Η απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του Ταγίπ Ερντογάν το καλοκαίρι του 2016 υπήρξε αιματηρή, ενέπλεξε τμήμα των ενόπλων δυνάμεων (κυρίως την αεροπορία), αλλά ηττήθηκε εντός 24ώρου. Όμως η πραγματική απειλή για την δημοκρατία και τις ελευθερίες στη γείτονα ξεδιπλώθηκε από την επόμενη μέρα μέχρι και σήμερα, όταν η νόμιμη κυβέρνηση αξιοποίησε την κρίση για να προχωρήσει πολύ πέρα από την αναγκαία κάθαρση και την τιμωρία των υπαιτίων στον διωγμό κάθε αντιπάλου της, με μαζικές συλλήψεις, εκκαθαρίσεις από τον δημόσιο τομέα, λογοκρισία και αναίρεση των πολιτειακών αντιβάρων στην εξουσία του Ερντογάν.
Η εισβολή ακροδεξιών οπαδών του Ντόναλντ Τραμπ στο αμερικανικό Καπιτώλιο την Τετάρτη δεν μπορεί ακριβώς να περιγραφεί ως πραξικόπημα. Τα επεισόδια στην έδρα της ομοσπονδιακής νομοθετικής εξουσίας υπήρξαν ασφαλώς μια εκτροπή, αλλά ούτε υπάκουαν σε κάποια στρατηγική, ούτε έβρισκαν ερείσματα στον στρατό, ούτε διέκοψαν την chain of command του κράτους, παρά μόνο ίσως με την αντίστροφη έννοια, καθώς ο φερόμενος ως υποκινητής της εισβολής, Ντόναλντ Τραμπ βρέθηκε απομονωμένος από κάθε φορέα εξουσίας από τον αντιπρόεδρό του και κάτω. Σε κάθε περίπτωση, μέσα σε επτά ώρες τα επεισόδια είχαν τελειώσει.
Όμως το είδος της απάντησης των φορέων της νομιμότητας (και της αυριανής κυβέρνησης των ΗΠΑ) μπορεί να έχει διαρκέστερες και κρισιμότερες επιπτώσεις – ιδίως αν η αντίδραση είναι ασύμμετρη προς το αρχικό ερέθισμα και υποκύψει στον πειρασμό των γενικευμένων αυταρχικών λύσεων.
Ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Όχι μόνο διότι έχασε τις εκλογές (και κάθε σύμμαχο), αλλά διότι η παραπομπή του από την Βουλή των Αντιπροσώπων με το ερώτημα της καθαίρεσης θα του αφαιρέσει, εάν ευοδωθεί, όλα τα προνόμια που αντιστοιχούν σε έναν διατελέσαντα πρόεδρο και, κυρίως, το δικαίωμα να θέσει εκ νέου υποψηφιότητα στις εκλογές του 2024.
Ακόμη βαρύτερο για τον νεοϋορκέζο μεγιστάνα είναι το πλήγμα που του επεφύλαξαν οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης – αυτές ακριβώς που όλα τα προηγούμενα χρόνια είχαν εξασφαλίσει την ανάδειξη του προσώπου του και τη διάδοση του μηνύματός του. Όμως και μόνο το γεγονός ότι ιδιωτικοί κολοσσοί, πάροχοι μιας τόσο ουσιαστικής στις μέρες μας υπηρεσίας, μπορούν να αφαιρούν τον λόγο από τον θεωρητικά ισχυρότερο άνδρα του πλανήτη, με μονομερή τους πρωτοβουλία, χωρίς σχετική δικαστική απόφαση ή δημοκρατική πολιτική νομιμοποίηση αναδεικνύει τον νέο κίνδυνο ενός ανεξέλεγκτου τεχνο-αυταρχισμού.
Το γεγονός ότι ο Τζο Μπάιντεν, εκ των αρχιτεκτόνων του Patriot Act του 2001, περιγράφει τα διατρέξαντα με όρους “εγχώριας τρομοκρατίας” και δεσμεύεται για την εισαγωγή νέας αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας, προϊδεάζει καταλλήλως για τις διαθέσεις των νικητών.
Άλλωστε η προεργασία υπάρχει, καθώς ο γνωστός από τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στο Russiagate Δημοκρατικός επικεφαλής της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Πληροφοριών, Άνταμ Σιφ έχει ήδη από πέρσι εισηγηθεί το νομοσχέδιο 4192, για την καταπολέμηση της εγχώριας τρομοκρατίας, με αφορμή την επίθεση στο Ελ Πάσο από ένοπλο υπέρμαχο της ανωτερότητας της λευκής φυλής.
Η American Civil Liberties Union πραγματοποιεί καμπάνια για την απόρριψη του νομοσχεδίου επισημαίνοντας τις διασταλτικές ερμηνείες που επιτρέπει η φρασεολογία του και τονίζοντας ότι αυτό που λείπει δεν είναι το νομικό οπλοστάσιο, αλλά η προθυμία των ενστόλων να αναμετρηθούν με τον ακροδεξιό εξτρεμισμό και η επαρκής πολιτική επίβλεψή τους. Υποστηρίζει μάλιστα ότι όπως και με κάθε προηγούμενη αντιτρομοκρατική ρύθμιση τα πρώτα θύματά της θα είναι οι κοινότητες που υποτίθεται αποτελούν αντικείμενο προστασίας, δηλ. οι μειονότητες που αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες διακρίσεις και περισσότερη παρακολούθηση.
Σε κάθε περίπτωση, το πραγματικό ερώτημα της Αμερικής δεν είναι οι εισβολείς του Καπιτωλίου αλλά οι πολύ περισσότεροι συμμετέχοντες στην ομιλία Τραμπ που είχε προηγηθεί. Η αντιμετώπισή τους με ενός είδους “δικαίου των νικητών” μόνο την θεραπεία των ρηγμάτων στην αμερικανική κοινωνία και την αποτροπή της ριζοσπαστικοποίησης δεν εξυπηρετεί.