Επί ημέρες ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν προειδοποιούσε ότι οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας του είναι έτοιμες ανά πάσα στιγμή να εισβάλουν στη βορειοανατολική Συρία, προκειμένου να αποτρέψουν την ανάδυση, και μάλιστα με αμερικανική στρατιωτική στήριξη, μιας οιονεί κρατικής οντότητας υπό τον έλεγχο των Κούρδων του PYD (αδελφής οργάνωσης του ΡΚΚ).
Η απειλή αυτή θεωρήθηκε καταλυτική για την αιφνιδιαστική απόφαση του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ να διατάξει την απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από τη βορειοανατολική Συρία, όπου αυτές σταθμεύουν από τα τέλη του 2014.
Ωστόσο, οι περιγραφές της τηλεφωνικής συνομιλίας Τραμπ-Ερντογάν την περασμένη Κυριακή, όπως αυτές διέρρευσαν στον αμερικανικό Τύπο, αποκαλύπτουν ότι ο ένοικος του Λευκού Οίκου πρόσφερε στον ισχυρό άνδρα της Άγκυρας κάτι πολύ περισσότερο από ό,τι ο τελευταίος θα μπορούσε να αποδεχτεί.
Ο Τραμπ αξιοποίησε τις αντιδράσεις της Τουρκίας προκειμένου να υλοποιήσει την παλαιόθεν εκπεφρασμένη επιθυμία του για απόσυρση από τη Συρία, προσπερνώντας (όπως απέδειξε και η παραίτηση του υπουργού Άμυνας Τζέιμς Μάτις) το στρατιωτικό και διπλωματικό επιτελείο του, το οποίο πίεζε προς την κατεύθυνση της επ’ αόριστον παραμονής.
Όμως η στρατιωτική επιχείρηση την οποία είχε κατά νου ο Ερντογάν αφορούσε απλώς τον έλεγχο μιας μεθοριακής ζώνης βάθους 10 έως 15 χιλιομέτρων – όχι τον έλεγχο της συνολικής περιοχής ανατολικά του Ευφράτη η οποία ελέγχεται από τους Κούρδους μαχητές και αντιστοιχεί στο ένα τρίτο της συριακής επικράτειας. Κάτι τέτοιο απαιτεί τη δέσμευση πολύ περισσότερων δυνάμεων από τους περίπου 15.000 ισλαμιστές αντάρτες που υποστηρίζει η Τουρκία και έχει ήδη συγκεντρώσει βορείως των συνόρων.
Μια παρατεταμένη και μεγάλης κλίμακας εμπλοκή των τακτικών τουρκικών δυνάμεων στα βάθη της Συρίας δεν είναι αυτό ακριβώς που επιθυμεί ο Ερντογάν καθ’ οδόν προς τις κρίσιμες δημοτικές εκλογές του Μαρτίου. Πόσω μάλλον όταν παραμένει ασαφές το κατά πόσον οι αμερικανικές δυνάμεις θα αποσύρουν και τον βαρύ οπλισμό τον οποίο μέχρι και αυτήν τη στιγμή συνεχίζουν να προμηθεύουν στους Κούρδους μαχητές.
Εξ ου και ο Ερντογάν έσπευσε να στείλει εκ των υστέρων μήνυμα “αυτοσυγκράτησης”, ανακοινώνοντας την αναβολή προς το παρόν της προγραμματισμένης εισβολής.
Το στοίχημα για την Άγκυρα είναι διπλό, διότι εκτός από τη βορειοανατολική Συρία θα πρέπει να έχει στραμμένο το βλέμμα της και στη βορειοδυτική, εφόσον αποτελεί, βάσει και των συμφωνιών που έχουν συναφθεί με τη Ρωσία, τον εγγυητή της ασφάλειας του θύλακα της Ιντλίμπ, όπου έχουν συγκεντρωθεί όσοι αντάρτες εγκατέλειψαν το προηγούμενο διάστημα τις θέσεις τους σε άλλα πεδία των μαχών με τις δυνάμεις του Άσαντ. Από την Ιντλίμπ άλλωστε προέρχονται και οι αντάρτες που το τελευταίο διάστημα μεταφέρθηκαν στα σύνορα της Τουρκίας με τη Ροτζάβα.
Υπενθυμίζεται ότι ο έλεγχος της Ιντλίμπ από φίλιες δυνάμεις είναι ακριβώς το στοιχείο που επιτρέπει στην Τουρκία να παρίσταται, παρά την ουσιαστική επικράτηση του Άσαντ, στο τραπέζι όσων διαπραγματεύονται την “επόμενη μέρα” της Συρίας. Από την άλλη πλευρά, το τουρκικό αυτό αποτύπωμα γίνεται ανεκτό από τη Δαμασκό, που δεν πρόκειται να παραιτηθεί από τη φιλοδοξία ανάκτησης του συνόλου της συριακής επικράτειας, μόνο και μόνο λόγω των περιπλοκών που δημιουργούσε η αμερικανική παρουσία στα βορειοανατολικά και αντίστοιχα η προσπάθεια της Μόσχας να ρυμουλκήσει την Άγκυρα σε μια κατεύθυνση ρήξης με τις ΗΠΑ.
Ο συριακός τακτικός στρατός είναι κατεξοχήν η δύναμη που έχει τη δυνατότητα να καλύψει γρήγορα το κενό που θα δημιουργηθεί πέραν του Ευφράτη – ιδίως με τη ρωσική αεροπορική κάλυψη, καθώς η ανακοίνωση του τερματισμού και των αεροπορικών επιχειρήσεων των ΗΠΑ απομακρύνει τον κίνδυνο “ατυχήματος”. Την ίδια ώρα, η ρωσική διπλωματία επιχειρεί, χωρίς ουσιαστική πρόοδο μέχρι στιγμής, να διαμορφώσει όρους συμβιβασμού του PYD με την κεντρική εξουσία της Δαμασκού.
Ο ρυθμός και η κατεύθυνση της αμερικανικής αποχώρησης θα κρίνει πολλά: αν αυτή ξεκινήσει από τα νότια, λ.χ. την περιοχή της Ντέιρ Εζόρ, οι συριακές και ρωσικές δυνάμεις θα έχουν το πλεονέκτημα. Αν, πάλι, η αποχώρηση ξεκινήσει από τα βόρεια, τα “νεο-οθωμανικά” σχέδια της Τουρκίας θα έχουν περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας.