Για τη σημερινή επέτειο της ονομασίας του αντάρτικου στρατού σε Δημοκρατικό Στρατό της Ελλάδας (στις 27 Δεκεμβρίου 1946), παραθέτουμε το σχετικό λήμμα για το δεύτερο αντάρτικο από το βιβλίο του Γιώργου Αλεξάτου “Ιστορικό λεξικό του ελληνικού εργατικού κινήματος” (δ΄ έκδ. Κύμα, 2017):
Δημοκρατικός Στρατός της Ελλάδας (ΔΣΕ). Ο αντάρτικος στρατός κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο του 1946-49. Ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1946, με τη συγκρότηση του Γενικού Αρχηγείου, με επικεφαλής τον Μάρκο Βαφειάδη, για τον συντονισμό της δράσης των ανταρτοομάδων που είχαν σχηματιστεί από αγωνιστές της Αντίστασης και της Αριστεράς, και δρούσαν ως Ομάδες Καταδιωκόμενων Δημοκρατικών Αγωνιστών ή Ομάδες Δημοκρατικών Ένοπλων Καταδιωκόμενων Αγωνιστών. Ονομάστηκε ΔΣΕ τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου.
Ο ΔΣΕ εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την ορεινή Ελλάδα, από τη Θράκη έως την Πελοπόννησο, και σε πολλά νησιά (Κρήτη, Εύβοια, Ικαρία, Σάμο, Λέσβο, Κεφαλονιά και Λευκάδα) και έφερε σε δύσκολη θέση τον κυβερνητικό στρατό, ακολουθώντας τακτική ανταρτοπολέμου, με αιφνιδιαστικές επιθέσεις ενάντια σε σταθμούς της Χωροφυλακής και σε μικρές στρατιωτικές μονάδες. Το καλοκαίρι 1947 στις γραμμές του εντάσσονταν 20.000 μαχητές και μαχήτριες.
Η ανάπτυξη του αντάρτικου προκάλεσε την άμεση αμερικανική επέμβαση, που εκδηλώθηκε με την εξαγγελία, τον Μάρτιο 1947, του Δόγματος Τρούμαν, το οποίο πρόβλεπε την αποφασιστική ενίσχυση των ελληνικών κυβερνητικών στρατιωτικών δυνάμεων, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του επαναστατικού κινήματος. Στα τέλη του 1948 ο κυβερνητικός στρατός έφτασε τους 250.000 άντρες και είχε στη διάθεσή του τεράστια αφθονία σύγχρονων όπλων, διεξάγοντας τον πόλεμο υπό την επίβλεψη αμερικανών ανώτατων στρατιωτικών.
Στη δυτική Μακεδονία και την Ήπειρο υπήρχαν εκτεταμένες περιοχές όπου κυριαρχούσε ο ΔΣΕ και αποτέλεσαν το έδαφος της Ελεύθερης Ελλάδας. Στις περιοχές αυτές αποφασίστηκε από την 3η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ, τον Σεπτέμβριο 1947, να εφαρμοστεί το σχέδιο «Λίμνες» (ή «Σ»), που αποσκοπούσε στην κατάληψη πόλεων και τη δημιουργία σταθερής βάσης, και τέθηκε ο στόχος της αύξησης των μαχητών του ΔΣΕ στους 60.000. Η επίθεση στο Μέτσοβο για την υλοποίηση του σχεδίου απέτυχε, αν και σημειώθηκε νίκη του ΔΣΕ στη μάχη της Μουργκάνας. Την ανάγκη κατάληψης πόλης στην περιοχή κατέστησε επιτακτική και ο σχηματισμός, τον Δεκέμβριο 1947, της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης. Ακολούθησε νέα αποτυχία στην Κόνιτσα.
Καθώς το ΚΚΕ τέθηκε εκτός νόμου, τα μέλη της ηγεσίας του, στο σύνολό τους σχεδόν, πέρασαν στις απελευθερωμένες περιοχές, και ανάμεσά τους και ο γραμματέας του κόμματος Νίκος Ζαχαριάδης.
Στις αρχές του 1948 απέτυχαν οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού, που επαναλήφθηκαν το καλοκαίρι στον Γράμμο, όπου 80.000 άντρες με ασύγκριτη υπεροπλία συγκρούστηκαν με 11.000 μαχητές του ΔΣΕ που πραγματοποίησαν επιτυχή ελιγμό προς το Βίτσι, ενώ νικηφόρες μάχες δόθηκαν από τον ΔΣΕ στη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο.
Την περίοδο αυτή απομακρύνθηκε από την ηγεσία του ΔΣΕ ο Βαφειάδης, που είχε διαφωνήσει με την τακτική που απέβλεπε στην κατάληψη πόλεων. Συγκροτήθηκε Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο, με επικεφαλής τον Ζαχαριάδη, και αποφασίστηκε η μετατροπή του ΔΣΕ σε τακτικό στρατό.
Τον Σεπτέμβριο 1948 απέτυχαν οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των κυβερνητικών δυνάμεων στο Βίτσι και ο ΔΣΕ κατήγαγε σημαντική νίκη στο Μάλι Μάδι. Μετά από σειρά επιθέσεων, καταλήφθηκαν και κρατήθηκαν προσωρινά οι πόλεις των Τρικάλων και της Καρδίτσας, και κωμοπόλεις της δυτικής Μακεδονίας, και στις αρχές του 1949 η Νάουσα και το Καρπενήσι, ενώ απέτυχαν οι επιθέσεις για κατάληψη της Έδεσσας και της Φλώρινας. Τον Ιανουάριο 1949, μετά από μεγάλες επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού, διαλύθηκε ο ΔΣΕ Πελοποννήσου.
Τον ίδιο μήνα η 5η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ διακήρυξε πως ο αγώνας του ΔΣΕ αποτελεί επανάσταση που αποβλέπει στην εγκαθίδρυση λαϊκοδημοκρατικού καθεστώτος με σοσιαλιστικά χαρακτηριστικά. Η Ολομέλεια διακήρυξε τη θέση για αυτοδιάθεση των Σλαβομακεδόνων, που αποτελούσαν σημαντικό τμήμα του ΔΣΕ, και διέγραψε από το κόμμα τον Βαφειάδη.
Τη μεγάλη επιτυχία του ΔΣΕ με την ανακατάληψη του Γράμμου, τον Απρίλιο 1949, ακολούθησε η επιτυχία των κυβερνητικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων στη Στερεά Ελλάδα και τη Θεσσαλία, που οδήγησε στη διάλυση του Κεντρικού Γενικού Αρχηγείου Νότιας Ελλάδας τον Ιούλιο και στη συγκέντρωση των δυνάμεων του ΔΣΕ στον Γράμμο. Εξαιρετικά σοβαρό πλήγμα για τον ΔΣΕ ήταν το κλείσιμο των συνόρων από τη Γιουγκοσλαβία, ως συνέπεια της τοποθέτησης του ΚΚΕ υπέρ των θέσεων της ΕΣΣΔ κατά του Τίτο. Ο ΔΣΕ έχασε τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί το γιουγκοσλαβικό έδαφος ως ενδοχώρα και στερήθηκε τη βοήθεια από τη γειτονική χώρα.
Το καλοκαίρι του 1949 εφαρμόστηκε από τον κυβερνητικό στρατό το σχέδιο «Πυρσός» και 150.000 άντρες, ενισχυμένοι με πυροβολικό, τεθωρακισμένα και αεροπορία, επιτέθηκαν σε 12.000 μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ στον Γράμμο και το Βίτσι. Στις 29 με 30 Αυγούστου, μετά την πτώση και της τελευταίας γραμμής άμυνας στο ύψωμα Κάμενικ, ο ΔΣΕ υποχώρησε στην Αλβανία. Τους αμέσως επόμενους μήνες ακολούθησε η διάλυση των δυνάμεων του ΔΣΕ και στην Κρήτη, τη Σάμο και την Κεφαλονιά, αν και ανταρτοομάδες συνέχισαν να δρουν μέχρι το 1951 στη βόρεια Ελλάδα και κατά τα επόμενα χρόνια σε νησιωτικές περιοχές.
Η αναγκαιότητα και τα αδιέξοδα του αγώνα του ΔΣΕ. H ίδρυση του ΔΣΕ και η διεξαγωγή ενός άνισου πολέμου επί μια τριετία, ήταν αποτέλεσμα της εξαπόλυσης του μονόπλευρου εμφυλίου από την πλευρά της αντίδρασης, που ακολούθησε την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας. Υπήρξε συνέπεια των διώξεων ενάντια στον κόσμο της Αντίστασης, της αναγκαστικής διαφυγής στα βουνά και της άρνησης του αστικού κόσμου να αποδεχτεί την πολιτική ομαλής δημοκρατικής διεξόδου που πρότεινε το ΚΚΕ.
O αγώνας του ΔΣΕ αποτέλεσε συνέχεια του αγώνα του ΕΛΑΣ, με πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Στις περιοχές που πρόσκαιρα απελευθερώθηκαν, εγκαθιδρύθηκαν θεσμοί λαϊκής εξουσίας, συνεχίζοντας την εαμική παράδοση. Δεκάδες χιλιάδες γυναίκες, σε μέρη με έντονο τον κοινωνικό συντηρητισμό των παραδοσιακών κλειστών αγροτικών κοινωνιών, συμμετείχαν στα κοινά, ενώ αποτέλεσαν το 30% των μάχιμων και το 70% των βοηθητικών δυνάμεων του ΔΣΕ, και το 1949, λίγο πριν τη λήξη του Εμφυλίου, έφτασαν ακόμα και στις μάχιμες μονάδες το 50%.
Από τους 100.000 που πέρασαν συνολικά από τον ΔΣΕ, περίπου 20.000 ήταν οι μαχητές και μαχήτριες που έπεσαν στις μάχες. Ανάμεσά τους διακεκριμένα στελέχη του κομμουνιστικού κινήματος, όπως οι Γιάννης Αλεξάνδρου (Διαμαντής), Γεράσιμος Γρηγοράτος (Αστραπόγιαννος), Στέφανος Γκιουζέλης, Ευαγγελία Κλάδου, Αθηνά Μπενέκου, Γιάννης Ποδιάς, Βαγγέλης Ρογκάκος, Γιάννης Σαλάς, Νίκος Τριανταφύλλου κ.ά. Μεταξύ αυτών που έδωσαν τη ζωή τους κατά την περίοδο του Εμφυλίου, από δολοφονίες και εκτελέσεις είτε πέφτοντας στις μάχες, συγκαταλέγονται και τα μέλη της Κ.Ε. του ΚΚΕ Στέργιος Αναστασιάδης, Νίκος Αραμπατζής, Αρίστος Βασιλειάδης, Γιάννης Ζέβγος, Σπύρος Καλοδίκης, Βασίλης Μαρκεζίνης, Αδάμ Μουζενίδης, Γιώργος Τσιτήλος κ.ά.
H ήττα του ΔΣΕ, ως αποτέλεσμα, κυρίως, της ασύγκριτα μεγάλης υπεροχής του αντιπάλου σε αριθμητική δύναμη και στρατιωτικό υλικό, καθορίστηκε και από σημαντικά πολιτικά λάθη της κομματικής ηγεσίας. Ως κύριο μπορεί να θεωρηθεί η απουσία αποφασιστικότητας για την έναρξη της ένοπλης πάλης, καθώς υπήρχαν ελπίδες για ομαλή δημοκρατική εξέλιξη, μέσα από συμβιβασμό με την αντίδραση. Χάθηκε, έτσι, πολύτιμος χρόνος, ιδιαίτερα μέχρι τα μέσα του 1946, όταν εξακολουθούσε να υπάρχει ισχυρό μαζικό εργατικό και λαϊκό κίνημα στις πόλεις, αλλά και σε μεγάλο μέρος της υπαίθρου, ενώ ο αντίπαλος δεν είχε συγκροτηθεί στρατιωτικά και δεν είχε ακόμη την ενίσχυση των Αμερικανών. H επέκταση του Εμφυλίου, κατά το 1947, έγινε με διαλυμένο το μαζικό κίνημα και τις περισσότερες κομματικές οργανώσεις του ΚΚΕ, με δεκάδες χιλιάδες κομμουνιστές φυλακισμένους και εξόριστους, μεγάλο μέρος από τους οποίους το αποτελούσαν έμπειροι αξιωματικοί και οπλίτες του ΕΛΑΣ.
Όταν ο Εμφύλιος γενικεύτηκε, ο ΔΣΕ είχε στερηθεί ακόμη και τη δυνατότητα εξασφάλισης εφεδρειών, καθώς οι περιοχές όπου δρούσε εκκενώθηκαν από τον πληθυσμό τους και 800.000 άνθρωποι υποχρεώθηκαν από τον κυβερνητικό στρατό να μετακινηθούν προς τις μεγάλες πόλεις.
Καίριας σημασίας ζήτημα αποτέλεσε η μετατροπή του ΔΣΕ σε τακτικό στρατό, στο πλαίσιο του σχεδίου «Λίμνες», για τη διεξαγωγή μαχών κατά μέτωπο, που στόχευε στην κατάληψη κάποιας πόλης, η οποία θα ανακηρυσσόταν έδρα της κυβέρνησης των βουνών. Θα μπορούσε, έτσι, να αναγνωριστεί η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, τουλάχιστον από τις σοσιαλιστικές χώρες, καθιστώντας πιο εύκολη την πολιτική και υλική ενίσχυση από την πλευρά τους. H απόφαση αυτή, που αποτέλεσε και το σημείο διαφωνίας του Βαφειάδη με την κομματική καθοδήγηση, επικρίθηκε και αργότερα, γιατί ανέτρεπε τη βασική αρχή της διεξαγωγής ένοπλου αγώνα από μικρότερες ενάντια σε πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις, που συνίσταται στη διεξαγωγή του με τη δράση ανταρτοομάδων.
