Ολοένα και πιο αδιευκρίνιστα εμφανίζονται τα κριτήρια προτεραιότητας στα καθημερινά δελτία ειδήσεων, με αποτέλεσμα τα κυρίαρχα προβλήματα της χώρας να υποβαθμίζονται ή και να αποσιωπούνται. Έτσι, για αρκετό καιρό, την πρωτοκαθεδρία στην πληροφόρηση είχε η πανδημία, παραχωρώντας την θέση της τις τελευταίες ημέρες στο σκάνδαλο του εθνικού θεάτρου. Τα μεγάλα αδιέξοδα της Ελλάδας, από την έκβαση των οποίων θα κριθεί η επιβίωση ή η εξαφάνιση του Έθνους, που είναι τα εθνικά, η οικονομία και το μεταναστευτικό, περνούν κατά κανόνα σε δεύτερη ή και τρίτη μοίρα. Και πέρα από τη σειρά εμφάνισής τους στα δελτία ειδήσεων, ιδιαιτέρως προβληματική είναι και η επιλογή του τρόπου προβολής τους. Αυτός είναι περιγραφικός, συνοπτικός και βραχυχρόνιων οριζόντων, έτσι που να αποκλείεται η αναζήτηση εξεύρεσης μακροχρόνιων λύσεων, αλλά και η δυνατότητα αξιοποίησης τυχόν ευνοϊκών συγκυριών.
Παρότι δεν είναι ακόμη γνωστό ποιο από τα τρία ακανθώδη αυτά προβλήματα θα μας οδηγήσει στην καταστροφή, αν βέβαια εξακολουθήσουμε να τα ατενίζουμε με τον ίδιο στατικό και δουλοπρεπή τρόπο, στο άρθρο αυτό θα επικεντρωθώ στην οικονομία. Εκτός της ειδικότητάς μου, η επιλογή μου έχει σχέση και με την εμφάνιση πολυσήμαντης ευκαιρίας, που το προσπέρασμά της, με τις παρούσες συνθήκες, θα είναι αυτόχρημα αυτοκτονικό για την πατρίδα μας. Δεν κουράζομαι να επαναλαμβάνω, τον τελευταίο καιρό, ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται ένα βήμα από τον γκρεμό, και είναι κατεπείγουσα η ανάγκη λήψης μέτρων, που να ξεφεύγουν από την πεπατημένη των ανεδαφικών μικροπολιτικών αισιοδοξιών και κυρίως των δεδομένων συμμαχικών εξαρτήσεων.
Δυστυχώς, σήμερα, προσκομίζω μια εμπρηστική αποκάλυψη, που βάζει ταφόπετρα στην οικονομία. Από όσο γνωρίζω, η είδηση αυτή αποσιωπήθηκε από τα ΜΜΕ, ενώ θα όφειλε να τύχει ευρύτατης συζήτησης, προβληματισμού και προσπάθειας αντιμετώπισης της απειλής της. Πρόκειται για το εφιαλτικό πόρισμα μελέτης του Ινστιτούτου Διεθνών Δημοσιονομικών (IIF) της Ουάσινγκτον, που ανεβάζει το χρέος της χώρας μας για το 2020 σε 248,53% του ΑΕΠ μας. Δηλαδή το χρέος μας, που θεωρήθηκε ως μη βιώσιμο στην αρχή της κρίσης, παρότι ήταν μόνον 120% του ΑΕΠ, και οι εταίροι μας στη συνέχεια έσπευσαν να μας εντάξουν στο ΔΝΤ, εμφανίζεται σήμερα υπερδιπλάσιο, σε σύγκριση με το 2010. Πως, άραγε θα το αξιολογήσουν οι εταίροι μας; Προφανώς ως σαφούς πτωχευτικής χροιάς, που δικαιολογεί απολύτως ένα τέταρτο μνημόνιο, ας πούμε μέχρι το έτος 3000; Και να υπενθυμισθεί, ότι το δυσθεώρητο αυτό χρέος του 2020 δεν περιλαμβάνει ακόμη τα σχετικά αποτελέσματα του 2021, μέσα στο οποίο εντατικοποιούνται οι δυσμενείς συνέπειες της πανδημίας, που προφανώς θα το εκτινάξουν σε ακόμη πιο ανεξέλεγκτα ύψη. Καθιερώνεται, έτσι, η πατρίδα μας, ως η πρώτη ευρωπαϊκή αποικία χρέους για απροσδιόριστο πια χρόνο.
