Η οικονομική κρίση-ύφεση του 2007-2008 εστίασε την προσοχή στα δομικά-διαρθρωτικά προβλήματα της ευρωζώνης και ενεργοποιήθηκε ουσιαστικά στο τέλος του 2009, μετά την ομολογία της ελληνικής κυβέρνησης για δυσχερή δημοσιονομική κατάσταση. Η δραστηριοποίηση της ΕΚΤ στη δευτερογενή αγορά ομολόγων και η δημιουργία αρχικά του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), και στη συνέχεια του μόνιμου Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθαρότητας (ESM), καταπράυναν παροδικά την ακόρεστη δίψα των ‘αγορών’. Η Ελλάδα, τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, ήταν ο αδύναμος κρίκος της λανθασμένα δομημένης ευρωζωνικής αλυσίδας. Η διαχείριση της κρίσης από τις ευρωπαϊκές αρχές, ήταν ασυνεπής και λανθασμένη με άστοχες ερμηνείες και δεν είχε την απαιτούμενη ταχύτητα δράσης. Η κρίση τέλους 2010 της Ιρλανδίας
και η επακόλουθη της Πορτογαλίας την άνοιξη του 2011, έθεσαν και τις 2 χώρες στον μηχανισμό ‘διάσωσης’ του EFSF και ανέδειξαν τον συστημικό χαρακτήρα της κρίσης. Από τα μέσα 2011 έγινε εμφανής και αναπόφευκτη μία δεύτερη προσπάθεια ΄διάσωσης’ της Ελλάδας, ακολουθούμενη από την πρόσφατη τρίτη ‘διάσωση’ και τις αναμενόμενες στο αμέσως προσεχές μέλλον. Η μικρή Κύπρος εντάχθηκε κι αυτή στον μηχανισμό ‘διάσωσης’ στα μέσα του 2012, με το πρωτοφανές παγκοσμίως γεγονός του ‘κουρέματος’ τραπεζικών καταθέσεων, ενώ η Ισπανία ακολουθεί ‘μνημονιακές’ υφεσιακές πολιτικές και η ανήκουσα στους G8 Ιταλία έχει κλονισθεί σοβαρότατα. Η προβληθείσα έξοδος χωρών από την εφαρμογή ‘μνημονιών’ είναι εντελώς ψευδής, γιατί αυτές εξακολουθούν να υφίστανται την εφαρμογή ‘μνημονιακών’ υφεσιακών πολιτικών. Οι περιφερειακές χώρες της ευρωζώνης είναι παγιδευμένες στη λανθασμένη προσέγγιση που εξαντλείται αποκλειστικά στον δανεισμό χρημάτων, με αντάλλαγμα υποσχέσεις εξοντωτικής λιτότητας και ‘διαρθρωτικών’ αλλαγών που απορυθμίζουν διαλύοντας εργασιακές σχέσεις και θεσμούς του κοινωνικού κράτους πρόνοιας. Αυτή η προσέγγιση μετέτρεψε την επισφαλή κατάσταση των κρίσεων υπερχρέωσης, σε ατέρμονα καταστροφικότατο κύκλο. Η εμβάθυνση της κρίσης, συνοδευόμενη από ασυναρτησία και κοντόφθαλμα εθνικιστικά αντανακλαστικά της Γερμανίας, έχει καταστήσει αναπόφευκτη και ορατή τη διάλυση του νομισματικού εκτρώματος της ΟΝΕ-ευρωζώνης. Τα τρία υπαρκτά σενάρια για το μέλλον του ευρώ, είναι η διατήρηση ύπαρξης του συστήματος δόμησης της ευρωζώνης, η απόρριψή του και η ριζική αναμόρφωση-ανασύνθεσή του και η διάλυση του και η επιστροφή στα εθνικά νομίσματα των χωρών-μελών.
