Η τουρκική εθνική εορτή της 29ης Οκτωβρίου έδωσε στον Ταγίπ Ερντογάν την ευκαιρία να προβάλει για άλλη μία φορά το “αγέρωχο” πρόσωπό του. “Ένα προς ένα, αποκρούουμε, με τη δύναμη που αντλούμε από το έθνος μας, όλα τα κύματα επιθέσεων που δεχόμαστε, από το πεδίο της διπλωματίας και της οικονομίας έως αυτό των αξιών“, διακήρυξε ο ισχυρός άνδρας της Άγκυρας στο διάγγελμά του για την 97η επέτειο ίδρυσης της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Η εκατοστή επέτειος, την οποία ο ίδιος έχει θέσει ως συμβολικό ορόσημο για την ανάδυση της “Νέας Τουρκίας“, πλησιάζει – και ο Ταγίπ Ερντογάν δεν το κρύβει ότι οι φιλοδοξίες του είναι πραγματικά διεθνείς. Εξ ου και στο διάγγελμά του επανήλθε στο αγαπημένο σύνθημά του: “Ο κόσμος είναι μεγαλύτερος από πέντε“, με το οποίο εικονογραφεί την επιδίωξη της Τουρκίας να σταθεί, για λογαριασμό όλων των μουσουλμάνων του πλανήτη, πλάι στα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, ανατρέποντας τις “στρεβλώσεις” της διεθνούς τάξης πραγμάτων.
Προς το παρόν, όμως, θα πρέπει να ασχοληθεί με πράγματα πιο πεζά που ροκανίζουν το όραμα της τουρκικής ανάδυσης. Όπως η αποδυνάμωση της λίρας κατά 28% έναντι του δολαρίου εντός του τρέχοντος έτους ή η διαφαινόμενη αποτυχία της συριακής περιπέτειας της Άγκυρας.
Ήδη αρκετοί αναλυτές το αμέσως προηγούμενο διάστημα εκτιμούσαν ότι η αγαπημένη του τακτική της “φυγής προς τα εμπρός” εξωθούσε τον Ερντογάν στην ανάληψη νέας στρατιωτικής πρωτοβουλίας προς την κατεύθυνση της Συρίας. Και οι δηλώσεις του Τούρκου ηγέτη μοιάζει να επιβεβαιώνουν τις εκτιμήσεις αυτές.
Ο Ερντογάν στάθηκε ιδιαίτερα στην αναβίωση της “τρομοκρατικής δομής” (ήτοι του κουρδικού αυτονομισμού) στη βορειοανατολική Συρία, προαναγγέλλοντας εμμέσως στρατιωτικές κινήσεις της χώρας του για την αντιμετώπισή της.
Είναι σαφές ότι ο Τούρκος πρόεδρος βιάζεται. Ο λόγος είναι διπλός. Αφενός οι επικείμενες αμερικανικές εκλογές προσθέτουν ένα στοιχείο αβεβαιότητας στους τουρκικούς σχεδιασμούς, καθώς πιθανή ανάδειξη του Τζο Μπάιντεν στην προεδρία των ΗΠΑ θα διαταράξει το modus vivendi που έχει επιτύχει ο Ερντογάν με τον Ντόναλντ Τραμπ (ο οποίος, υπενθυμίζεται έδωσε το οιονεί “πράσινο φως” στην προηγούμενη εισβολή τουρκικών δυνάμεων στην βορειοανατολική Συρία) και ενδεχομένως θα αντιστρέψει την τάση απόσυρσης των αμερικανικών δυνάμεων από την περιοχή. Η δημιουργία τετελεσμένων, όσο η Ουάσιγκτον είναι απορροφημένη από την εκλογική διαδικασία, είναι για την τουρκική πλευρά μια δελεαστική προοπτική.
Από την άλλη πλευρά, ο Ταγίπ Ερντογάν έχει λόγους να αναζητά διακαώς αντίβαρα στην επιδείνωση των σχέσεων του με την Ρωσία, λόγω της τουρκικής εμπλοκής στην σύγκρουση του Ναγκόρνο Καραμπάχ. Μία επιδείνωση, η οποία βρήκε ήδη το αντίκρισμα της στο πεδίο της Συρίας, με την εκτόξευση στις αρχές της εβδομάδας ρωσικών πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς (για πρώτη φορά μετά από έναν χρόνο) εναντίον ανταρτών προστατευόμενων της Άγκυρας στην Τζαράμπουλους της βορειοδυτικής Συρίας, ενώ πραγματοποιούσαν λαθρεμπόριο πετρελαίου.
Διόλου τυχαία, οι τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις εγκατέλειψαν στις αρχές του μηνός ορισμένα από τα φυλάκια που περιβάλλουν την “ζώνη αποκλιμάκωσης” της Ίντλιμπ, όπου έχουν βρει καταφύγιο οι (όλο και λιγότερο συνεργάσιμοι και όλο και περισσότερο σπαρασσόμενοι από εσωτερικές συγκρούσεις) ισλαμιστές αντάρτες της Συρίας.
Οι κινήσεις αυτές ερμηνεύονται ως προάγγελος πιθανής μεγάλης κλίμακας επιχείρησης του συριακού κυβερνητικού στρατού για την ανακατάληψη του τελευταίου σημαντικού θύλακα εκτός ελέγχου της Δαμασκού – προφανώς με τις ευλογίες της Μόσχας, η οποία θεωρεί ότι οι ρωσο-τουρκικές συμφωνίες για την περιοχή έχουν εξαντλήσει τη χρησιμότητά τους.
Θα πάρει ο Ερντογάν το ρίσκο μιας αναμέτρησης σε δύο μέτωπα, ήτοι στη βορειοδυτική Συρία απέναντι στις ρωσο-συριακές δυνάμεις και στη βορειοανατολική Συρία απέναντι στους Κούρδους και τους Αμερικανούς φίλους τους; Ή θα χρησιμοποιήσει την κλιμάκωση στο δεύτερο μέτωπο ως αναπλήρωση για τις προεξοφλούμενες απώλειες του στο πρώτο; Πρόκειται για το μεγάλο αναπάντητο ερώτημα των ημερών.