Τι άλλο να χρειάζεται άραγε για να συνειδητοποιήσει, επιτέλους, κανείς ότι οι εξαγγελίες της Κυβέρνησης, για βοήθημα στις αδύνατες ομάδες, για μέτρα υποστήριξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, για αισιόδοξες προσμονές από τα 32 δισεκατομμύρια ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης, για τον κυβερνητικό ενθουσιασμό γύρω από το σχέδιο ανόρθωσης της οικονομίας, που εκπονήθηκε από την ομάδα Πισσαρίδη, έχουν όλα μα όλα συντριβεί κάτω από το ασήκωτο βάρος της είδησης περί του ανεξέλεγκτου πια χρέους;
Η Ελλάδα μας είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη απέναντι σε καίριες ειδήσεις που την αφορούν. Και όχι μόνον δεν αντιδρά, όχι μόνον αρνείται κατηγορηματικά να συζητήσει την οδυνηρή κατάσταση στην οποίαν την οδήγησαν τα εγκληματικού περιεχομένου μνημόνια, σε συνδυασμό με τη δουλική της εξάρτηση από εταίρους-συμμάχους-φίλους (περιληπτικά από τις εσαεί Μεγάλες Δυνάμεις) αλλά και επιπλέον πασχίζει να αποσιωπήσει, στο μέτρο του δυνατού, ειδήσεις που εκθέτουν την αδράνειά της, έστω και αν η αξιοποίησή τους θα ήταν δυνατόν να βελτιώσει τη θέση της. Έτσι, ακριβώς, τα ελληνικά ΜΜΕ έθαψαν την τόσο σημαντική, και προς όφελός μας, δήλωση του Μπαράκ Ομπάμα, σχετικά με τη θυσία/καταστροφή της Ελλάδας προκειμένου να σωθούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες. Έτσι ακριβώς η χώρα μας παραμένει πειθήνιο μέλος της ΕΕ και της Ευρωζώνης, παρότι οι εταίροι της προτιμούν να εξυπηρετούν, με προκλητικότητα, τα συμφέροντα μη μελών της σε βάρος των δικών της. Έτσι ακριβώς η πατρίδα μας δέχεται παθητικά το ρόλο του εξιλαστήριου θύματος, χωρίς να τολμά να ρίξει το βλέμμα της προς συμμαχίες με άλλα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, μήπως και θεωρηθεί ότι «δεν ανήκει εις την Δύσιν». Έτσι, η Ελλάδα υπόγραψε τη συμφωνία των Πρεσπών, για να μη δυσαρεστήσει τους συμμάχους. Έτσι, η χώρα μας ικανοποιείται με τα ψίχουλα του Ταμείου Ανάκαμψης, τα οποία επιπλέον θα επιστραφούν κατά το μεγαλύτερο τμήμα τους στη Γερμανία με τη μορφή εισαγωγής ηλεκτρικών αυτοκινήτων και άλλων προϊόντων νέας τεχνολογίας. Έτσι, ακριβώς, στο παρελθόν, η Ελλάδα δεν είχε το σθένος να αποτρέψει την καταστροφή του πρωτογενούς της τομέα από την ΚΑΠ, και της αναπτυσσόμενης βιομηχανίας της από την ανεξέλεγκτη παγκοσμιοποίηση. Έτσι, δυστυχώς, η πατρίδα μας υπόγραψε και επί δέκα συναπτά χρόνια συμφώνησε ότι τα εγκληματικού περιεχομένου μνημόνια ήταν η «σωτηρία μας». Και, τέλος, έτσι ακριβώς, η Ελλάδα υπέκυψε επί 10 χρόνια στις εξευτελιστικές συνθήκες που της επέβαλαν οι εταίροι, και που απέκλειαν την αμυντική της θωράκιση.
Χωρίς το κεφάλαιο 22 των απομνημονευμάτων του Ομπάμα, και χωρίς την πανδημία που εκτόξευσε το παγκόσμιο χρέος σε 365% του παγκόσμιου ΑΕΠ δεν θα υπήρχε ελπίδα σωτηρίας για την Ελλάδα. Ήδη, τώρα, οι νέες αυτές εξελίξεις θα μπορούσαν να αποτρέψουν ένα άδοξο τέλος της Ελλάδας, με την προϋπόθεση ότι θα θελήσει η ίδια να σωθεί. Να κινητοποιηθεί. Να τολμήσει να στραφεί εναντίον της ΕΕ που την μετέτρεψε σε Ιφιγένεια, για να διασώσει τις τράπεζές της, και να βροντοφωνήσει, εις επήκοον της υφηλίου, ότι δικαιούται αμέσως τώρα παραγραφή του χρέους της, αλλά και επιστροφή του κατοχικού δανείου και των αποζημιώσεων. Άραγε υπάρχουν ελπίδες αφύπνισης, ή η χώρα μας θα εξακολουθήσει να σιωπά, καταδικάζοντας έτσι το λαό της σε βέβαιο αφανισμό;
Οπωσδήποτε, αν ελληνική κυβέρνηση αποφασίσει τώρα να απαιτήσει παραγραφή χρέους και επιστροφή δανείου, θα έχει με το μέρος της ως ισχυρούς συμπαραστάτες τις κοσμοϊστορικές ανατροπές που συνέβησαν στην αντιμετώπιση των χρεών παγκοσμίως. Επειδή το χρέος σε παγκόσμια βάση θεωρείται ότι είναι αδύνατον να αποπληρωθεί, αλλά και επειδή η υφήλιος απειλείται με κραχ μεγατόνων, έχει αναπτυχθεί μια σιωπηρή συναίνεση παραγραφής του. Έτσι, συνέβη το αδιανόητο, να δηλώσει δηλαδή η επικεφαλής του ΔΝΤ ότι «χρέος και ελλείμματα δεν αποτελούν πρόβλημα». Στη συνέχεια, 100 γνωστοί οικονομολόγοι υπέγραψαν δήλωση υπέρ της παραγραφής χρεών. Πρόσφατα ο Έλληνας νομπελίστας Χριστόφορος Πισσαρίδης εκφράστηκε υπέρ της παραγραφής χρεών. Πλήθος άρθρων που φιλοξενούνται τελευταίως σε διεθνή οικονομικά περιοδικά θέτουν το πρόβλημα του υπέρογκου χρέους, από την πανδημία, και συμβουλεύουν παραγραφή του. Στην παραγραφή συνηγορεί και το γεγονός της ανυπαρξίας πληθωριστικής απειλής, καθώς, σε πείσμα των τρισεκατομμυρίων που ήδη δαπανήθηκαν για την αντιμετώπιση του ιού, ο πληθωρισμός παραμένει σε επίπεδο κατώτερο του 2%. Να σημειωθεί, βέβαια, ότι η κυρία Χριστίνα Λαγκάρντ δήλωσε πρόσφατα ότι είναι εναντίον της παραγραφής χρεών, επειδή αντίκειται στις θεμελιώδεις αρχές της ΕΕ. Αλλά, τελοσπάντων, θα υπάρξουν τρόποι να ξεπεραστεί το πρόβλημα, αν τελικώς ελληνική κυβέρνηση αποφασίσει να δώσει μάχη για την εθνική μας επιβίωση. Και τούτο, διότι στην ελληνική περίπτωση διαγραφής χρέους, ο αποφασιστικός παράγοντας θα πρέπει να είναι η αποκάλυψη του εγκλήματος εναντίον ενός ολόκληρου Έθνους και ενός ολόκληρου λαού για να σωθούν οι τράπεζες. Και αν αυτή η κατηγορία συνοδευτεί και με τα συντριπτικά στοιχεία καταστροφής της ελληνικής οικονομίας, θα είναι δύσκολο για την ΕΕ να αντιμετωπίσει αυτής της έκτασης τη διεθνή αποδοκιμασία. Οπωσδήποτε εμείς, στην ΤΙΜΗΣΤΟ 21, έχοντας ταχθεί από την αρχή εναντίον της εθνικής μας εξάρτησης, που αποτελεί ανεκπλήρωτο στόχο της Επανάστασης του 1821, θα προσπαθήσουμε με τα πενιχρά μας μέσα να απαιτήσουμε παραγραφή χρέους και επιστροφή κατοχικού δανείου. Έστω και αν, παραμένοντας μόνοι, αποτύχουμε, που είναι και το πιθανότερο, το θετικό στοιχείο θα είναι η γνωστοποίηση του εγκλήματος, σε παγκόσμια βάση, που θα φέρει την Ελλάδα, από την αφάνεια, στο διεθνές προσκήνιο.