Οι πρόσφατες (27.05.2020) δηλώσεις του προέδρου της Βουλής κ. Κώστα Τασούλα, με τις οποίες, κατά τα δημοσιεύματα του τύπου,(1) άφησε σαφέστατες αιχμές κατά του κ. Εισαγγελέα που έστειλε την υπόθεση στη Βουλή, ήτοι τη μήνυση που υπέβαλλαν πολίτες κατά των βουλευτών που ψήφισαν τη Συμφωνία των Πρεσπών (και χωρίς να αξιολογούμε το περιεχόμενό της, καθόσον δεν το γνωρίζουμε), είναι βαθιά αντιδημοκρατικές, ανερμάτιστες αυθαίρετες και έωλες επιστημονικά, επιχειρούν δε να καθυποτάξουν πλήρως τη λειτουργία της Δικαιοσύνης στις εκάστοτε επιθυμίες της εκτελεστικής Εξουσίας. Ο κύριος Κώστας Τασούλας, ψέγει τον Εισαγγελέα που έστειλε την υπόθεση στη Βουλή και χαρακτήρισε τη μήνυση αβάσιμη και απαράδεκτη λέγοντας «ότι το δικαίωμα γνώμης του βουλευτή δεν μπορεί να το υπονομεύσει καμιά μήνυση για εσχάτη προδοσία». Περαιτέρω, ο κύριος Κώστας Τασούλας φέρεται να είπε κατά τη σχετική συζήτηση της Βουλής και τα εξής:
«Αυτή η μήνυση έπρεπε να μην έχει έρθει στην ολομέλεια έπρεπε να είχε λυθεί στην δικαιοσύνη και να μην έρθει στη Βουλή. Ο Άρειος Πάγος πριν διαβιβάσει μέσω του υπουργού Δικαιοσύνης τη μήνυση κατά πολιτικών προσώπων επιτελεί ένα είδος ελέγχου. Αυτός ο έλεγχος προφανώς δεν είναι επί της καλλιγραφίας των μηνύσεων ή επί του τύπου χαρτιού, είναι στοιχειώδης έλεγχος που έχει να κάνει με όλα τα νομικά επιχειρήματα που ευλόγως και από το Σύνταγμα προερχόμενα ακούστηκαν για το απαράδεκτο και το αβάσιμο αυτής της μήνυσης. Αυτό έπρεπε να είχε γίνει σε προγενέστερο της Βουλής στάδιο. Και όχι εμείς εδώ να διαφωνούμε αν έπρεπε να γίνει στην επιτροπή ή στην ολομέλεια, έπρεπε να γίνει από την εισαγγελία του Αρείου Πάγου».
Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο κύριος Τασούλας, επεμβαίνει ανοιχτά και φανερά στο έργο της Δικαιοσύνης, «απειλεί» εμμέσως πλην σαφώς εισαγγελικούς και δικαστικούς λειτουργούς για το πώς πρέπει να χειρίζονται ανάλογες μηνύσεις-εγκλήσεις, ώστε να μην λαμβάνουν δημοσιότητα, να «πνίγονται εν τη γενέσει τους» αλλά και να μην «ταλαιπωρούν» τη Βουλή.
Υπενθυμίζουμε λοιπόν στον κύριο Τασούλα τα εξής:
1. Τα άρθρα 60 παρ.1 και 61 παρ.1 του Ελληνικού Συντάγματος με τα οποία θεσπίζεται το «απεριόριστο δικαίωμα γνώμης και ψήφου του βουλευτή» και «το ακαταδίωκτο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων του», τέθηκαν για να προασπίσουν τη λειτουργία της Δημοκρατίας (έτσι όπως εγκαθιδρύεται με το ελληνικό Σύνταγμα) και όχι για να θεσπίσουν ασυλία του βουλευτή εάν αυτός με την ψήφο του αλλοιώσει ή αδρανοποιήσει ή καταλύσει έστω και ένα Θεμελιώδη Δημοκρατικό Θεσμό. Διαφορετικά, θα μπορούσε ο βουλευτής, να ψηφίσει κοινό νόμο με τον οποίον να αντικαταστήσει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με ισόβιο κληρονομικό άρχοντα, να αναστείλει τις εκλογές επ’ αόριστον, είτε πάλι να δώσει αποκλειστικές αρμοδιότητες της Βουλής σε ένα νέο όργανο που δημιουργεί και, παρ’ όλα αυτά, αυτός ο βουλευτής, να περιβάλλεται με ασυλία. Αυτό θεσπίζει το Σύνταγμά μας κύριε Τασούλα;
2. Εξάλλου, όπως συνάγεται και από το β’ εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 62 του Σ/75, εφόσον ο βουλευτής δεν διώκεται για “πολιτικά εγκλήματα” (που πρωτίστως τέτοια είναι αυτά που στρέφονται κατά της Δημοκρατίας, ήτοι εγκλήματα εσχάτης προδοσίας) Βουλής που διαλύθηκε, από τη διάλυσή της έως την ανακήρυξη των βουλευτών της νέας, σημαίνει ότι ο βουλευτής διώκεται τελικά για πολιτικά εγκλήματα, είτε με άδεια της Βουλής ενώ είναι βουλευτής είτε χωρίς άδεια ενώ δεν έχει τη βουλευτική ιδιότητα. Προφανώς και δεν υφίσταται εξαίρεση όταν το πολιτικό έγκλημα τελείται με ψήφο του βουλευτή, καθόσον ο βουλευτής, πρωτίστως με την ψήφο του θα τελέσει πολιτικό έγκλημα/έγκλημα κατά της Δημοκρατίας, αν τελέσει. Μήπως νομίζετε κύριε Τασούλα ότι ο βουλευτής μπορεί να καταλύει τη Δημοκρατίας μας, κατά το δοκούν;
3. Τα εγκλήματα εσχάτης προδοσίας είναι εγκλήματα διαρκή και διώκονται σε βαθμό κακουργήματος, η δε παραγραφή τους, κατά το άρθρο 120 παρ.3 του Συντάγματος, αρχίζει από την αποκατάσταση του θεμελιώδους δημοκρατικού δικαιώματος που προσβλήθηκε. Κατά συνέπεια, ο εισαγγελέας της ποινικής δίωξης, επί τη βάσει του άρθρου 62 του Συντάγματος που προβλέπει ότι δεν απαιτείται άδεια της Βουλής για τα αυτόφωρα κακουργήματα (όπως είναι το διαρκές έγκλημα της εσχάτης προδοσίας) όχι μόνο μπορεί, αλλά υποχρεούται να ξεκινήσει τη σχετική διεργασία διατάσσοντας, τουλάχιστον, προκαταρκτική εξέταση όταν η μήνυση ή η έγκληση αφορά, ως γεγονός, έγκλημα εσχάτης προδοσίας. Μπορεί δε να διενεργήσει όλες τις αναγκαίες πράξεις για τη διαπίστωση ή μη του εγκλήματος, όταν δε από την προδικασία διαπιστωθεί ότι το έγκλημα έχει τελεστεί με «ψήφο του βουλευτή», αφού συλλέξει όλα τα απαραίτητα στοιχεία, τότε πρέπει να διαβιβάσει τη δικογραφία στη Βουλή, που πλέον έχει την πολιτική αλλά και την ποινική ευθύνη. Από την άλλη, βεβαίως, πρόσφατα η Βουλή (2018) δέχθηκε ότι, εάν βουλευτής τελέσει έγκλημα εσχάτης προδοσίας έστω με τη διατύπωση γνώμης του, ουδεμία άδεια της Βουλής χρειάζεται για τη δίωξή του, καθόσον το αδίκημα είναι αυτόφωρο και κακούργημα. Κατά συνέπεια, είναι προφανές ότι εφαρμόζονται διαφορετικά μέτρα και σταθμά, ανά περίπτωση και κατά παραγγελία της εκτελεστικής εξουσίας προς την δικαστική, με αποτέλεσμα την αποδόμηση της τελευταίας και τη μετατροπή της σε όργανο των μέχρι τώρα μνημονιακών κυβερνήσεων.
4. Και βέβαια, κύριε Τασούλα, μπορεί η άδεια για τη δίωξη βουλευτή που έχει τελέσει έγκλημα εσχάτης προδοσίας να εξαρτάται κατά ένα μέτρο από τη Βουλή, για πρόσωπα όμως που υλοποιούν εσχατοπροδοτικό νόμο και δεν έχουν τη βουλευτική ή υπουργική ιδιότητα, καμιά άδεια της Βουλής δεν χρειάζεται. Εάν για τους τελευταίους ο αρμόδιος εισαγγελέας δεν κινήσει την ποινική δίωξη, τελεί και ό ίδιος έγκλημα εσχάτης προδοσίας καθόσον, με σφετερισμό της ιδιότητάς του ως κρατικού οργάνου, δεν υλοποιεί τα προβλεπόμενα στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό κατά την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων του (άρθρο 134 Α παρ. στ΄ ΠΚ) αλλά υλοποιεί και την περίπτωση β΄ του άρθρου 239 ΠΚ. Αυτό υποδεικνύεται στους εισαγγελείς της Χώρας να πράττουν;
5. Περαιτέρω, εσχατοπροδοτικός νόμος, ουδέποτε πρόκειται να υλοποιηθεί νόμιμα: είτε επιχειρηθεί να υλοποιηθεί είτε υλοποιηθεί, γίνει δηλαδή πράξη-καθεστώς, ενεργή και ζώσα πραγματικότητα που διέπει τις δημόσιες λειτουργίες της Χώρας, των οργάνων της και τις ζωές των Πολιτών, τότε, και αυτή η συμπεριφορά διώκεται: η υλοποίηση-εφαρμογή νόμου που προσβάλλει τη δημοκρατία από τα αρμόδια κρατικά όργανα, είναι νέο έγκλημα, με αυτουργούς τα κρατικά όργανα και ηθικούς αυτουργούς τους βουλευτές που ψήφισαν τον εσχατοπροδοτικό νόμο. Η υλοποίηση της ηθικής αυτουργίας, αρχίζει ήδη από τη δημοσίευση του νόμου στο ΦΕΚ, γιατί επιχειρεί έτσι να κατισχύσει ως θετικό δίκαιο (δηλαδή υποχρεωτικό). Ένας τέτοιος νόμος, είναι ένα καράβι που ουδέποτε μπορεί να πιάσει το λιμάνι προορισμού του. Άπαξ και πιάσει λιμάνι, καράβι και φορτίο “κατάσχονται”. Οι πάσης φύσεως συμμέτοχοι στον ελλιμενισμό του, ηθικοί αυτουργοί, συναυτουργοί, άμεσοι και απλοί συνεργοί, διώκονται. Μ’ άλλα λόγια, κύριε Τασούλα, πίσω από τη γνώμη ή τη ψήφο του βουλευτή, κανένας δεν μπορεί να κρυφτεί.
6. Τέλος, οι διεθνείς συμφωνίες, πράγματι δεσμεύουν τη Χώρα. Ποιες όμως διεθνείς συμφωνίες; Αυτές που αφού συνομολογηθούν και υπογραφούν από τα συμβαλλόμενα μέρη, στη συνέχεια ψηφισθούν/υιοθετηθούν από τη Βουλή με νόμο -και με τον ίδιο το νόμο- και εφόσον δεν θίγουν τη θεμελιώδη συνταγματική τάξη της Χώρας. Έχουν ανώτερη ισχύ από τους κοινούς νόμους, όχι όμως και από το Σύνταγμα της Χώρας. Διεθνείς συμφωνίες που υλοποιούνται από κρατικά όργανα χωρίς προηγουμένως να έχουν ψηφιστεί από τη Βουλή, στοιχειοθετούν πράξεις εσχάτης προδοσίας. Κοινός νόμος που εξουσιοδοτεί υπουργό να υπογράψει τη διεθνή συμφωνία ώστε αυτή να αποκτήσει ισχύ για το εσωτερικό δίκαιο της χώρας μόνο με την υπογραφή του υπουργού και χωρίς να ψηφιστεί από τη Βουλή, στοιχειοθετεί πράξη εσχάτης προδοσίας, καθόσον μια τέτοια εξουσιοδότηση παρακάμπτει την αποκλειστική αρμοδιότητα της Βουλής να υιοθετεί ή όχι με νόμο διεθνείς συμφωνίες. Κατά συνέπεια, Μνημόνια και δανειακές συμβάσεις, αφενός δεν δεσμεύουν τη Χώρα, αφετέρου έχουν εγκαθιδρυθεί με εσχατοπροδοτικό τρόπο, καθόσον ουδέποτε έχουν ψηφιστεί από τη Βουλή. Μήπως αυτό είναι που φοβάστε κύριε Τασούλα; Μήπως αναδειχθεί το θέμα; Μήπως για τη μήνυση-έγκληση με ΑΒΜ: Θ 2018/2346 που έχει υποβάλλει το ΕΝΙΑΙΟ ΠΑΛΛΑΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ ενώπιον της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου στις 05.02.2018, για εσχάτη προδοσία υπουργών, βουλευτών και κρατικών υπαλλήλων, αρχίσουν επιτέλους να υλοποιούνται τα νόμιμα; Γι’ αυτό ψέγετε τους εισαγγελείς; Μη τυχόν και τολμήσουν να εφαρμόσουν το νόμο;
7. Το ζητούμενο για το ΕΝΙΑΙΟ ΠΑΛΛΑΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ, πρωτίστως, είναι η αποκατάσταση του αλλοιωμένου και αδρανοποιημένου Δημοκρατικού Πολιτεύματός μας, η επανάκτηση της προβλεπόμενης -από το Σύνταγμα- ισχύος της Λαϊκής Κυριαρχίας, η αποκατάσταση της προσβληθείσας Εθνικής Κυριαρχίας της Χώρας, η διαφύλαξη του πλούτου της Χώρας και των παραγωγικών της δομών και υποδομών από το ξεπούλημά τους στα ξένα «αρπακτικά» μέσω της εφαρμογής των μνημονίων, η υπεράσπιση της αξιοπρέπειας και των δικαίων του Ελληνικού Λαού, η υπεράσπιση της Πατρίδας από την διαρκή, άδικη και παράνομη επίθεση που δέχεται μέσω των αντισυνταγματικά εγκαθιδρυμένων μνημονίων και δανειακών συμβάσεων και των συναφών πολιτικών. Η απελευθέρωση της Πατρίδας από μια ιδιότυπη οικονομική και πολιτική κατοχή, με ευθύνη όλων όσων κυβέρνησαν από το 2010 έως και σήμερα.
Αυτή είναι η δική μας υπόσχεση, κύριε Τασούλα, προς όλους.
[1] iefimerida.gr – https://www.iefimerida.gr/politiki/aporriptoyn-arsi-asylias-symfonia-prespon
*Ο Φώτιος-Σπυρίδων Μαζαράκης είναι Δ.Ν. – δικηγόρος – συγγραφέας και επικεφαλής του Τομέα Δικαιοσύνης του ΕΠΑΜ.