Αμέσως μετά την υποχώρηση του ΔΣΕ, ο Ζαχαριάδης εντόπισε ως κύρια αιτία της ήττας το «πισώπλατο χτύπημα» από την τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία, υποστηρίζοντας πως όχι μόνο έκλεισε τα σύνορα στον ΔΣΕ, αλλά επέτρεψε και τη διέλευση εχθρικών δυνάμεων από το έδαφός της. Αν και ο ισχυρισμός αυτός έχει αμφισβητηθεί, αναγνωρίζεται ότι και μόνο η διακοπή της γιουγκοσλαβικής βοήθειας και το κλείσιμο των συνόρων αποτέλεσε έναν από τους λόγους της ήττας, αν και όχι τον κύριο.
Στις γραμμές της Αριστεράς έχουν διατυπωθεί και απόψεις που θεωρούν λανθασμένη την προσφυγή στον ένοπλο αγώνα, εκτιμώντας πως το ΚΚΕ δεν εξάντλησε κάθε δυνατότητα ομαλής δημοκρατικής διεξόδου πριν την έναρξη του Εμφυλίου. Κυρίαρχες στον χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς, οι απόψεις αυτές επικεντρώνουν την κριτική τους στην απόφαση για αποχή από τις εκλογές του 1946. Στις απόψεις αυτές αντιπαρατίθεται, κυρίως, η εκτίμηση πως η δημοκρατική εξέλιξη ήταν ανέφικτη, καθώς ο συσχετισμός δυνάμεων, μέχρι τουλάχιστον το 1946, ήταν ευνοϊκός για την Αριστερά και κατά συνέπεια η αντίδραση δεν θα συναινούσε σε μια εξέλιξη που μπορεί να κατέληγε στην απώλεια της εξουσίας μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες.
Οι μαχητές του ΔΣΕ που πέρασαν στην Αλβανία μεταφέρθηκαν στη συνέχεια στην ΕΣΣΔ και σε άλλες σοσιαλιστικές χώρες, όπου ήδη είχαν εγκατασταθεί χιλιάδες άμαχοι, μέλη αριστερών οικογενειών, από τις περιοχές όπου έγιναν οι μεγάλες συγκρούσεις του Εμφυλίου, καθώς και μέλη οικογενειών μαχητών του ΔΣΕ. Υπολογίζεται πως οι πολιτικοί πρόσφυγες ξεπερνούσαν τους 50.000. Στο σύνολό τους στερήθηκαν την ελληνική ιθαγένεια, που τους αναγνωρίστηκε και πάλι μετά από τρεις δεκαετίες από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, οπότε πολλοί απ’ αυτούς επέστρεψαν στην Ελλάδα. Άλλοι εξακολούθησαν να ζουν στις ανατολικές χώρες, ενώ από το δικαίωμα της επιστροφής εξαιρέθηκαν οι σλαβομακεδόνες μαχητές του ΔΣΕ και οι απόγονοί τους, που ζουν στη γειτονική Δημοκρατία της Μακεδονίας.
H θέση του Ζαχαριάδη για προσωρινή υποχώρηση του ΔΣΕ, που θα παρέμενε με «το όπλο παρά πόδα», στη βάση της εκτίμησης πως, παρά την ήττα, η κατάσταση στην Ελλάδα παρέμενε επαναστατική, ενώ και η ένταση των σχέσεων Δύσης-Ανατολής θα μπορούσε να καταλήξει σε γενικευμένη πολεμική αναμέτρηση, είχε ως συνέπεια τη διατήρηση της δομής του ΔΣΕ, ακόμη και όταν οι μαχητές του είχαν ενταχθεί ήδη στο εργατικό δυναμικό των χωρών που τους φιλοξενούσαν. H στροφή στην πολιτική του ΚΚΕ μετά το 1956, με την υιοθέτηση της στρατηγικής του ειρηνικού δρόμου για τον σοσιαλισμό, σηματοδότησε και την οριστική εγκατάλειψη κάθε αναφοράς σε ενδεχόμενη επανέναρξη της ένοπλης αντιπαράθεσης.