Ποίημα του Γιώργου Ζιόβα: Ο Γιώργης Καραϊσκάκης

711
Ποίημα του Γιώργου Ζιόβα

Ο Γιώργης Καραϊσκάκης

 

Εμπρός στα έκπληκτα μάτια των διερχομένων

Σε κοινέςΚατηγορίες

ο Γιώργης Καραϊσκάκης κατέβηκε από τ’ άγαλμά του

και καλπάζοντας αντίθετα στην Ηρώδου του Αττικού

μπουκάρισε στο Κολωνάκι.

Είναι 12 το μεσημέρι

τα γκαρσόνια πετάχτηκαν έξω να δουν

όλος εκείνος ο υπέροχος κόσμος της πλατείας βγάζει μικρές

κραυγές θαυμασμού και κατάπληξης

μια γηραλέα κυρία λιγοθύμισε

να την που της παρέχουν τις πρώτες βοήθειες δυο νέες που

βγαίνουν από τη «Λυκόβρυση»

ένας φωτορεπόρτερ τραβάει συνέχεια φωτογραφίες.

Στην Πανεπιστημίου μιλιούνια λαός σμίξανε τώρα και τον ακολουθούν.

Αλαλάζοντας καβαλάνε τις μηχανές τους, τα ποδήλατα, τρέχουνε

να τα κορίτσια, να κι οι εργάτες, να τα παιδιά

κατεβαίνουνε στο Μεταξουργείο παίρνουν μαζί τους τις πουτάνες

έτσι μισόγυμνες

μπήκανε στο Αιγάλεω και στο Περιστέρι

μερμηγκιάζουν οι δρόμοι

ο ήλιος στάζει ιδρώτα

το γαλάζιο είναι απέραντο.

Γυρίζουν όλοι ενώνονται στην Ομόνοια

ρίχνουν μπαταριές στον αέρα –

πού τα βρήκανε τόσα καριοφίλια; –

τραγουδάνε.

Ξεχύνονται προς τα Βόρεια Προάστια.

Το Υπουργικό Συμβούλιο μυρίζεται ταραχές και τα κάνει πάνω του

ο αρχηγός της Αστυνομίας σηκώνει τα χέρια – δε γίνεται τίποτα

οι βιομήχανοι παράτησαν τα μπάνια και τις κρουαζιέρες στα νησιά

και καταφθάνουν ασθμαίνοντες στην πρωτεύουσα.

Όλος αυτός ο συρφετός μέχρι να πεις κύμινο σκαρφάλωσε στον Υμηττό

να οι χαρτοφύλακες των Υπουργών

να και τα κουμπιά των αστυνομικών που λαμπυρίζουν στον ήλιο

να οι κοιλιές των πλουσίων και τα πανικόβλητα βυζιά των κυριών τους

να τους! Συνωστίζονται στις πλαγιές, σπρώχνονται ξεφωνίζοντας

το κοπάδι ανεβαίνει

και δίνοντας μια θεαματική βουτιά

φουντάρουν στο Αιγαίο.

Ο λαός έχει ανάψει μια μεγάλη θράκα στο Σύνταγμα και ψήνει αρνιά

ο Άγνωστος Έλληνας τσουγκρίζει το κόκκινο αυγό του με τον Καραϊσκάκη.

Χτυπάνε χαρμόσυνα οι καμπάνες

ξελαρυγγιάζονται οι καρδιές στο τραγούδι

φωτιά, φωτιά, φωτιά

στην Ομόνοια, στα Εξάρχεια, στο Πολυτεχνείο

πέφτει η νύχτα

γέμισαν κεριά αναστάσιμα οι δρόμοι

άνοιξαν διάπλατα οι πόρτες στους διαδρόμους των πολυκατοικιών

όλοι πασίχαροι, αθώοι, γλυκείς

αγκαλιάζονται, φιλιούνται

τα ράδια κι οι τηλεοράσεις παίζουνε λαϊκά τραγούδια και ποιήματα.

Τότε ο γιος της Καλογριάς

καβάλησε τ’ άλογό του, ντουφέκισε θριαμβευτικά τον ουρανό

και χάθηκε καλπάζοντας μέσα στη νύχτα.

 

Γιώργος Ζιόβας

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας