Ο Τσε και η σοσιαλιστική οικονομία και οικοδόμηση

2042
συμφωνία

Ο Τσε Γκεβάρα ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τα προβλήματα οικονομικής λειτουργίας και οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας, αμφισβητώντας έντονα τα στερεότυπα της Σοβιετικής Ένωσης και αναζητώντας επαναστατικές απαντήσεις. Κεντρικά στοιχεία της παρέμβασής του ήταν η κατάκτηση αποφασιστικού ρόλου των εργαζομένων και η κριτική στην ανάπτυξη των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων και των υλικών κινήτρων στην Ανατολική Ευρώπη.

Επαναστάτης της δράσης και της θεωρίας

Ο Τσε δεν ήταν μόνο άνθρωπος της δράσης. Ήταν και άνθρωπος των ιδεών, της θεωρίας, της ενότητας θεωρίας και πράξης. Ανήσυχο πνεύμα, δεν αρκούνταν στην έτοιμη τροφή και στις απαντήσεις των εγχειριδίων αλλά αναζητούσε διαρκώς, εναγώνια, νέες λύσεις για τα σύγχρονα προβλήματα. Υπήρξε δηλαδή και θεωρητικός της επανάστασης. Όπως είχε πει ο Φιδέλ Κάστρο, ο Τσε «έγραφε με τα χαρίσματα ενός κλασικού … και είμαστε σίγουροι ότι μερικά από τα κείμενά του θα περάσουν στους απογόνους σαν κλασικά ντοκουμέντα της επαναστατικής σκέψης». Ο Κάστρο σημείωνε με έμφαση ότι «ο Τσε έφερε τις ιδέες του μαρξισμού-λενινισμού στην πιο δροσερή, στην πιο καθαρή και πιο επαναστατική έκφρασή τους» .
Ένας τομέας στον οποίο υπήρξε σημαντική η συμβολή του Γκεβάρα στην περαιτέρω έρευνα και ανάπτυξη της μαρξιστικής λενινιστικής θεωρίας ήταν τα οικονομικά προβλήματα της ανάπτυξης του σοσιαλισμού. Πρόκειται για πλευρά που δεν είναι πολύ γνωστή στο ευρύτερο, εκτός Κούβας, κοινό. Πολύτιμη υπήρξε από την άποψη αυτή η έκδοση το 2006 των Apuntes críticos a la Economía Política (Κριτικά σημειώματα στην πολιτική οικονομία). Σε αυτή περιλαμβάνονται και δόθηκαν για πρώτη φορά στη δημοσιότητα στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό οι σημειώσεις του Γκεβάρα στο Εγχειρίδιο Πολιτικής Οικονομίας της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ και σε άλλα κείμενα των κλασικών του μαρξισμού. Η έκδοση ανοίγει με μια πολύτιμης σημασίας επιστολή του Τσε προς τον Φιδέλ Κάστρο, που αφορά σε καυτά ζητήματα της οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Τα σημαντικά αυτά ντοκουμέντα εκδόθηκαν με πρωτοβουλία της κουβανικής κυβέρνησης. Ήταν μέχρι την έκδοση του εν λόγω βιβλίου προσιτά μόνο στους ερευνητές που μπορούσαν να τα μελετήσουν στο Ίδρυμα Γκεβάρα στην Αβάνα.
Εννοείται πως οι θεωρητικές του απαντήσεις ούτε ήταν ούτε μπορούσε να είναι ολοκληρωμένες ή απαλλαγμένες από αντιφάσεις, ακόμη και λάθη. Ωστόσο, οι επισημάνσεις του Τσε είναι σε πολλά ζητήματα πρωτοποριακές. Ακόμη και προφητικές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν για όσα έμελλαν να ακολουθήσουν στα σοσιαλιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης.
Οι πρωτοβουλίες «έπρεπε να γεννιούνται από την εργατική τάξη» και σίγουρα «πρέπει να φύγουν από τα χέρια της γραφειοκρατίας η οποία ζητά να στηριχθεί στις εργατικές μάζες», τόνιζε ο Γκεβάρα.
Οι προβληματισμοί του Γκεβάρα για την οικονομική λειτουργία του σοσιαλιστικού κράτους περιλαμβάνουν δυο σκέλη. Το πρώτο αφορά τη συμμετοχή των εργαζομένων στη διαχείριση των οικονομικών υποθέσεων και το δεύτερο αφορά τις αρχές διοίκησης της οικονομίας, το ρόλο των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων στη σοσιαλιστική οικονομία, τα υλικά και ηθικά κίνητρα για την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας.
Ο Τσε επέμενε ιδιαίτερα στη σημασία της λαϊκής συμμετοχής. Κατανοούσε τη θέση του Λένιν ότι η εθνικοποίηση είναι μόνο η πρώτη πράξη της κοινωνικοποίησης. Το γεγονός ότι το επαναστατικό κράτος μετατρέπει τα βασικά μέσα παραγωγής σε κρατικά δεν σημαίνει από μόνο του ότι με την πράξη αυτή επέρχεται η πλήρης και ουσιαστική κατοχύρωση της κοινωνικής ιδιοκτησίας. Για να συμβεί αυτό πρέπει οι εργαζόμενοι, τόσο σε επίπεδο κάθε μιας παραγωγικής μονάδας όσο και στο γενικό επίπεδο της οικονομίας, να συμμετέχουν ουσιαστικά και όχι τυπικά, στη λήψη των αποφάσεων, στο σχεδιασμό και στην υλοποίησή τους.
Η συμμετοχή του λαού ήταν, κατά τον Γκεβάρα, πολύτιμη. Έδινε ιδιαίτερη έμφαση «διότι ένα φιλόδοξο αναπτυξιακό σχέδιο, που προσπαθεί να θέσει σε εντατική λειτουργία το σύνολο των δυνάμεων του λαού, δεν μπορεί να είναι διαχωρισμένο από αυτόν. Πρέπει να το φτιάξουμε όλοι μαζί, έτσι ώστε όλος ο κόσμος να το κατανοεί, όλος ο κόσμος να συλλαμβάνει την ουσία του και έτσι όλος ο κόσμος να βοηθήσει να βγει η δουλειά».
Έχοντας εντοπίσει σοβαρά προβλήματα ο Γκεβάρα, σε ομιλία του το 1962, υπογράμμιζε ότι «η οικοδόμηση του σοσιαλισμού βασίζεται στην εργασία των μαζών, στην ικανότητα των μαζών να μπορούν να οργανώνονται, να διευθύνουν τη βιομηχανία, την αγροτική οικονομία, όλη την οικονομία της χώρας». Επιμένοντας στη σπουδαιότητα της λαϊκής συμμετοχής στη χάραξη και εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής του σοσιαλιστικού κράτους σημείωνε πως «η δουλειά για να επιβάλλουμε νόρμες και μισθούς, για να καθιερώσουμε νέες συλλογικές συμβάσεις, πρέπει να είναι υπόθεση των μαζών. Και όχι μόνο με την έννοια ότι όταν φτάνει στους τόπους δουλειάς αντανακλάται στη ζωντανή συζήτηση. Πρέπει να είναι υπόθεση των μαζών με την έννοια ότι οι μάζες κινούν από μόνες τους την υπόθεση του προσδιορισμού όλων των κατηγοριών εργασίας σε εθνικό επίπεδο και του καθορισμού των νέων μισθών».
Θεωρούσε μάλιστα ότι ο δογματισμός και η γραφειοκρατική απομάκρυνση των κυβερνώντων επαναστατών από το λαό, που σημειώθηκαν το πρώτο διάστημα μετά την επανάσταση, «μεταφράστηκαν με μια έκδηλη απομάκρυνση της εργατικής μάζας από τους οργανισμούς παραγωγής». Αυτό οδήγησε στην πτώση του ενθουσιασμού και της παραγωγικότητας της εργασίας. Για να ανέβει το ενδιαφέρον των εργαζομένων για την εργασία τους και τα αποτελέσματά της, οι πρωτοβουλίες «έπρεπε να γεννιούνται από την εργατική τάξη» και σίγουρα «πρέπει να φύγουν από τα χέρια της γραφειοκρατίας η οποία ζητά να στηριχθεί στις εργατικές μάζες».
Ο Γκεβάρα ήταν απολύτως αντίθετος και διαφοροποιούσε τη θέση του από τις σοβιετικές αναλύσεις της περιόδου εκείνης περί αυτοτέλειας των κρατικών επιχειρήσεων. Υποστήριζε ότι οι εμπορευματικές σχέσεις δεν μπορούν να διέπουν τις σχέσεις ανάμεσα στις κρατικές επιχειρήσεις και, μάλιστα, του ίδιου παραγωγικού τομέα.
Θεωρούσε ότι τα υλικά κίνητρα προς τους διευθυντές των επιχειρήσεων που δίνονταν στη Σοβιετική Ένωση και τα άλλα σοσιαλιστικά κράτη της Ανατ. Ευρώπης ήταν παράγοντας διαφθοράς. Οι επιχειρήσεις, ιδίως οι διοικήσεις τους, έτειναν να παρουσιάζουν εικονικά αποτελέσματα προκειμένου να καρπωθούν το συλλογικό κίνητρο.
Η καθιέρωση εμπορευματικών σχέσεων ανάμεσα στις κρατικές επιχειρήσεις είχε εμφανιστεί -καταδείκνυε ο Τσε- πρώτα, και μάλιστα πιο ολοκληρωμένα, στη Γιουγκοσλαβία. Το μοντέλο αυτό επεκτάθηκε στη συνέχεια στη Σοβιετική Ένωση, στην Πολωνία, στην Τσεχοσλοβακία, στην Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία και με «ιδιαίτερα χαρακτηριστικά» στη Ρουμανία. Το αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής ήταν, σύμφωνα με τη διορατική ανάλυση του Τσε, ότι το «κράτος, αντικειμενικά, αρχίζει να μετατρέπεται σε ένα κράτος που προστατεύει τις σχέσεις ανάμεσα στους καπιταλιστές».
Η άποψη του Γκεβάρα ήταν ότι η πηγή του προβλήματος βρισκόταν στη Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ) που αναπτύχθηκε κατά τα πρώτα χρόνια οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση. Απολυτοποιώντας τις συνθήκες της δεκαετίας του 1960 ο Τσε οδηγήθηκε στο ακραίο συμπέρασμα ότι η ΝΕΠ ήταν συνολικά λαθεμένη επιλογή. Η άποψη αυτή διαψεύδεται βέβαια τόσο από τις θεωρητικές αναλύσεις του Λένιν όσο και από την ώθηση που έδωσε η ΝΕΠ στην κατεστραμμένη σοβιετική οικονομία.
Σε σχέση, τέλος, με την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας υποστήριζε ότι αυτή πρέπει να επέλθει μέσω της τεχνολογικής ανάπτυξης. Όσο για τους εργαζόμενους, θεωρούσε ότι «δεν αρνούμαστε την αντικειμενική ανάγκη των υλικών κινήτρων, αλλά ούτε και είμαστε διατεθειμένοι να τα χρησιμοποιήσουμε σαν θεμελιώδη κινητήριο μοχλό». «Δεν στοχεύουμε στον αποκλεισμό του υλικού κινήτρου».
Πίστευε όμως ότι πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια ώστε μακροπρόθεσμα «το ηθικό κίνητρο να γίνει ο καθοριστικός παράγοντας… Προτείνουμε να εφαρμοστεί μια μικτή φόρμουλα». Κατανοούσε τη συνθετότητα του προβλήματος της συγκρότησης μιας νέας στάσης στην εργασία και επιχειρηματολογούσε μάλιστα ότι, σε περίπτωση που η πρακτική εφαρμογή δείξει πως τα ηθικά κίνητρα αποβούν σε βάρος της παραγωγικότητας, θα έπρεπε να επανέλθουν στην προτεραιότητα των υλικών κινήτρων.
Περισσότερα για το θέμα στο Δ. Καλτσώνης, Ο Τσε για το κράτος και την επανάσταση, εκδ. Τόπος, 2012, όπου και παραπομπές στα πρωτότυπα κείμενα του Τσε.
*Ο Δημήτρης Καλτσώνης είναι αναπληρωτής καθηγητής θεωρίας κράτους και δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
**Πηγή: prin.gr.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας