Αμφιβολία «σχετικά με τη δυνατότητα της εταιρείας και του ομίλου να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους» εκφράζουν οι ορκωτοί λογιστές της
Οι διαπιστώσεις αυτές βέβαια έρχονται σε αυτήν την φάση για να απαξιώσουν την ΔΕΗ, προκειμένου να ξεπουληθεί μπιρ–παρά και από την άλλη προετοιμάζει για τους ιδιώτες αγοραστές το έδαφος για αθρόες απολύσεις, διάλυση εργασιακών σχέσεων και αύξηση τιμολογίων. Η συνεχιζόμενη υποβάθμιση της ΔΕΗ μέσω “εκθέσεων” οικονομικών παραγόντων επιδιώκουν την απαξίωση της, υπέρ των ιδιωτικών εταιρειών για να παίρνουν φθηνό ρεύμα σε βάρος της ΔΕΗ.
Ασφαλώς, η ΔΕΗ αντιμετωπίζει προβλήματα εξαιτίας των μνημονιακών, αναξιοκρατικών και πελατειακών πολιτικών της με μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα. Άλλωστε ένα οργανωμένο σχέδιο εξυφαίνεται από πλευράς της ΔΕΗ ώστε οι καταναλωτές να φύγουν από την ΔΕΗ και να κάνουν συμβόλαια σε ιδιωτικούς παρόχους.
Η Κυβέρνηση ακολουθώντας τις εγκληματικές μνημονιακές δεσμεύσεις, οδηγεί τη ΔΕΗ σε μη βιωσιμότητα, με αρνητικές επιπτώσεις για την ενεργειακή ασφάλεια και την ενεργειακή επάρκεια της χώρας και με δραματικά αποτελέσματα για κοινωνία και οικονομία.
Παρόλα αυτά, ουσιώδης αβεβαιότητα που σχετίζεται με τη συνέχιση της δραστηριότητας της ΔΕΗ, διαπιστώνουν οι ορκωτοί ελεγκτές της Ernst & Young που υπογράφουν τις λογιστικές καταστάσεις της Επιχείρησης για την περσινή οικονομική χρήση.
«Με βάση τις εκτιμήσεις της διοίκησης οι ανωτέρω συνθήκες οι οποίες αναμένεται να συνεχιστούν κατά τη διάρκεια των επομένων δώδεκα μηνών μεμονωμένα αλλά και στο σύνολό τους…. υποδηλώνουν την ύπαρξη ουσιώδους αβεβαιότητας, η οποία ενδεχομένως θα εγείρει σημαντική αμφιβολία σχετικά με τη δυνατότητα της εταιρείας και του ομίλου να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους. Η γνώμη μας δεν τροποποιείται σε σχέση με το θέμα αυτό», αναφέρεται στην έκθεση ελέγχου.
Οι ορκωτοί ελεγκτές στις παρατηρήσεις τους, σημειώνουν ότι η ΔΕΗ παρουσιάζει μειωμένα έσοδα και υψηλές ζημίες προ φόρων, ενώ «οι βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις της εταιρείας και του ομίλου κατά την εξεταζόμενη χρήση, υπολείπονταν κατά 949 εκατ. ευρώ και 708 εκατ. ευρώ των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεών τους, αντίστοιχα».