Η διατήρηση του συστήματος δόμησης της ευρωζώνης, αντιμετωπίζει την κρίση μέσα σε αυτήν από τις αρχές (εθνικές κυβερνήσεις, ρυθμιστικές αρχές, ΕΚΤ, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΔΝΤ), επιμένοντας στην αυστηρή τήρηση των πολιτικών που ως τώρα ακολουθήθηκαν και βασίζεται σε 2 κύριες παρεμβάσεις. Η πρώτη, εγκρίνοντας διαρκώς πιστώσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος, υπό τον φόβο ότι μια άτακτη χρεοκοπία μίας ή περισσότερων χωρών θα προκαλούσε μία νέα τραπεζική κρίση, εστιάζει στο γεγονός ότι οι οφειλές των PIIGS (Portugal, Italy, Ireland, Greece, Spain) στις ευρωπαϊκές τράπεζες ανέρχονταν τον Μάρτιο του 2011 στο ποσό των 2,2 τρισεκατομμυρίων ευρώ. Τα χρήματα των προγραμμάτων ‘διάσωσης’, που εισφέρονται στο EFSF και στο διάδοχό του ESM από εθνικές κυβερνήσεις μελών της ΕΕ-ευρωζώνης, συνδυαζόμενα με πιστώσεις του ΔΝΤ, αποτελούν ένα επιπλέον δημοσιονομικό βάρος για τις ‘διασωζόμενες’ χώρες και αυξανόμενο κίνδυνο υποβάθμισης της πιστοληπτικής τους ικανότητας-αξιολόγησης. Η δεύτερη, συνίστατο σε παροχή πιστώσεων από την ΕΚΤ προς τις τράπεζες των ‘διασωζόμενων’ χωρών, έναντι εγγυήσεων (δημόσιοι τίτλοι έκδοσης των αντίστοιχων χωρών) καθώς και στις άτυπες στοχευμένες αγορές κρατικών ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά. Σε πολιτικό επίπεδο, αυτό συνδυαζόταν με τον εξαναγκασμό αποδοχής προγραμμάτων ακραίας λιτότητας και ‘μεταρρυθμίσεων’ από τις ‘διασωζόμενες’ χώρες (άκρατη περικοπή δαπανών και ραγδαία αύξηση φόρων για δημοσιονομικό εξορθολογισμό), με αιτιολογία το χρέος τους να καταστεί διαχειρίσιμο. Το πρόσθετο όπλο της αναδιάρθρωσης χρέους, δεν αλλάζει ουσιαστικά τις προοπτικές της προς ‘διάσωση’ χώρας. Η συνεισφορά μιας δραστικής διαγραφής χρέους στον κρατικό προϋπολογισμό, παραμένει αμφίβολη και πιθανά ανεπαρκής για την εξάλειψη του ελλείμματός του, μέσω της μειωμένης δαπάνης για καταβολή τόκων. Η μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη για την έξοδο των περιφερειακών χωρών από την κρίση, εκτός της βραχυπρόθεσμης λύσης των περικοπών δαπανών και των αυξήσεων φόρων, εστιάζεται αποκλειστικά στην περικοπή των μισθών για την ανάκτηση-αποκατάσταση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Η λογική της είναι η ανάκτηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας μέσω της εσωτερικής υποτίμησης, επικεντρωνόμενη στη μείωση του μισθολογικού κόστους, αφού μία χώρα εντασσόμενη σε μία νομισματική ένωση χάνει το εργαλείο-δυνατότητα της υποτίμησης του εθνικού νομίσματος. Η συμπίεση του μισθολογικού κόστους μεγεθύνει τις παραγόμενες ήδη, από τις περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων, αποπληθωριστικές τάσεις αυξάνοντας την ανεργία και εμβαθύνοντας την ύφεση. Το ανεξόφλητο χρέος αυξάνεται ταχέως, λόγω της αύξησης των τόκων, δημιουργώντας δημοσιονομικά ελλείμματα. Ακόμη η συνεπακόλουθη μείωση του ΑΕΠ αυξάνει αυτόματα το χρέος, που μετράται ως ποσοστό του. Οι ενταχθείσες τρεις χώρες στον μηχανισμό ‘διάσωσης’ εκπροσωπούσαν 6,1% του ΑΕΠ της ευρωζώνης, αλλά μια ενδεχόμενη προσφυγή της Ισπανίας που εκπροσωπούσε το 11,5% ή και μελλοντικά ακόμη χειρότερα της Ιταλίας με 16,8%, θα δημιουργήσει μια εκρηκτική και μη αντιμετωπίσιμη κατάσταση. Είναι αδύνατο να προβλεφθεί τι θα επακολουθήσει στην περίπτωση της Γαλλίας, που κατείχε το 21,2% του ευρωζωνικού ΑΕΠ. Όταν κάποια από τις πλουσιότερες χώρες αρνηθεί να προσφέρει τα απαραίτητα χρήματα στον μηχανισμό ‘διάσωσης’, είναι απόλυτα βέβαιο ότι θα επέλθει το τέλος του νομισματικού εκτρώματος της ΟΝΕ.
Η απόρριψη του συστήματος δόμησης της ευρωζώνης, σημαίνει την οικειοθελή ή αναγκαστική αποχώρηση κάποιων χωρών από την ΟΝΕ, ως η λιγότερο κακή διαθέσιμη επιλογή. Αν οι εγκληματικές πολιτικές συνεχισθούν αδιάλειπτα, θα καταστήσουν μονόδρομο την απόρριψη του συστήματος για τις χώρες που έχουν ήδη ενταχθεί στον μηχανισμό ‘διάσωσης’. Μία έξοδος από την ευρωζώνη θα αύξανε σε φοβερό βαθμό τη διεθνή ανταγωνιστικότητα και τις προοπτικές ανάπτυξης αυτών των χωρών, εξαιτίας της αναπόφευκτης μεγάλης υποτίμησης των εθνικών νομισμάτων. Μία οικονομική ανάπτυξη όμως που θα βασίζεται αποκλειστικά μόνο στην υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, δεν διαρκεί συνήθως για αρκετό χρονικό διάστημα. Η έξοδος οποιασδήποτε χώρας από την ευρωζώνη, θα επέφερε υπερμεγέθες κόστος και την αναπόφευκτη διάλυση της, ως αποτέλεσμα του φαινομένου του ντόμινο και της λυσσαλέας επίθεσης των ‘αγορών’ στην επόμενη υποψήφια προς αποχώρηση χώρα κ.ο.κ. Αναφερόμενοι στα πρόσφατα παραδείγματα της Αργεντινής και της Ισλανδίας, πρέπει να επισημάνουμε ότι καμία από τις δύο χώρες, δεν ανήκε σε νομισματική ένωση με κοινό νόμισμα. Η Αργεντινή είχε σταθερή ισοτιμία πέσο με δολάριο με σχέση 1:1 και η απελευθέρωση διακύμανσης της συναλλαγματικής της ισοτιμίας, προκάλεσε νομισματική υποτίμηση 70% μαζί με υποχρεωτική απομείωση-‘κούρεμα’ 65% στην αξία των κατεχόμενων από αλλοδαπούς ομολόγων της. Αυτό δημιούργησε πληθωρισμό 26% το 2002, 13% το 2003 για να ‘ομαλοποιηθεί’ στη συνέχεια στο 4%, ποσοστό ανάπτυξης 8,5% από το 2003 ως το 2008, εκρηκτική ανάπτυξη των εξαγωγών 15-20% μετά το 2002 και πλεόνασμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών 3% του ΑΕΠ την ίδια περίοδο, με ταυτόχρονη μείωση του δημόσιου χρέους στο 40% του ΑΕΠ. Οι ενταχθείσες στον μηχανισμό ‘διάσωσης’ χώρες, αλλά και η Ισπανία, έχουν πολλά κοινά με την Αργεντινή του 2001: ευμεγέθη απώλεια διεθνούς ανταγωνιστικότητας, αποδιοργάνωση δημόσιων οικονομικών, αυξανόμενο δημόσιο χρέος σε μη διαχειρίσιμα επίπεδα, μη υγιή οικονομική ανάπτυξη, έντονη φυγή κεφαλαίων, τεράστια ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών και απώλεια επενδυτικής εμπιστοσύνης. Οι ‘διασώσεις’ της Ευρώπης το μόνο που ουσιαστικά έπραξαν, ήταν η διοχέτευση διαρκώς μεγαλύτερων πόρων σε αποτυχημένα εγχειρήματα, αναβάλλοντας και εμβαθύνοντας τις συνέπειες της κρίσης. Η αναδιάρθρωση της Ισλανδίας, αν και επώδυνη για τους κατοίκους της, δεν σπατάλησε άλλα χρήματα επιβαρύνοντας τους φορολογούμενούς με την εθνικοποίηση των ιδιωτικών χρεών των άσωτων τραπεζών της, όντας ‘τυχερή’ αφού δεν ήταν μέλος της ΕΕ.
Η αποδοτική λειτουργία μιας βέλτιστης νομισματικής ένωσης-ζώνης, έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση την εκπλήρωση ορισμένων συνθηκών και εξαρτάται απόλυτα από αυτές. Στην περίπτωση της ΟΝΕ-ευρωζώνης δεν υπάρχουν (μερικά ή ολικά): πολιτική ένωση, δημοσιονομική ενοποίηση, κινητικότητα εργατικού δυναμικού και ευελιξία τιμών-μισθών. Οι κρίσεις υπερχρέωσης των περιφερειακών χωρών της, έφεραν στην επιφάνεια τις συνέπειες της μη εκπλήρωσης αυτών των συνθηκών και την προβληματική φύση της δόμησής της. Για την επίτευξη της ριζικής αναμόρφωσης-ανασύνθεσης του συστήματος δόμησής της, αναγκαία και απαραίτητα είναι :
-Αλλαγή του ρόλου και λειτουργίας της ΕΚΤ, στην κατεύθυνση λειτουργίας όλων των κεντρικών τραπεζών παγκόσμια, αναλαμβάνοντας τη συνολική διαχείριση των κρατικών χρεών των χωρών της ευρωζώνης.
-Ριζική αλλαγή της αρχιτεκτονικής της ευρωζώνης, με κατάργηση του ‘Συμφώνου Σταθερότητας’ και του ‘Συμφώνου για το ευρώ’ και αντικατάστασή τους με ένα ‘Σύμφωνο Ανάπτυξης και Απασχόλησης’ διαφορετικού περιεχομένου.
-Οι πολιτικές τύπου ‘Μνημονίου’, οδηγούν σε μεγαλύτερη ύφεση επιτείνοντας το οικονομικό αδιέξοδο αδυνατώντας να επιλύσουν ουσιαστικά το υπάρχον πρόβλημα. Τουναντίον, θεωρείται απαραίτητη η εφαρμογή πολιτικών μεταφοράς δημοσιονομικών πόρων από πλεονασματικές σε ελλειμματικές εμπορικά χώρες, στα πλαίσια επίτευξης ομοιογένειας της ευρωζώνης.
Οι επιχειρούμενες ‘διασώσεις’ της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας, και η παγκόσμιας ‘πρωτοτυπίας’ της Κύπρου, αλλά και όποιων άλλων χωρών μελλοντικά, είναι διασώσεις των ουσιαστικά πτωχευμένων ευρωπαϊκών τραπεζών και ιδιαίτερα γαλλικών-γερμανικών. Τα πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών των χωρών του βορρά, και ειδικά της Γερμανίας, διοχετεύθηκαν μέσω των τραπεζών και των ‘επενδυτών’ στο εξωτερικό, σε ριψοκίνδυνες αμφιλεγόμενες ‘επενδύσεις’ και δεν ανακυκλώθηκαν με τη δημιουργία επενδύσεων στο εσωτερικό της ευρωζώνης. Η αναδιάρθρωση των χρεών των χωρών της περιφέρειας, θα προκαλέσει μεγάλες ζημιές στις γαλλογερμανικές τράπεζες και ιδιαίτερα στις τράπεζες-δανειστές του δημόσιου τομέα. Η ανακεφαλαιοποίηση-κεφαλαιακή ενίσχυση αυτών των τραπεζών, που οι πολιτικοί της Γερμανίας προσπαθούν να αποφύγουν τη χρηματοδότησή τους από τους φορολογούμενούς τους, είναι αναπόφευκτη, ενώ η πρόκριση ως λύση στην κρίση της ευρωζώνης της επιβολής χρόνιας ακραίας λιτότητας στις ‘άσωτες’ περιφερειακές χώρες της, αποφεύγει να αντιμετωπίσει ουσιαστικά το πρόβλημα. Η επικράτηση αυτής της γερμανικής λύσης, που επιπλέον επέβαλε και την παρέμβαση-παρουσία του ΔΝΤ και των ακραία νεοφιλελεύθερων πολιτικών τύπου ‘μνημονίου’ στην Ευρώπη, επιλέγει την ασταμάτητη οικονομική στήριξη των πιο αδύναμων περιφερειακών χωρών μέχρι την ουσιαστική λύση του προβλήματος των χρεοκοπημένων ευρωπαϊκών τραπεζών. Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι αναπόφευκτη η διάλυση του νομισματικού εκτρώματος της ευρωζώνης και η επιστροφή των χωρών-μελών της στα εθνικά τους νομίσματα, με ταυτόχρονη διαγραφή μεγάλου μέρους των εθνικών δημόσιων χρεών συνοδευόμενη από σεισάχθεια στα ιδιωτικά χρέη, για να καταστεί δυνατή η επανεκκίνηση των εθνικών οικονομιών και η αποκατάσταση των υπαρχουσών μακροοικονομικών ανισορροπιών.
Στις ευρωζωνικές συνθήκες δεν υπάρχει πρόβλεψη για περιπτώσεις επίσημων κρατικών χρεοκοπιών εντός του κοινού νομίσματος, αλλά μια στάση πληρωμών στο εξωτερικό δημόσιο χρέος είναι αναγκαία και αναπόφευκτη. Ο στόχος της κήρυξης επίσημου χρεοστασίου είναι βέβαια η, μετά από διαπραγματεύσεις, απομείωση – ‘κούρεμα’ του μεγαλύτερου μέρους του δημόσιου χρέους, που είναι μη διαχειρίσιμο μεσομακροπρόθεσμα, απειλώντας άμεσα τη βιωσιμότητα της χώρας και του λαού, στις οποίες θα προστρέξουν οι δανειστές αποπειρώντας να εισπράξουν σε βάθος χρόνου όσο περισσότερα χρήματα μπορούν από τις σωρευτικές οφειλές. Στην περίπτωση της Ελλάδας, αλλά και άλλων περιφερειακών ευρωζωνικών χωρών, αποκλειστικός στόχος των ‘μνημονίων’, πέραν της εμπέδωσης και επιβολής του καταστροφικού νεοφιλελεύθερου υποδείγματος του διηνεκούς καθοδικού – υφεσιακού σπιράλ και της ανακατανομής εισοδήματος υπέρ των ανώτερων εισοδηματικά τάξεων (του γνωστού Τ.Ι.Ν.Α. –There Is No Alternative), ήταν η διάσωση των ευρωπαϊκών ιδιωτικών τραπεζών (κυρίως γαλλο-γερμανικών) μέσω της μεταβίβασης – μεταφοράς των οφειλών στις πλάτες των ευρωπαϊκών λαών. Είναι μύθος ότι τα χρέη προς τον ‘επίσημο’ τομέα (‘θεσμοί’) δεν απομειώνονται – ‘κουρεύονται’ άμεσα, με χαρακτηριστικότερο πρόσφατο παράδειγμα την απομείωση – ‘κούρεμα’ των οφειλών κατά 70% που αποδέχθηκε ταπεινωμένο το ΔΝΤ (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) στην περίπτωση της Αργεντινής, μετά την κήρυξη επίσημης στάσης πληρωμών από μέρους της. Ακόμη ιστορικά είναι γνωστό το ότι σύμφωνα με τη συνθήκη του Λονδίνου το 1953, η Γερμανία πέτυχε την απομείωση – ‘κούρεμα’ του διακρατικού δημόσιου χρέους της κατά 63% άμεσα, πέραν των άλλων συμφωνηθέντων.
Σημαντικότατη είναι η συμβολή στην μονομερή διαγραφή δημόσιου χρέους, η πραγματοποίηση διεθνούς Ε.Λ.Ε. (Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου) του χρέους, που θα προσδιορίσει το απεχθές και επονείδιστο χρέος, που μπορεί να διαγραφεί μονομερώς σύμφωνα με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και τις αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων του ΟΗΕ. Στην Ελλάδα η συγκροτηθείσα, από την Πρόεδρο της Βουλής με αξιοποίηση διάταξης του κανονισμού της βουλής, Επιτροπή Αλήθειας για το Δημόσιο Χρέος, στα προκαταρκτικά της συμπεράσματα προσδιόρισε ότι 75% περίπου του δημόσιου χρέους ανήκε στις κατηγορίες του απεχθούς, επονείδιστου, παράνομου, μη σύννομου, καταχρηστικού κλπ χρέους και δεν ολοκλήρωσε τον έλεγχο επί του δημόσιου χρέους μη διατυπώνοντας τα οριστικά της συμπεράσματα για τα περαιτέρω, μετά την πραξικοπηματική κατάργησή της. Έμπρακτη εφαρμογή της μονομερούς διαγραφής δημόσιου χρέους, μετά από διενέργεια Ε.Λ.Ε., αποτελεί το πρόσφατο παράδειγμα του Ισημερινού–Εκουαδόρ υπό την καθοδήγηση του προέδρου της χώρας Ραφαέλ Κορέα.
Μία πιθανή έξοδος από την ευρωζώνη δεν είναι αφ’ εαυτού της λύση για πάσα νόσο της ελληνικής οικονομίας, αλλά ένα δύσβατο μονοπάτι που επιβάλλεται εξ ανάγκης στην Ελλάδα, λόγω της νεοφιλελεύθερης αδιαλλαξίας των κύριων μελών της και της καταφανούς ιστορικής αποτυχίας της, που δεν ανταποκρίνεται στα μίνιμουμ ύπαρξης μιας βέλτιστης νομισματικής ζώνης-περιοχής εξαιτίας της στρεβλής δόμησης και νεοφιλελεύθερης έμπνευσης αρχιτεκτονικής της. Απαραίτητα βήματα που πρέπει να προηγηθούν της δυνητικής εξόδου από την ευρωζώνη, είναι η στάση πληρωμών στο εξωτερικό δημόσιο χρέος, η διαγραφή δημόσιου χρέους μετά από πραγματοποίηση ΕΛΕ σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, η σεισάχθεια ιδιωτικών χρεών και η διεθνής νομική διεκδίκηση των βεβαιωμένων γερμανικών οφειλών. Η έξοδος από αυτή πιθανότατα θα σημάνει την απαρχή διάλυσης της, γιατί όποιος κρίκος αυτής της νομισματικής–οικονομικής αλυσίδας σπάσει, αυτή θα αποσυντεθεί. Αντίθετα, μία πιθανή έξοδος μπορεί να σημάνει, υπό προϋποθέσεις, την υιοθέτηση πολιτικών παραγωγικής ανασυγκρότησης, που για να επιτύχουν θα απαιτήσουν δημόσιες επενδύσεις και τη βαθμιαία αλλαγή των σχέσεων παραγωγής, μείωσης της ανεργίας, αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος και οικονομικής ανάπτυξης με κοινωνική δικαιοσύνη και αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των κατώτερων τάξεων μέσω άσκησης κατάλληλων φορολογικών πολιτικών, χρησιμοποιώντας ως εργαλείο και την κρατικοποίηση υπό κοινωνικό έλεγχο των τραπεζών που επανακεφαλαιοποιήθηκαν με χρήματα που χρεώθηκαν στον ελληνικό λαό κλπ. Η σχέση ανταλλαγής ευρώ προς εθνικό νόμισμα, πρέπει να ορισθεί 1 προς 1, για λόγους ευκολίας και απλοποίησης, και οποιαδήποτε τραπεζική κατάθεση ή οφειλόμενο δάνειο αυτόματα μετατρέπεται από ευρώ σε νέες δραχμές με αυτή την ισοτιμία.
Να επισημάνουμε ότι σε περίπτωση συντεταγμένης χρεοκοπίας μιας χώρας, το μέγιστο απαιτούμενο χρονικό διάστημα δύσκολης προσαρμογής της στη νέα κατάσταση, δεν μπορεί να υπερβεί το εξάμηνο. Αντίθετα, η περίπτωση άτακτης ή μη συντεταγμένης χρεοκοπίας μιας χώρας, απαιτεί ένα χρονικό διάστημα πολύ δύσκολης προσαρμογής που προσδιορίζεται περίπου στη διετία. Ακόμη και η δεύτερη και χειρότερη δυνατή περίπτωση, αν και μη επιλέξιμη, είναι προτιμότερη από τη συνέχιση των εγκληματικών ‘μνημονιακών’ πολιτικών που επιβάλλουν τη διαρκή καθοδική–υφεσιακή πορεία, μετατρέποντας μας σε δουλοπαροικία και προτεκτοράτο χρέους στο διηνεκές, με ότι αυτό συνεπάγεται.
* Οικονομολόγος (πτυχιούχος οικονομικών επιστημών, 2ετές μεταπτυχιακό διοίκησης επιχειρήσεων στην τραπεζική/χρηματοοικονομική, 2ετές μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στα οικονομικά και διοίκηση μονάδων υγείας) – Αναλυτής Πληροφοριακών Συστημάτων (2ετές μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στα πληροφοριακά συστήματα), μέλος του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ερευνών Κοινωνικής και Οικονομικής Πολιτικής, email : nikokal02@yahoo.gr, website : www.kallinikosnikolakopoulos. blοgspot.com
“Η σχέση ανταλλαγής ευρώ προς εθνικό νόμισμα, πρέπει να ορισθεί 1 προς 1, για λόγους ευκολίας και απλοποίησης” Χωρίς να είμαι οικονομολόγος έχω την γνώμη ότι α) Αισθάνεσαι εξαπατημένος όταν αγοράσεις κάτι με 340,75 δραχμές και αναγκαστείς να το πουλήσεις 1 δραχμή και β) Εάν η ισοτιμία καθορισθεί ίδια με αυτή που μπήκαμε στο Ευρώ, θα αποκτήσει ξανά η δραχμή την αξία που έχασε, κάτι πολύ σημαντικό. Για δυο τρία μονόλεπτα Ευρώ, δεν σκύβει κανείς να τα πιάσει από χάμω. Ενώ για ένα δεκάρικο παλιά , μπορεί και να τσακώθηκες, για το ποιος το είδε πρώτος.