Σε όλον τον καπιταλιστικό κόσμο οι κυβερνώντες διέλυσαν τα δημόσια συστήματα Υγείας.
«Επαιξαν» με την πανδημία, άλλοι αρνούμενοι την ίδια την ύπαρξή της, άλλοι αξιοποιώντας την ύπαρξή της σαν «ευκαιρία» για να τσακίσουν ελευθερίες και δικαιώματα.
Ζύγισαν την ανθρώπινη ζωή στη ζυγαριά του κέρδους. Χρησιμοποίησαν την πανδημία σαν εργαλείο στο Κολοσσαίο των γεωπολιτικών τους αντιπαραθέσεων.
Τάισαν και ταΐζουν τα όρνεα των φαρμακευτικών εταιρειών.
Αντιμετώπισαν τους λαούς όχι με βάση το δικαίωμά τους στη ζωή, αλλά σαν «ομιλούντα εργαλεία» που έπρεπε να πηγαίνουν στη δουλειά κι ας πεθάνουν.
Και τώρα τους αντιμετωπίζουν πάλι σαν «ομιλούντα εργαλεία», που δεν πρέπει να πεθάνουν όχι γιατί είναι άνθρωποι, αλλά γιατί πρέπει να πηγαίνουν για δουλειά, ώστε να μην καταρρεύσει η οικονομία των από πάνω.
Είναι αυτού του είδους η «διαχείριση της πανδημίας» που έχει επιφέρει διεύρυνση του έτσι κι αλλιώς δεδομένου ρήγματος εμπιστοσύνης πλατιών κοινωνικών στρωμάτων προς τους άνωθεν κήρυκες.
Τώρα, δε, που οι τελευταίοι επείγονται υπέρ του εμβολίου -για τους οικονομικούς λόγους που εξηγήσαμε και όχι λόγω ανθρωπισμού- η δυσπιστία απέναντι στους κυβερνώντες έρχεται, πλέον, να ρίξει λίπασμα στο «χωράφι» του αντιεμβολιασμού.
Σε αυτή τη φάση βρισκόμαστε και στη χώρα μας. Και ενώ, έστω και τώρα, οι αρμόδιοι θα έπρεπε να «πάρουν στροφή», να αναθεωρήσουν πολιτικές και τις συμπεριφορές που απειλούν να επιφέρουν εκρηκτικά αποτελέσματα, ρίχνουν λάδι στη φωτιά. Η ελληνική κυβέρνηση επιλέγει ως μέσο για τον εμβολιασμό τον εξαναγκασμό. Την ποινή. Την απειλή. Τον εκβιασμό. Τη διαίρεση. Τον διχασμό. Τον στιγματισμό.
Επαναλαμβάνουμε: Ο εμβολιασμός είναι αναγκαίος. Και η «υποχρεωτικότητα» ως απόρροια αυτής της αναγκαιότητας προϋποθέτει πειθώ, διαφάνεια, αλήθεια, δημοκρατία και ανάπτυξη του δημόσιου συστήματος Υγείας.
Δεν θα έρθει μέσω του καταναγκασμού και του εκβιασμού. Το αντίθετο.