Τη θέση που θεωρεί ότι της αντιστοιχεί στη διεθνή σκηνή η Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν την διεκδικεί ακροβατώντας ανάμεσα στα συμφέροντα διαφορετικών μεγάλων δυνάμεων, αξιοποιώντας τον κενό χώρο που αφήνουν οι δικοί τους ανταγωνισμοί και χρησιμοποιώντας, τρόπον τινά, τη μία εις βάρος της άλλης.
Μέσα σε ένα 24ωρο, ο Ταγίπ Ερντογάν εξαπέλυσε μύδρους κατά των ΗΠΑ για την υπόθεση των F-35, κατά της Γαλλίας για τον ρόλο της στη Μεσόγειο και (για πρώτη φορά μετά από χρόνια) κατά της Ρωσίας για την προέλαση των συριακών κυβερνητικών δυνάμεων στην ανταρτοκρατούμενη επαρχία της Ίντλιμπ.
“Η διαδικασία της Αστάνα είναι ημιθανής” διαπίστωσε ο Τούρκος πρόεδρος, επισημαίνοντας ότι οι συμμετέχουσες χώρες (Ρωσία, Τουρκία, Ιράν) θα πρέπει να την αναβιώσουν”.
Την αναστάτωσή του εξηγεί η κατάληψη από τον συριακό στρατό της πόλης Μαάρατ-αλ-Νουμάν, δεύτερης μεγαλύτερης της επαρχίας Ίντλιμπ, η οποία βρισκόταν εκτός κυβερνητικού ελέγχου από το 2012. Το καθεστώς Άσαντ έχει πλέον τον έλεγχο των αυτοκινητοδρόμων Μ-4 και Μ-5 προς Βορράν, ανοίγοντας τον δρόμο στην περαιτέρω προέλασή του. Η δημιουργία ενός νέου προσφυγικού κύματος τουλάχιστον 40.000 ανθρώπων στα τουρκικά σύνορα, αλλά και η περικύκλωση των 2 από τους 12 σταθμούς ελέγχου που εγκατέστησε ο στρατός της Τουρκίας στην περιοχή βάσει της συμφωνίας του Σότσι το 2018 με τη Ρωσία, εικονογραφούν το κόστος που ήδη πληρώνει η Άγκυρα. Παρά τις διαβεβαιώσεις του Ερντογάν ότι η χώρα του δεν θα ανεχθεί παραβίαση της εκεχειρίας στην περιοχή, οι δυνατότητές της μοιάζουν περιορισμένες. Και παρά τις δηλώσεις του Τούρκου υπουργού Άμυνας Χουλουσί Ακάρ ότι η τουρκική στρατιωτική παρουσία στην Ίντλιμπ είναι αδιαπραγμάτευτη, προβάλλει ορατό το ενδεχόμενο ο θύλακας στην περίμετρο του οποίου αναπτύχθηκαν οι σταθμοί ελέγχου σύντομα να μην υπάρχει πια.
“Με τη Ρωσία υπογράψαμε συμφωνίες, τις οποίες αυτή τη στιγμή δεν τις σέβεται” αγανακτεί ο Ερντογάν. Όμως η Μόσχα είναι σε θέση να αντιτείνει απαθώς ότι την κατάπαυση του πυρός παραβίαζαν συστηματικά όλο το προηγούμενο διάστημα οι αντάρτες προστατευόμενοι της Άγκυρας, ενώ η Δαμασκός, που δεν διαπραγματεύτηκε τη συμφωνία του Σότσι, απλώς υλοποιεί την γραμμή της αποκατάστασης της εθνικής της κυριαρχίας.
Η σιωπηρή συμφωνία ότι οι ισλαμιστές της Ίντλιμπ (τους οποίους ούτε η ίδια η Τουρκία θα επιθυμούσε να απορροφήσει) μπορούν αθορύβως να προωθηθούν στη Λιβύη για την υπεράσπιση των εκεί τουρκικών συμφερόντων παροξύνει βέβαια την αντιπαράθεση της Άγκυρας με άλλους παίκτες της λιβυκής κρίσης, όπως δείχνει η καταγγελία του Εμανουέλ Μακρόν ότι η χώρα του Ερντογάν παραβιάζει τα συμφωνηθέντα στην Διάσκεψη του Βερολίνου. Τα “συγκοινωνούντα δοχεία” Συρίας-Λιβύης δεν λειτουργούν πλέον, όπως θα φανταζόταν η Άγκυρα.
Επιπλέον, η ηχηρή απόρριψη από τουρκικής πλευράς του σχεδίου του Ντόναλντ Τραμπ για τον τερματισμό της ισραηλινο-παλαιστινιακής σύγκρουσης τραυματίζει την προσωπική σχέση του Ερντογάν με τον Αμερικανό πρόεδρο, που έως τώρα τον προφύλασσε από την οργή του Κογκρέσου, ενώ δίνει νέα τροφή στην αντιπαράθεση με τη Σαουδική Αραβία, η οποία ήδη καταγγέλλεται από τον ισχυρό άνδρα της Άγκυρας ότι έχει εγκαταλείψει τους Παλαιστίνιους.
Παράλληλα, η εκτόνωση των εντάσεων με την Αίγυπτο, που φαινόταν εφικτή μετά την τηλεφωνική επαφή του συμβούλου του Ερντογάν, Γιασίν Ακτάι με το Κάιρο στις 13 Ιανουαρίου, έδωσε τη θέση της εντός 24ώρου στην εισβολή αιγυπτιακών αστυνομικών δυνάμεων στα γραφεία του πρακτορείου Anadolu στην πρωτεύουσα της Αιγύπτου και στην σύλληψη τεσσάρων υπαλλήλων με κατηγορίες διευκόλυνσης της τρομοκρατίας και διασποράς ψευδών ειδήσεων.
Αλλά και η ίδια η Τουρκία πληρώνει με περιφρόνηση όσους στην Ευρώπη θα επιθυμούσαν μια περισσότερο συνεργατική σχέση μαζί της, όπως δείχνει, εκτός των άλλων, η απόφαση παράτασης της προφυλάκισης του επιχειρηματία και μαικήνα Οσμάν Καβάλα (που κατηγορείται ως “εγκέφαλος” των διαδηλώσεων του Γκεζί το 2013), παρά την περί του αντιθέτου σύσταση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Όμως αυτό το μοντέλο “σιδηράς πυγμής” και καλλιέργειας της πόλωσης, στο οποίο στηρίζεται η κυριαρχία του Ερντογάν στο εσωτερικό, μετατρέπεται, όταν εξάγεται στις διεθνείς σχέσεις, σε συνταγή αντισυσπείρωσης των πάντων έναντι της Τουρκίας.