωση στην αντιπαλότητα στις αιτίες αυτής της μνημονιακής πολιτικής, δηλαδή της καπιταλιστικής κρίσης υπερσυσσώρευσης και του υπέρμετρου δανεισμού της ελληνικής αστικής τάξης. Απεναντίας το ζήτημα εκτρέπεται είτε στην παραπομπή του στο ιστορικό «επέκεινα», είτε στην υιοθέτηση εθνικού νομίσματος με πατριωτική παραγωγική ανασυγκρότηση, είτε στην άμεση αποχώρηση από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η υλική και συγκεκριμένη αντικαπιταλιστική οπτική και πολιτική στη συγκυρία φαίνεται προφανώς ότι δεν ευδοκιμεί στο πεδίο της τακτικής παρέμβασης της ελληνικής Αριστεράς.
Κατά συνέπεια η οικοδόμηση μιας πολιτικής τακτικής αναδεικνύεται σε πρωταρχικό ζήτημα για την αριστερή πολιτική. Άλλωστε μόνο μ’ αυτή την έννοια μπορεί να γίνεται λόγος για την ανασυγκρότηση – αναγέννηση του λαϊκού εργατικού κινήματος, με δεδομένη την παντελή αποψίλωση και αποδιάρθρωση του συνδικαλιστικού κινήματος. Μια αντιμνημονιακή ριζοσπαστική τακτική (πάντοτε προφανώς σε σύνδεση με τη στρατηγική της εργατικής χειραφέτησης) που επιδιώκει καθαρά την ματαίωση και ακύρωση των θεμελιακών μνημονιακών ρυθμίσεων (μισθών, συντάξεων, απασχόλησης, φορολογίας, κοινωνικών υπηρεσιών κλπ.), στοχεύοντας άμεσα στην καρδιά των παραγόντων της σημερινής εξαθλίωσης : Καπιταλιστική κερδοφορία των ελληνικών επιχειρήσεων, δανειακή τοκογλυφία των ευρωπαϊκών οικονομικών κέντρων.
Μόνον με υλικό κινηματικό βηματισμό στην κατεύθυνση της αντιπαλότητας στη μνημονιακή πολιτική (γενικευμένο επίδομα για το σύνολο των ανέργων, αποκατάσταση και αύξηση των εργατικών μισθών, πάγωμα της συνεχούς μείωσης των συντάξεων, κατάργηση της άμεσης και έμμεσης υπερφορολόγησης των λαϊκών τάξεων κ.ά.), με επίκεντρο την ανατροπή της καπιταλιστικής και δανειακής κερδοφορίας, μπορεί να στοιχειοθετηθεί ενωτικό μετωπικό κοινωνικό κίνημα, μπορεί να διευρυνθεί η επιρροή της Αριστεράς στην πληττόμενη κοινωνική πλειοψηφία, μπορούν να τεθούν όροι μιας στρατηγικής εναλλακτικής λύσης. Οποιοσδήποτε άλλος προσανατολισμός οδηγεί σε δρόμους άγονους και αναποτελεσματικούς, γι’ αυτό και εξαιρετικά περιορισμένης λαϊκής εμβέλειας.